ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α΄
Α Βασ. 1,1 Ἄνθρωπος ἦν ἐξ Ἀρμαθαὶμ Σιφά, ἐξ ὄρους Ἐφραίμ, καὶ ὄνομα αὐτῷ Ἑλκανὰ υἱὸς Ἱερεμεὴλ υἱοῦ Ἠλιοὺ υἱοῦ Θοκὲ ἐν Νασὶβ Ἐφραίμ.
Α Βασ. 1,1 Κατά την εποχήν εκείνην των Κριτών εζούσε ένας άνθρωπος, ο οποίος κατήγετο από την πόλιν Αρμαθαίμ, την περιοχήν Σιφά, η οποία ευρίσκετο εις την ορεινήν χώραν, όπου κατοικούσεν η φυλή του Εφραίμ. Ο άνθρωπος αυτός ωνομάζετο Ελκανά και ήτο υιός του Ιερεμεήλ, υιού του Ηλιού, ο οποίος Ηλιού ήτο υιός του Θοκέ από την Νασίβ, της φυλής Εφραίμ.
Α Βασ. 1,2 καὶ τούτῳ δύο γυναῖκες· ὄνομα τῇ μιᾷ Ἄννα, καὶ ὄνομα τῇ δευτέρᾳ Φεννάνα· καὶ ἦν τῇ Φεννάνᾳ παιδία, καὶ τῇ Ἄννᾳ οὐκ ἦν παιδίον.
Α Βασ. 1,2 Ο Ελκανά είχε δυο συζύγους, η μία ωνομάζετο Αννα, η δε άλλη ωνομάζετο Φεννάνα. Η Φεννάνα είχε παιδιά, η Αννα όμως δεν είχε παιδί.
Α Βασ. 1,3 καὶ ἀνέβαινεν ὁ ἄνθρωπος ἐξ ἡμερῶν εἰς ἡμέρας ἐκ πόλεως αὐτοῦ ἐξ Ἀρμαθαὶμ προσκυνεῖν καὶ θύειν Κυρίῳ τῷ Θεῷ Σαβαὼθ εἰς Σηλώ· καὶ ἐκεῖ Ἡλὶ καὶ οἱ δύο υἱοὶ αὐτοῦ Ὀφνὶ καὶ Φινεὲς ἱερεῖς τοῦ Κυρίου.
Α Βασ. 1,3 Ο άνθρωπος αυτός, ευσεβής καθώς ήτο, ανέβαινε κάθε χρόνον από την πατρίδα του την Αρμαθαίμ εις Σηλώ, τον ιερόν τόπον, δια να προσκυνή και να προσφέρη θυσίας στον Κυριον τον Θεόν τον παντοκράτορα. Εις Σηλώ αρχιερεύς ήτο τότε ο Ηλί, ιερείς δε οι δύο υιοί του, ο Οφνί και ο Φινεές.
Α Βασ. 1,4 καὶ ἐγενήθη ἡμέρα καὶ ἔθυσεν Ἑλκανὰ καὶ ἔδωκε τῇ Φεννάνᾳ, γυναικὶ αὐτοῦ, καὶ τοῖς υἱοῖς αὐτῆς μερίδας·
Α Βασ. 1,4 Καποιαν ημέραν, κατά την οποίαν ο Ελκανά προσέφερε την καθιερωμένην ειρηνικήν θυσίαν, έδωσεν εις την Φεννάναν και τους υιούς της πολλάς μερίδας, αναλόγους προς τον αριθμόν αυτών, από τα υπόλοιπα των θυσιών.
Α Βασ. 1,5 καὶ τῇ Ἄννᾳ ἔδωκε μερίδα μίαν, ὅτι οὐκ ἦν αὐτῇ παιδίον, πλὴν ὅτι τὴν Ἄνναν ἠγάπα Ἑλκανὰ ὑπὲρ ταύτην. καὶ Κύριος ἀπέκλεισε τὰ περὶ τὴν μήτραν αὐτῆς,
Α Βασ. 1,5 Εις την Ανναν όμως, επειδή δεν είχε παιδιά, έδωκε μίαν μόνον μερίδα δι' αυτήν την ιδίαν. Αλλ' ο Ελκανά ηγάπα την Ανναν περισσότερον από την Φεννάναν. Ο Κυριος όμως είχε δώσει εις αυτήν στειρότητα και δεν αποκτούσε παιδιά.
Α Βασ. 1,6 ὅτι οὐκ ἔδωκεν αὐτῇ Κύριος παιδίον κατὰ τὴν θλῖψιν αὐτῆς καὶ κατὰ τὴν ἀθυμίαν τῆς θλίψεως αὐτῆς, καὶ ἠθύμει διὰ τοῦτο, ὅτι συνέκλεισε Κύριος τὰ περὶ τὴν μήτραν αὐτῆς τοῦ μὴ δοῦναι αὐτῇ παιδίον.
Α Βασ. 1,6 Δεν έδωκεν εις αυτήν ο Κυριος παιδίον, πράγμα το οποίον προεκάλει θλίψιν εις αυτήν, και υπό το βάρος της θλίψεως ήτο διαρκώς μελαγχολική και άθυμος, διότι ο Κυριος είχε καταστήσει αυτήν στείραν και δεν της έδιδε παιδί.
Α Βασ. 1,7 οὕτως ἐποίει ἐνιαυτὸν κατ᾿ ἐνιαυτόν, ἐν τῷ ἀναβαίνειν αὐτὴν εἰς οἶκον Κυρίου· καὶ ἠθύμει καὶ ἔκλαιε καὶ οὐκ ἤσθιε.
Α Βασ. 1,7 Ετσι έκανε κάθε έτος ο Ελκανά, όταν ανέβαινεν εις την Σκηνήν του Μαρτυρίου, δια να προσφέρη τας καθιερωμένας θυσίας, η δε σύζυγός του η Αννα κατελαμβάνετο από αθυμίαν, έκλαιε και δεν έτρωγε.
Α Βασ. 1,8 καὶ εἶπεν αὐτῇ Ἑλκανὰ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς· Ἄννα. καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἰδοὺ ἐγώ, κύριε. καί εἶπεν αὐτῇ· τί ἔστι σοι, ὅτι κλαίεις; καὶ ἱνατί οὐκ ἐσθίεις; καὶ ἱνατί τύπτει σε ἡ καρδία σου; οὐκ ἀγαθὸς ἐγώ σοι ὑπὲρ δέκα τέκνα;
Α Βασ. 1,8 Ο Ελκανά, ο σύζυγός της, είπεν εις αυτήν· “Αννα” ! Εκείνη του απήντησεν· “Ιδού εγώ, κύριε”. Εκείνος πάλιν της λέγει· “τι συμβαίνει και διατί κλαίεις, και διατί δεν τρώγεις, και διατί σε πληγώνει η καρδία σου και είσαι περίλυπος; Εγώ δεν είμαι δια σε καλύτερος και από δέκα ακόμη παιδιά;”
Α Βασ. 1,9 καὶ ἀνέστη Ἄννα μετὰ τὸ φαγεῖν αὐτοὺς ἐν Σηλὼ καὶ κατέστη ἐνώπιον Κυρίου, καὶ Ἡλὶ ὁ ἱερεὺς ἐκάθητο ἐπὶ τοῦ δίφρου ἐπὶ τῶν φλιῶν ναοῦ Κυρίου.
Α Βασ. 1,9 Επειτα από αυτό το οικογενειακόν, μετά την θυσίαν, φαγητόν εις Σηλώ, η Αννα εσηκώθη, μετέβη και εστάθη ενώπιον της Σκηνής του Μαρτυρίου. Ο αρχιερεύς ο Ηλί εκάθητο επάνω εις ένα ανάκλιντρον εις την είσοδον της Σκηνής του Μαρτυρίου.
Α Βασ. 1,10 καὶ αὐτὴ κατώδυνος ψυχῇ καὶ προσηύξατο πρὸς Κύριον καὶ κλαίουσα ἔκλαυσε
Α Βασ. 1,10 Η Αννα ήτο βαθύτατα λυπημένη και προοηυχήθη προς τον Κυριον. Καθ' ον δε χρόνον προσηύχετο, έκλαιε και έχυνεν άφθονα δάκρυα.
Α Βασ. 1,11 καὶ ηὔξατο εὐχὴν Κυρίῳ λέγουσα· Ἀδωναΐ Κύριε Ἐλωὲ Σαβαώθ, ἐὰν ἐπιβλέπων ἐπιβλέψῃς ἐπὶ τὴν ταπείνωσιν τῆς δούλης σου καὶ μνησθῇς μου καὶ δῷς τῇ δούλῃ σου σπέρμα ἀνδρῶν, καὶ δώσω αὐτὸν ἐνώπιόν σου δοτὸν ἕως ἡμέρας θανάτου αὐτοῦ, καὶ οἶνον καὶ μέθυσμα οὐ πίεται, καὶ σίδηρος οὐκ ἀναβήσεται ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ.
Α Βασ. 1,11 Κατά την ώραν εκείνην της προσευχής έκαμε ένα τάμα προς τον Θεόν λέγουσα· “Αδωναΐ, Κυριε, Ελωέ Σαβαώθ, εάν ρίψης βλέμμα ευσπλαγχνίας και ίδης την θλίψιν και την εντροπήν της δούλης σου εκ του γεγονότος ότι είμαι στείρα, με ενθυμηθής στο έλεός σου και μου δώσης τέκνον, εγώ σου υπόσχομαι να αφιερώσω αυτό ενώπιόν σου, δια να σε υπηρετή διαρκώς μέχρι της ημέρας του θανάτου του. Υπόσχομαι επί πλέον ότι οίνον και οινοπνευματώδη γενικώς ποτά δεν θα πίη το παιδί αυτό εις όλην του την ζωήν· ψαλλίδι δεν θα ανέβη επί της κεφαλής του, δια να του κόψη την κόμην”.
Α Βασ. 1,12 καὶ ἐγενήθη ὅτε ἐπλήθυνε προσευχομένη ἐνώπιον Κυρίου, καὶ Ἡλὶ ὁ ἱερεὺς ἐφύλαξε τὸ στόμα αὐτῆς·
Α Βασ. 1,12 Επειδή δε αυτή επί πολλήν ώραν παρέτεινε την προσευχήν της ενώπιον της Σκηνής του Μαρτυρίου, ο αρχιερεύς Ηλί παρετήρει το στόμα αυτής·
Α Βασ. 1,13 καὶ αὕτη ἐλάλει ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς καὶ τὰ χείλη αὐτῆς ἐκινεῖτο, καὶ φωνὴ αὐτῆς οὐκ ἠκούετο· καὶ ἐλογίσατο αὐτὴ Ἡλὶ εἰς μεθύουσαν.
Α Βασ. 1,13 παρετήρει δηλαδή ότι αυτή ωμιλούσε από την καρδίαν της, τα δε χείλη της μόλις εκινούντο και η φωνή της δεν ηκούετο καθόλου. Ο Ηλί την ενόμισε μεθυσμένην.
Α Βασ. 1,14 καὶ εἶπεν αὐτῇ τὸ παιδάριον Ἡλί· ἕως πότε μεθυσθήσῃ; περιελοῦ τὸν οἶνόν σου καὶ πορεύου ἐκ προσώπου Κυρίου.
Α Βασ. 1,14 Είπε δε ο υπηρέτης του Ηλί, κατ' εντολήν του Ηλί· “έως πότε θα είσαι μεθυσμένη; Σταμάτησε την επήρειαν του κρασιού σου και απομακρύνσου από την Σκηνήν του Μαρτυρίου”.
Α Βασ. 1,15 καὶ ἀπεκρίθη Ἄννα καὶ εἶπεν· οὐχί, κύριε· γυνή, ᾗ σκληρὰ ἡμέρα, ἐγώ εἰμι καὶ οἶνον καὶ μέθυσμα οὐ πέπωκα καὶ ἐκχέω τὴν ψυχήν μου ἐνώπιον Κυρίου·
Α Βασ. 1,15 Απεκρίθη δε η Αννα και του είπε· “οχι, κύριε, δεν είμαι μεθυσμένη. Είμαι μία σύζυγος, η οποία διέρχεται πολύ πικράς ημέρας. Οίνον και αλλά οινοπνευματώδη ποτά δεν έχω πίει, αλλά ξεχύνω τον πόνον της ψυχής μου ενώπιον του Κυρίου.
Α Βασ. 1,16 μὴ δῷς τὴν δούλην σου εἰς θυγατέρα λοιμήν, ὅτι ἐκ πλήθους ἀδολεσχίας μου ἐκτέτακα ἕως νῦν.
Α Βασ. 1,16 Μη θεωρήσης εμέ την δούλην σου ως αμαρτωλήν και ασεβή γυναίκα. Δεν είμαι εγώ τέτοια, αλλά ο υπερβολικός πόνος έχει λυώσει την ψυχήν μου και δι'αυτό απευθύνω την μακράν αυτήν προσευχήν προς τον Κυριον”.
Α Βασ. 1,17 καὶ ἀπεκρίθη Ἡλὶ καὶ εἶπεν αὐτῇ· πορεύου εἰς εἰρήνην· ὁ Θεὸς Ἰσραὴλ δώῃ σοι πᾶν αἴτημά σου, ὃ ᾐτήσω παρ᾿ αὐτοῦ.
Α Βασ. 1,17 Ο Ηλί απεκρίθη προς αυτήν και της είπε· “πήγαινε στο καλό· εύχομαι να εκπληρώση ο Θεός του Ισραήλ ολόκληρον το αίτημά σου και σου δώση αυτό το οποίον εζήτησες”.
Α Βασ. 1,18 καὶ εἶπεν· εὗρεν ἡ δούλη σου χάριν ἐν ὀφθαλμοῖς σου. καὶ ἐπορεύθη ἡ γυνὴ εἰς τὴν ὁδὸν αὐτῆς καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸ κατάλυμα αὐτῆς καὶ ἔφαγε μετὰ τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς καὶ ἔπιε, καὶ τὸ πρόσωπον αὐτῆς οὐ συνέπεσεν ἔτι.
Α Βασ. 1,18 Είπε τότε η Αννα· “είθε εγώ, η δούλη σου, να εύρω χάριν ενώπιόν σου και ο Κυριος να εισακούση την ευχήν σου”. Ανεχώρησεν έπειτα η Αννα από την Σκηνήν του Μαρτυρίου και μετέβη στο προσωρινόν κατάλυμα του συζύγου της, εις Σηλώ. Εκεί έφαγε και έπιε και το πρόσωπόν της δεν εφαίνετο πλέον θλιμμένον.
Α Βασ. 1,19 καὶ ὀρθρίζουσι τὸ πρωΐ καὶ προσκυνοῦσι τῷ Κυρίῳ καὶ πορεύονται τὴν ὁδὸν αὐτῶν. καὶ εἰσῆλθεν Ἑλκανὰ εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ Ἀρμαθαὶμ καὶ ἔγνω τὴν Ἄνναν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ ἐμνήσθη αὐτῆς Κύριος, καὶ συνέλαβε.
Α Βασ. 1,19 Την επομένην πολύ πρωϊ εσηκώθησαν, προσεκύνησαν ενώπιον της Σκηνής του Μαρτυρίου και επορεύθησαν προς την ιδιαιτέραν των πόλιν, την Αρμαθαίμ. Ο Ελκανά εισήλθεν στον οίκον του εις Αρμαθαίμ, ήλθεν εις συνάφειαν με την σύζυγόν του την Ανναν, ο δε Κυριος την επεσκέφθη και έμεινεν αυτή έγκυος.
Α Βασ. 1,20 καὶ ἐγενήθη τῷ καιρῷ τῶν ἡμερῶν καὶ ἔτεκεν υἱόν· καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Σαμουὴλ καὶ εἶπεν· ὅτι παρὰ Κυρίου Θεοῦ Σαβαὼθ ᾐτησάμην αὐτόν.
Α Βασ. 1,20 Κατά τον κανονικόν χρόνον, τον ένατον δηλαδή μήνα, εγέννησεν υιόν και ωνόμασεν αυτόν Σαμουήλ λέγουσα· “ονομάζω αυτόν Σαμουήλ, διότι από τον Κυριον τον Θεόν τον παντοκράτορα εζήτησα και τον έλαβα”.
Α Βασ. 1,21 Καὶ ἀνέβη ὁ ἄνθρωπος Ἑλκανὰ καὶ πᾶς ὁ οἶκος αὐτοῦ θῦσαι ἐν Σηλὼμ τὴν θυσίαν τῶν ἡμερῶν καὶ τὰς εὐχὰς αὐτοῦ καὶ πάσας τὰς δεκάτας τῆς γῆς αὐτοῦ·
Α Βασ. 1,21 Μετά ένα έτος ο άνθρωπος αυτός, ο Ελκανά και όλη η οικογένειά του, ανέβησαν κατά την συνήθειάν των εις Σηλώμ, δια να προσφέρη ο Ελκανά την ετησίαν θυσίαν, το τάξιμόν του, και το υπό του Μωσαϊκού Νομου οριζόμενον δέκατον από τα γεωργικά του προϊόντα.
Α Βασ. 1,22 καὶ Ἄννα οὐκ ἀνέβη μετ᾿ αὐτοῦ, ὅτι εἶπε τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς· ἕως τοῦ ἀναβῆναι τὸ παιδάριον, ἐὰν ἀπογαλακτίσω αὐτό, καὶ ὀφθήσεται τῷ προσώπῳ Κυρίου καὶ καθήσεται ἕως αἰῶνος ἐκεῖ.
Α Βασ. 1,22 Η Αννα όμως δεν ανέβη μαζή του και είπεν στον άνδρα της· “εγώ θα παραμείνω και δεν θα αναβώ στον ναόν του Κυρίου, μέχρις ότου έλθη εποχή και είναι εις θέσιν να αναβή και το τέκνον μας αυτό μετά τον απογαλακτισμόν του. Τοτε θα το παρουσιάσωμεν ενώπιον του Κυρίου, δια να παραμένη εκεί ισοβίως”.
Α Βασ. 1,23 καὶ εἶπεν αὐτῇ Ἑλκανὰ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς· ποίει τὸ ἀγαθὸν ἐν ὀφθαλμοῖς σου, κάθου ἕως ἂν ἀπογαλακτίσῃς αὐτό· ἀλλὰ στήσαι Κύριος τὸ ἐξελθὸν ἐκ τοῦ στόματός σου. καὶ ἐκάθισεν ἡ γυνὴ καὶ ἐθήλασε τὸν υἱὸν αὐτῆς, ἕως ἂν ἀπογαλακτίσῃ αὐτόν.
Α Βασ. 1,23 Ο Ελκανά, ο σύζυγός της, της είπε· “κάμε αυτό που νομίζεις ότι είναι καλόν. Καθησε, δηλαδή, εδώ μέχρις ότου απογαλακτίσης το παιδίον. Εύχομαι δέ, να εκπληρώση ο Κυριος το τάμα σου, όπως το είπες”. Η Αννα παρέμεινεν στον οίκον της, μέχρις ότου απογαλακτίση τον υιόν της.
Α Βασ. 1,24 καὶ ἀνέβη μετ᾿ αὐτοῦ εἰς Σηλὼμ ἐν μόσχῳ τριετίζοντι καὶ ἄρτοις καὶ οἰφὶ σεμιδάλεως καὶ νέβελ οἴνου καὶ εἰσῆλθεν εἰς οἶκον Κυρίου ἐν Σηλώμ, καὶ τὸ παιδάριον μετ᾿ αὐτῶν.
Α Βασ. 1,24 Κατόπιν ανέβη και αυτή με τον σύζυγόν της εις Σηλώμ φέρουσα μαζή της ως θυσίαν αιματηράν ένα μόσχον τριών ετών και την ανάλογον αναίμακτον θυσίαν από άρτους, είκοσι περίπου χιλιόγραμμα σημιγδάλι και ένα ασκί κρασί. Εισήλθον εις την αυλήν της Σκηνής του Μαρτυρίου, που ευρίσκετο εις την Σηλώμ. Το δε παιδίον ήτο μαζή τους.
Α Βασ. 1,25 καὶ προσήγαγον ἐνώπιον Κυρίου, καὶ ἔσφαξεν ὁ πατὴρ αὐτοῦ τὴν θυσίαν, ἣν ἐποίει ἐξ ἡμερῶν εἰς ἡμέρας τῷ Κυρίῳ, καὶ προσήγαγε τὸ παιδάριον καὶ ἔσφαξε τὸν μόσχον. καὶ προσήγαγεν Ἄννα ἡ μήτηρ τοῦ παιδίου πρὸς Ἡλὶ
Α Βασ. 1,25 Προσέφεραν τα προς θυσίαν στον οίκον του Κυρίου. Ο πατήρ έσφαξε το ζώον, το οποίον κάθε έτος προσέφεραν εις την Σκηνήν του Μαρτυρίου ως θυσίαν. Επειτα δε ωδήγησε και παρέδωσε το παιδί στον Κυριον, έσφαξε και εθυσίασε τον τριετή μόσχον και η Αννα η μητέρα του παιδίου επλησίασε προς τον Ηλί
Α Βασ. 1,26 καὶ εἶπεν· ἐν ἐμοί, κύριε· ζῇ ἡ ψυχή σου, ἐγὼ ἡ γυνὴ ἡ καταστᾶσα ἐνώπιόν σου μετὰ σοῦ ἐν τῷ προσεύξασθαι πρὸς Κύριον·
Α Βασ. 1,26 και του είπε· “παρατηρήσατέ με, κύριε όσον είναι αληθινόν ότι σεις είσθε ο Ηλί, άλλο τόσον είναι αληθινόν ότι εγώ είμαι η γυναίκα εκείνη, η οποία ευρέθη κάποτε ενώπιόν σου προσευχομένη προς τον Θεόν.
Α Βασ. 1,27 ὑπὲρ τοῦ παιδαρίου τούτου προσηυξάμην, καὶ ἔδωκέ μοι Κύριος τὸ αἴτημά μου, ὃ ᾐτησάμην παρ᾿ αὐτοῦ·
Α Βασ. 1,27 Δια το παιδίον τούτο εγώ τότε πρρσηυχήθην. Ο δε Κυριος εδέχθη το αίτημά μου και επραγματοποίησεν αυτό το οποίον του εζητούσα.
Α Βασ. 1,28 κἀγὼ κιχρῶ αὐτὸν τῷ Κυρίῳ πάσας τὰς ἡμέρας, ἃς ζῇ αὐτός, χρῆσιν τῷ Κυρίῳ. Καὶ εἶπεν.
Α Βασ. 1,28 Και εγώ σήμερον αφιερώνω αυτό το παιδί μου στον Κυριον, δια να υπηρετή τον Κυριον ισοβίως”. Η Αννα είπε κατόπιν την κατωτέρω ωδήν.
Α Βασ. 2,1 Ἐστερεώθη ἡ καρδία μου ἐν Κυρίῳ, ὑψώθη κέρας μου ἐν Θεῷ μου· ἐπλατύνθη ἐπ᾿ ἐχθρούς μου τὸ στόμα μου, εὐφράνθην ἐν σωτηρίᾳ σου.
Α Βασ. 2,1 Η λυπημένη και κλονισμένη καρδία μου εστερεώθη με την δύναμιν και την χάριν του Κυρίου. Εξυψώθη η δύναμίς μου δια του Θεού μου, το στόμα μου διάπλατα ήνοιξεν εναντίον των εχθρών μου. Είμαι γεμάτη χαράν από την σωτηριώδη δύναμιν του Κυρίου.
Α Βασ. 2,2 ὅτι οὐκ ἔστιν ἅγιος ὡς Κύριος, καὶ οὐκ ἔστι δίκαιος ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν· οὐκ ἔστιν ἅγιος πλήν σου.
Α Βασ. 2,2 Διότι δεν υπάρχει απολύτως κανένας άλλος άγιος, όπως είναι ο Κυριος, ούτε κανένας άλλος δίκαιος όπως είναι ο δίκαιος Θεός μας. Δεν υπάρχει κανένας άλλος άγιος, πλην από σε Κυριε.
Α Βασ. 2,3 μὴ καυχᾶσθε, καὶ μὴ λαλεῖτε ὑψηλά, μὴ ἐξελθέτω μεγαλοῤῥημοσύνη ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν, ὅτι Θεὸς γνώσεων Κύριος καὶ Θεὸς ἑτοιμάζων ἐπιτηδεύματα αὐτοῦ.
Α Βασ. 2,3 Ανθρωποι, μη καυχάσθε και μη λαλήτε υπερήφανα λόγια. Ας μη εξέλθουν από το στόμα σας αλαζονικά λόγια, διότι ο Θεός είναι ο μόνος παντογνώστης Κυριος. Αυτός είναι, που φέρει εις άριστον πέρας τα τέλεια αυτού έργα.
Α Βασ. 2,4 τόξον δυνατῶν ἠσθένησε, καὶ ἀσθενοῦντες περιεζώσαντο δύναμιν·
Α Βασ. 2,4 Δυνατών πολεμιστών τα τόξα απεδείχθησαν ανίσχυρα, ενώ εξ αντιθέτου άνθρωποι ασθενείς και αδύνατοι περιεζώσθησαν και απέκτησαν δύναμιν.
Α Βασ. 2,5 πλήρεις ἄρτων ἠλαττώθησαν, καὶ οἱ πεινῶντες παρῆκαν γῆν· ὅτι στεῖρα ἔτεκεν ἑπτά, καὶ ἡ πολλὴ ἐν τέκνοις ἠσθένησε.
Α Βασ. 2,5 Ανθρωποι πλούσιοι εις υλικά αγαθά επτώχυναν και επείνασαν, ενώ άνθρωποι πτωχοί, οι οποίοι επεινούσαν, έγιναν πλούσιοι τόσον πολύ, ώστε εγκατεστάθησαν εις εύφορον χώραν. Υπήρξε στείρα, η οποία εγέννησε πολλά παιδιά και εξ αντιθέτου υπήρξε πολύτεκνος με πολλά παιδιά, η οποία εν τέλει έμεινε μόνη της και απωρφανισμένη,
Α Βασ. 2,6 Κύριος θανατοῖ καὶ ζωογονεῖ, κατάγει εἰς ᾅδου καὶ ἀνάγει·
Α Βασ. 2,6 Ο Θεός είναι ο κύριος του θανάτου και της ζωής. Αυτός θανατώνει και αυτός ζωογονεί, αυτός κατεβάζει τους ανθρώπους στον τάφον και αυτός τους επαναφέρει πάλιν εις την ζωήν.
Α Βασ. 2,7 Κύριος πτωχίζει καὶ πλουτίζει, ταπεινοῖ καὶ ἀνυψοῖ.
Α Βασ. 2,7 Ο Κυριος είναι εκείνος ο οποίος καθιστά πτωχούς τους πλουσίους και κάμνει πλουσίους τους πτωχούς. Ταπεινώνει και ανυψώνει.
Α Βασ. 2,8 ἀνιστᾷ ἀπὸ γῆς πένητα καὶ ἀπὸ κοπρίας ἐγείρει πτωχὸν καθίσαι μετὰ δυναστῶν λαοῦ καὶ θρόνον δόξης κατακληρονομῶν αὐτοῖς.
Α Βασ. 2,8 Αυτός ανεγείρει από την γην τον κατάκοιτον πτωχόν· πεινώντα και στερούμενον, που κοιμάται εις την κοπριάν, τον ανυψώνει και τον ενθρονίζει ως ισχυράν μεταξύ των ισχυρών της γης. Αυτός αναδεικνύει τους πτωχούς και αποκλήρους κληρονόμους θρόνων ενδόξων.
Α Βασ. 2,9 διδοὺς εὐχὴν τῷ εὐχομένῳ καὶ εὐλόγησεν ἔτη δικαίου· ὅτι οὐκ ἐν ἰσχύϊ δυνατὸς ἀνήρ,
Α Βασ. 2,9 Αυτός είναι εκείνος, ο οποίος εκπληρώνει το αίτημα του ευσεβούς. Αυτός επλήθυνε τα έτη της ζωής του δικαίου δυνατός εις την πραγματικότητα δεν είναι εκείνος, ο οποίος έχει σωματικήν δύναμιν.
Α Βασ. 2,10 Κύριος ἀσθενῆ ποιήσει ἀντίδικον αὐτοῦ, Κύριος ἅγιος. μὴ καυχάσθω ὁ φρόνιμος ἐν τῇ φρονήσει αὐτοῦ, καὶ μὴ καυχάσθω ὁ δυνατὸς ἐν τῇ δυνάμει αὐτοῦ, καὶ μὴ καυχάσθω ὁ πλούσιος ἐν τῷ πλούτῳ αὐτοῦ, ἀλλ᾿ ἐν τούτῳ καυχάσθω ὁ καυχώμενος, συνιεῖν καὶ γινώσκειν τὸν Κύριον καὶ ποιεῖν κρίμα καὶ δικαιοσύνην ἐν μέσῳ τῆς γῆς. Κύριος ἀνέβη εἰς οὐρανοὺς καὶ ἐβρόντησεν, αὐτὸς κρινεῖ ἄκρα γῆς, καὶ δίδωσιν ἰσχὺν τοῖς βασιλεῦσιν ἡμῶν καὶ ὑψώσει κέρας χριστοῦ αὐτοῦ.
Α Βασ. 2,10 Ο Κυριος καθιστά ανίσχυρον τον οιονδήποτε εχθρόν του. Ο Κυριος είναι ο μόνος άγιος. Λοιπόν, ας μη καυχάται ο σοφός με την σοφίαν αυτού ούτε ο δυνατός με την δύναμίν του, ούτε ο πλούσιος δια τον πλούτον του. Αλλά στούτο πρέπει να καυχάται ο συνετός άνθρωπος, στο γεγονός ότι γνωρίζει και σκέπτεται τον Κυριον και προ παντός στο ότι εφαρμόζει δικαιοσύνην εν μέσω των άλλων ανθρώπων. Ο Κυριος ανέβη στους ουρανούς και από εκεί εξαπέλυσε βροντάς και κεραυνούς. Αυτός κρίνει και δικάζει την οικουμένην μέχρι των περάτων της γης. Διδει δύναμιν στους βασιλείς μας, αυτός μεγαλώνει την δύναμιν του βασιλέως, τον οποίον αυτός θα έχη χρίσει”.
Α Βασ. 2,11 Καὶ κατέλιπεν αὐτὸν ἐκεῖ ἐνώπιον Κυρίου καὶ ἀπῆλθεν εἰς Ἀρμαθαίμ, καὶ τὸ παιδάριον ἦν λειτουργῶν τῷ προσώπῳ Κυρίου ἐνώπιον Ἡλὶ τοῦ ἱερέως.
Α Βασ. 2,11 Η Αννα αφήκε το παιδίον της, τον Σαμουήλ, εκεί ενώπιον της Σκηνής του Μαρτυρίου και επανήλθεν εις την Αρμαθαίμ. Το παιδίον της ανέλαβε να υπηρετή τον Θεόν κοντά στον Ηλί τον αρχιερέα.
Α Βασ. 2,12 Καὶ οἱ υἱοὶ Ἡλὶ τοῦ ἱερέως υἱοὶ λοιμοὶ οὐκ εἰδότες τὸν Κύριον. καὶ τὸ δικαίωμα τοῦ ἱερέως παρὰ τοῦ λαοῦ, παντὸς τοῦ θύοντος·
Α Βασ. 2,12 Οι υιοί όμως του αρχιερέως Ηλί ήσαν ελεεινοί και κακοήθεις, εστία μολύνσεως. Δεν εσέβοντο τον Κυριον και δεν εζούσαν σύμφωνα με τον θείον νόμον. Εκανον κατάχρησιν των δικαιωμάτων του ιερέως ενώπιον του λαού, ενώπιον παντός Ισραηλίτου, ο οποίος προσήρχετο να προσφέρη την θυσίαν.
Α Βασ. 2,13 καὶ ἤρχετο τὸ παιδάριον τοῦ ἱερέως, ὡς ἂν ἡψήθη τὸ κρέας, καὶ κρεάγρα τριόδους ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ,
Α Βασ. 2,13 Ο δούλος του αρχιερέως Ηλί, κατόπιν εντολής του Οφνί και Φινεές, προσήρχετο, πριν βράση το κρέας της θυσίας, κρατών εις τα χέρια του ένα μεγάλο πηρούνι με τρία δοντια.
Α Βασ. 2,14 καὶ ἐπάταξεν αὐτὴν εἰς τὸν λέβητα τὸν μέγαν ἢ εἰς τὸ χαλκεῖον ἢ εἰς τὴν χύτραν· καὶ πᾶν, ὃ ἐὰν ἀνέβη ἐν τῇ κρεάγρᾳ, ἐλάμβανεν ἑαυτῷ ὁ ἱερεύς· κατὰ τάδε ἐποίουν παντὶ Ἰσραὴλ τοῖς ἐρχομένοις θῦσαι Κυρίῳ ἐν Σηλὼμ.
Α Βασ. 2,14 Εβύθιζε το πηρούνι στον μεγάλον λέβητα η εις την χαλκίνην χύτραν η εις την μικροτέραν χύτραν, και κάθε τι το οποίον ήρπαζε το πηρούνι, ο δούλος το έπαιρνε δια τον ιερέα τον κύριόν του. Κατά πορόμοιον τρόπον οι υιοί του Ηλί εφέροντο προς κάθε Ισραηλίτην, ο οποίος προσήρχετο να θυσιάση εις Σηλώμ.
Α Βασ. 2,15 καὶ πρὶν θυμιαθῆναι τὸ στέαρ, ἤρχετο τὸ παιδάριον τοῦ ἱερέως καὶ ἔλεγε τῷ ἀνδρὶ τῷ θύοντι· δὸς κρέας ὀπτῆσαι τῷ ἱερεῖ, καὶ οὐ μὴ λάβω παρὰ σοῦ κρέας ἑφθὸν ἐκ τοῦ λέβητος.
Α Βασ. 2,15 Πριν δε τεθή το λίπος των θυσιαζομένων ζώων στο θυσιαστήριον, δια να ανέλθη ως θυμίαμα ο καπνός από αυτό, ήρχετο ο δούλος του ιερέως και έλεγεν στον άνδρα, ο οποίος προσέφερε την θυσίαν· “δος μου κρέας να ψήσωμε δια τον ιερέα και δεν θα πάρω από σένα κρέας, το οποίον βράζει στον λέβητα”.
Α Βασ. 2,16 καὶ ἔλεγεν ὁ ἀνὴρ ὁ θύων· θυμιαθήτω πρῶτον, ὡς καθήκει, τὸ στέαρ, καὶ λάβε σεαυτῷ ἐκ πάντων, ὧν ἐπιθυμεῖ ἡ ψυχή σου. καὶ εἶπεν· οὐχί, ὅτι νῦν δώσεις, καὶ ἐὰν μή, λήψομαι κραταιῶς.
Α Βασ. 2,16 Ο δε Ισραηλίτης ο οποίος προσέφερε την θυσίαν έλεγεν· “ας καή πρώτα το λίπος επάνω στο θυσιαστήριον, όπως ο Θεός διατάσσει, και έπειτα πάρε από όλα όσα επιθυμεί η ψυχή σου”. “Οχι, απαντούσε ο δούλος. Τωρα θα μου δώσης. Και αν υποτεθή ότι δεν μου δώσης, εγώ θα το πάρω δια της βίας”.
Α Βασ. 2,17 καὶ ἦν ἡ ἁμαρτία ἐνώπιον Κυρίου τῶν παιδαρίων μεγάλη σφόδρα, ὅτι ἠθέτουν τὴν θυσίαν Κυρίου.
Α Βασ. 2,17 Αυτό ήτο ενώπιον του Κυρίου αμαρτία των υπηρετών των ιερέων, πάρα πολύ μεγάλη, διότι καταφρονούσαν την θυσίαν του Κυρίου και ασεβούσαν προς αυτόν τον Κυριον.
Α Βασ. 2,18 καὶ Σαμουὴλ ἦν λειτουργῶν ἐνώπιον Κυρίου παιδάριον περιεζωσμένον ἐφοὺδ βάρ,
Α Βασ. 2,18 Το παιδίον Σαμουήλ προσέφερε τας υπηρεσίας του προς τον Κυριον· ήτο δε εζωσμένον με ένα λινόν εφούδ.
Α Βασ. 2,19 καὶ διπλοΐδα μικρὰν ἐποίησεν αὐτῷ ἡ μήτηρ αὐτοῦ καὶ ἀνέφερεν αὐτῷ ἐξ ἡμερῶν εἰς ἡμέρας ἐν τῷ ἀναβαίνειν αὐτὴν μετὰ τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς θῦσαι τὴν θυσίαν τῶν ἡμερῶν.
Α Βασ. 2,19 Εκτός τούτου, η μητέρα του είχε κατασκευάσει δι' αυτόν ένα μικρόν επενδυτήν, τον οποίον ανανέωνε κάθε έτος φέρουσα καινούργιον, όταν ήρχετο μαζή με τον σύζυγόν της, δια να προσφέρη την θυσίαν.
Α Βασ. 2,20 καὶ εὐλόγησεν Ἡλὶ τὸν Ἑλκανὰ καὶ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ λέγων· ἀποτίσαι σοι Κύριος σπέρμα ἐκ τῆς γυναικὸς ταύτης ἀντὶ τοῦ χρέους, οὗ ἔχρησας τῷ Κυρίῳ. καὶ ἀπῆλθεν ὁ ἄνθρωπος εἰς τὸν τόπον αὐτοῦ,
Α Βασ. 2,20 Ο Ηλί, ο αρχιερεύς, ηυλόγησε τον Ελκανά και την γυναίκα του λέγων· “είθε ο Κυριος να σου δώση πολλά παιδιά από την γυναίκα αυτήν αντί του τάματος, το οποίον έδωκες εις αυτόν, αντί του παιδιού σας τούτου”. Ο Ελκανά επέστρεψεν εις την πατρίδα του την Αρμαθαίμ.
Α Βασ. 2,21 καὶ ἐπεσκέψατο Κύριος τὴν Ἄνναν, καὶ ἔτεκεν ἔτι τρεῖς υἱοὺς καὶ δύο θυγατέρας. καὶ ἐμεγαλύνθη τὸ παιδάριον Σαμουὴλ ἐνώπιον Κυρίου.
Α Βασ. 2,21 Ο Κυριος επεσκέφθη και πάλιν την ευσεβή Ανναν. Ετσι δε αυτή απέκτησε τρεις ακόμη υιούς και δύο θυγατέρας. Το παιδίον Σαμουήλ εμεγάλωνεν ενώπιον της Σκηνής του Μαρτυρίου.
Α Βασ. 2,22 Καὶ Ἡλὶ πρεσβύτης σφόδρα· καὶ ἤκουσεν ἃ ἐποίουν οἱ υἱοὶ αὐτοῦ τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ,
Α Βασ. 2,22 Ο Ηλί, ο αρχιερεύς, εγήρασε πλέον πολύ, επληροφορείτο δε εκείνα, τα οποία έκανον οι υιοί του μεταξύ των Ισραηλιτών.
Α Βασ. 2,23 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ἱνατί ποιεῖτε κατὰ τὸ ῥῆμα τοῦτο, ὃ ἐγὼ ἀκούω ἐκ στόματος παντὸς τοῦ λαοῦ Κυρίου;
Α Βασ. 2,23 Ελεγε δε προς τα παιδιά του· “διατί πράττετε αυτό το κακόν, το οποίον πληροφορούμαι από το στόμα όλου του λαού του Κυρίου;
Α Βασ. 2,24 μή, τέκνα, ὅτι οὐκ ἀγαθὴ ἡ ἀκοή, ἣν ἐγὼ ἀκούω· μὴ ποιεῖτε οὕτως, ὅτι οὐκ ἀγαθαὶ αἱ ἀκοαί, ἃς ἐγὼ ἀκούω, τοῦ μὴ δουλεύειν λαὸν Θεῷ.
Α Βασ. 2,24 Μη, παιδιά μου, μη πράττετε αυτά, διότι όσα ακούω δια σας δεν είναι καθόλου καλά και τιμητικά. Μη φέρεσθε έτσι, διότι δεν είναι καθόλου καλαί αι πληροφορίαι, τας οποίας εγώ ακούω δια την κακήν συμπεριφοράν σας και επί πλέον γίνονται σκάνδαλον στον λαόν, ώστε να μη σέβωνται και να μη υπηρετούν τον Θεόν.
Α Βασ. 2,25 ἐὰν ἁμαρτάνων ἁμάρτῃ ἀνὴρ εἰς ἄνδρα, καὶ προσεύξονται ὑπὲρ αὐτοῦ πρὸς Κύριον· καὶ ἐὰν τῷ Κυρίῳ ἁμάρτῃ, τίς προσεύξεται ὑπὲρ αὐτοῦ; καὶ οὐκ ἤκουον τῆς φωνῆς τοῦ πατρὸς αὐτῶν, ὅτι βουλόμενος ἐβούλετο Κύριος διαφθεῖραι αὐτούς.
Α Βασ. 2,25 Εάν ένας άνθρωπος πταίση απέναντι ενός άλλου, είναι δυνατόν να προσευχηθούν άλλοι δια τον πταίστην και να ζητήσουν συγχώρησιν από τον Κυριον δι' αυτόν. Εάν όμως κανείς αμαρτήση απέναντι του Κυρίου, ποιός είναι εκείνος ο οποίος θα προσευχηθή δι' αυτόν;” Αλλά τα παιδιά του Ηλί δεν ήκουον τας συμβουλάς του πατρός των. Εσκληρύνοντο εις την ασέβειάν των. Ο δε Κυριος είχε λάβει οριστικήν απόφασιν να καταστρέψη αυτούς.
Α Βασ. 2,26 καὶ τὸ παιδάριον Σαμουὴλ ἐπορεύετο καὶ ἐμεγαλύνετο καὶ ἦν ἀγαθὸν μετά Κυρίου καὶ μετὰ ἀνθρώπων.
Α Βασ. 2,26 Ο νεαρός Σαμουήλ, όσον παρήρχετο ο χρόνος, τόσον και εμεγάλωνε· και ήτο ενάρετος ενώπιον Θεού και ανθρώπων.
Α Βασ. 2,27 καὶ ἦλθεν ὁ ἄνθρωπος Θεοῦ πρὸς Ἡλὶ καὶ εἶπε· τάδε λέγει Κύριος· ἀποκαλυφθεὶς ἀπεκαλύφθην πρὸς οἶκον τοῦ πατρός σου ὄντων αὐτῶν ἐν γῇ Αἰγύπτῳ δούλων τῷ οἴκῳ Φαραὼ
Α Βασ. 2,27 Κατά τον καιρόν εκείνον ενας προφήτης του Θεού ήλθε προς τον Ηλί και του είπε· “αυτά λέγει ο Κυριος. Εγώ απεκαλύφθην βεβαίως στους προγόνους σου, οι οποίοι ανήκουν εις την πατρικήν σου οικογένειαν, στον Ααρών και τον Μωϋσήν, όταν ο ισραηλιτικός λαός ευρίσκετο ακόμη εις την Αίγυπτον, δούλος του Φαραώ και στον οίκον του Φαραώ.
Α Βασ. 2,28 καὶ ἐξελεξάμην τὸν οἶκον τοῦ πατρός σου ἐκ πάντων τῶν σκήπτρων Ἰσραὴλ ἐμοὶ ἱερατεύειν καὶ ἀναβαίνειν ἐπὶ θυσιαστήριόν μου καὶ θυμιᾶν θυμίαμα καὶ αἴρειν ἐφοὺδ καὶ ἔδωκα τῷ οἴκῳ τοῦ πατρός σου τὰ πάντα τοῦ πυρὸς υἱῶν Ἰσραὴλ εἰς βρῶσιν·
Α Βασ. 2,28 Μεταξύ δε όλου του Ισραηλιτικού λαού εξέλεξα από την ιδικήν σου φυλήν τους ιερείς οι οποίοι θα έπρεπε να με υπηρετούν και έτσι να έχουν το δικαίωμα να ανέρχωνται τας βαθμίδας του θυσιαστηρίου των ολοκαυτωμάτων, να θυμιούν στο θυσιαστήριον των θυμιαμάτων και να φέρουν το ιερατικόν ένδυμα εφούδ. Επίσης εις την πατρικήν σου φυλήν έδωσα εντολήν να περιέρχονται προς διατροφήν των τα υπόλοιπα από ωρισμένας θυσίας των Ισραηλιτών, αι οποίαι θυσίαι περνούν από το πυρ του θυσιαστηρίου των ολοκαυτωμάτων.
Α Βασ. 2,29 ἱνατί ἐπέβλεψας ἐπὶ τὸ θυμίαμά μου καὶ εἰς τὴν θυσίαν μου ἀναιδεῖ ὀφθαλμῷ καὶ ἐδόξασας τοὺς υἱούς σου ὑπὲρ ἐμὲ ἐνευλογεῖσθαι ἀπαρχῆς πάσης θυσίας τοῦ Ἰσραὴλ ἔμπροσθέν μου;
Α Βασ. 2,29 Συ όμως διατί εκύτταξες όχι με ευλάβειαν αλλά με αναιδές βλέμμα εις τα προσφερόμενα ολοκαυτώματα και εις τα θυμιάματα επάνω στο θυσιαστήριον; Διατί επροτίμησες και ετίμησες περισσότερον τους υιούς σου από εμέ και διατί ανέχεσαι να γεύωνται από τας προσφερομένας θυσίας των Ισραηλιτών, ευθύς αμέσως μόλις αυταί παρουσιάζονται, πριν ακόμη προσφερθούν στο θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων;
Α Βασ. 2,30 διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραήλ· εἶπα· ὁ οἶκός σου καὶ ὁ οἶκος τοῦ πατρός σου διελεύσεται ἐνώπιόν μου ἕως αἰῶνος· καὶ νῦν φησὶ Κύριος· μηδαμῶς ἐμοί, ὅτι ἀλλ᾿ ἢ τοὺς δοξάζοντάς με δοξάσω, καὶ ὁ ἐξουθενῶν με ἀτιμασθήσεται.
Α Βασ. 2,30 Δια την χλιαράν και ασεβή συμπεριφοράν σου αυτά λέγει Κυριος, ο Θεός του Ισραήλ· Σου είπα άλλοτε και υπεσχέθην ότι οι πατρικοί σου πρόγονοι, επομένως και ο ιδικός σου οίκος, θα είναι πάντοτε μαζή μου δια να με υπηρετούν. Αλλά τώρα ο Κυριος λέγει· Κατ' ουδένα λόγον και τρόπον δεν ανέχομαι πλέον αυτό. Αλλά εγώ θα δοξάζω εκείνους, που με με δοξάζουν και με σέβωνται, και θα καταφρονήσω και θα εξουθενώσω εκείνους, οι οποίοι με καταφρονούν.
Α Βασ. 2,31 ἰδοὺ ἔρχονται ἡμέραι καὶ ἐξολοθρεύσω τὸ σπέρμα σου καὶ τὸ σπέρμα οἴκου πατρός σου,
Α Βασ. 2,31 Θα έλθη καιρός, κατά τον οποίον θα εξολοθρεύσω τους απογόνους σου και τους απογόνους της οικογενείας σου,
Α Βασ. 2,32 καὶ οὐκ ἔσται σοι πρεσβύτης ἐν οἴκῳ μου πάσας τὰς ἡμέρας·
Α Βασ. 2,32 και κανένας στο μέλλον από τους απογόνους σου δεν θα φθάνη εις γεροντικήν ηλικίαν, άλλα θα αποθνήσκη πολύ ενωρίς.
Α Βασ. 2,33 καὶ ἄνδρα οὐκ ἐξολοθρεύσω σοι ἀπὸ τοῦ θυσιαστηρίου μου ἐκλείπειν τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ καὶ καταῤῥεῖν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ, καὶ πᾶς περισσεύων οἴκου σου πεσοῦνται ἐν ῥομφαίᾳ ἀνδρῶν.
Α Βασ. 2,33 Εάν δε και δεν εξολοθρεύσω κάποιον άνδρα από εκείνους, που υπηρετούν στο θυσιαστήριόν μου, τούτο θα οφείλεται στο ότι αυτού θα έχουν σβήσει οι οφθαλμοί και θα έχη καταρρεύσει η ζωη του. Κατά κανόνα όμως όλοι οι απόγονοι του οίκου σου θα πέσουν από κτυπήματα ρομφαίας.
Α Βασ. 2,34 καὶ τοῦτό σοι τὸ σημεῖον, ὃ ἥξει ἐπὶ τοὺς δύο υἱούς σου, Ὀφνὶ καὶ Φινεές· ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ ἀποθανοῦνται ἀμφότεροι.
Α Βασ. 2,34 Απόδειξις και επικύρωσις αυτών, τα οποία σου λέγω, θα είναι αυτό που θα επέλθη εναντίον των δύο παιδιών σου, του Οφνί και του Φινεές. Εις μίαν και την αυτήν ημέραν θα αποθάνουν και οι δύο.
Α Βασ. 2,35 καὶ ἀναστήσω ἐμαυτῷ ἱερέα πιστόν, ὃς πάντα τὰ ἐν τῇ καρδίᾳ μου καὶ τὰ ἐν τῇ ψυχῇ μου ποιήσει· καὶ οἰκοδομήσω αὐτῷ οἶκον πιστόν, καὶ διελεύσεται ἀνώπιον χριστοῦ μου πάσας τὰς ἡμέρας.
Α Βασ. 2,35 Εγώ δε θα αναδείξω δια τον εαυτόν μου αρχιερέα πιστόν εις εμέ ο οποίος θα εφαρμόση όλα όσα έχω εις την καρδίαν μου. Θα αναδείξω τον οίκον του πιστόν και αφωσιωμένον εις εμέ. Και αυτός θα διέρχεται όλας τας ημέρας της ζωής του πλησίον του χρισμένου βασιλέως.
Α Βασ. 2,36 καὶ ἔσται ὁ περισσεύων ἐν οἴκῳ σου ἥξει προσκυνεῖν αὐτῷ ὀβολοῦ ἀργυρίου λέγων· παράῤῥιψόν με ἐπὶ μίαν τῶν ἱερατειῶν σου φαγεῖν ἄρτον.
Α Βασ. 2,36 Εκείνος δε ο οποίος θα απολειφθή από τους απογόνους σου, θα έλθη στοιαύτην αξιοδάκρυτον κατάστασιν, ώστε θα μεταβή και θα προσκυνήση αυτόν τον αρχιερέα ζητών υπηρεσίαν αντί ελαχίστης αμοιβής, αντί ενός αργυρού οβολού λέγων· Πέταξέ με εις κάποιαν ιερατικήν υπηρεσίαν, δια να τρώγω και εγώ έστω και άρτον μόνον”.
Α Βασ. 3,1 Καὶ τὸ παιδάριον Σαμουὴλ ἦν λειτουργῶν τῷ Κυρίῳ ἐνώπιον Ἡλὶ τοῦ ἱερέως· καὶ ῥῆμα Κυρίου ἦν τίμιον ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, οὐκ ἦν ὅρασις διαστέλλουσα.
Α Βασ. 3,1 Ο δε νεαρός Σαμουήλ εξηκολούθει να υπηρετή στον ναόν του Κυρίου με ευλάβειαν και σεμνότητα, καθοδηγούμενος και παρακολουθούμενος από τον αρχιερέα Ηλί. Ο προφητικός λόγος κατά την εποχήν εκείνην ήτο σπάνιος, δεν υπήρχε δε και προφητεία δι' οραμάτων, η οποία να διατάσση τα δέοντα και να ζεχωρίζη ρητώς το ορθόν από του ψεύδους.
Α Βασ. 3,2 καὶ ἐγένετο ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ καὶ Ἡλὶ ἐκάθευδεν ἐν τῷ τόπῳ αὐτοῦ, καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ ἤρξαντο βαρύνεσθαι, καὶ οὐκ ἠδύναντο βλέπειν.
Α Βασ. 3,2 Ο Ηλί κατά την ιστορικήν δι' αυτόν εκείνην ημέραν εκοιμάτο στον τόπον, όπου συνήθως έμενε. Οι Οφθαλμοί του, λόγω της γεροντικής ηλικίας, ήρχισαν να χάνουν το φως των, ώστε να μη δύναται πλέον να βλέπη καθαρά.
Α Βασ. 3,3 καὶ ὁ λύχνος τοῦ Θεοῦ πρὶν ἐπισκευασθῆναι, καὶ Σαμουὴλ ἐκάθευδεν ἐν τῷ ναῷ, οὗ ἡ κιβωτὸς τοῦ Θεοῦ.
Α Βασ. 3,3 Ητο η ώρα, κατά την οποίαν η επτάφωτος λυχνία έκαιεν ακόμη, ο δε Σαμουήλ εκοιμάτο εις κάποιο άκρον του ναού, εντός του οποίου υπήρχεν η Κιβωτός του Θεού.
Α Βασ. 3,4 καὶ ἐκάλεσε Κύριος· Σαμουὴλ Σαμουήλ· καὶ εἶπεν· ἰδοὺ ἐγώ.
Α Βασ. 3,4 Ο Κυριος εκάλεσε τον Σαμουήλ και είπε· “Σαμουήλ, Σαμουήλ”. Ο δε Σαμουήλ απήντησεν· “ιδού εγώ, κύριε”.
Α Βασ. 3,5 καὶ ἔδραμε πρὸς Ἡλὶ καὶ εἶπεν· ἰδοὺ ἐγώ, ὅτι κέκληκάς με· καὶ εἶπεν· οὐ κέκληκά σε, ἀνάστρεφε, κάθευδε· καὶ ἀνέστρεψε καὶ ἐκάθευδε.
Α Βασ. 3,5 Ετρεξε προς τον Ηλί και του είπεν· “ιδού εγώ είμαι παρώώ· ήλθα, διότι με εκάλεσες”. Ο Ηλί απήντησε· “δεν σε εκάλεσα· γύρισε πίσω και κοιμήσου”. Επέστρεψε και εκοιμήθη.
Α Βασ. 3,6 καὶ προσέθετο Κύριος καὶ ἐκάλεσε· Σαμουὴλ Σαμουήλ· καὶ ἐπορεύθη πρὸς Ἡλὶ τὸ δεύτερον καὶ εἶπεν· ἰδοὺ ἐγώ, ὅτι κέκληκάς με· καὶ εἶπεν· οὐ κέκληκά σε, ἀνάστρεφε, κάθευδε·
Α Βασ. 3,6 Ο Κυριος και πάλιν εκάλεσε τον Σαμουήλ λέγων· “Σαμουήλ, Σαμουήλ”. Ο Σαμουήλ νομίσας ότι ο Ηλί τον εκάλεσε, παρουσιάσθη δευτέραν φοράν προς αυτόν και είπε· “ιδού εγώ, ήλθον διότι με εκάλεσες”. Είπεν όμως εις αυτόν ο Ηλί· “όχι, δεν σε εκάλεσα, γύρισε και κοιμήσου πάλιν”.
Α Βασ. 3,7 καὶ Σαμουὴλ πρὶν ἢ γνῶναι Θεὸν καὶ ἀποκαλυφθῆναι αὐτῷ ῥῆμα Κυρίου.
Α Βασ. 3,7 Αυτά έγιναν πριν η ο Σαμουήλ γνωρίση σαφώς τον καλούντα Θεόν, και πριν λάβη καμμίαν αποκάλυψιν εκ μέρους του Κυρίου.
Α Βασ. 3,8 καὶ προσέθετο Κύριος καλέσαι Σαμουὴλ ἐν τρίτῳ· καὶ ἀνέστη καὶ ἐπορεύθη πρὸς Ἡλὶ καὶ εἶπεν· ἰδοὺ ἐγώ, ὅτι κέκληκάς με. καὶ ἐσοφίσατο Ἡλὶ ὅτι Κύριος κέκληκε τὸ παιδάριον,
Α Βασ. 3,8 Δια τρίτην πάλιν φοράν ο Κυριος προσεκάλεσε τον Σαμουήλ. Ο Σαμουήλ εσηκώθη, μετέβη προς τον Ηλί και είπεν· “ιδού εγώ, είμαι παρών, ήλθα διότι με προσεκάλεσες”. Ο Ηλί ενόησε τότε, ότι ο Κυριος είχε καλέσει τον νεαρόν Σαμουήλ,
Α Βασ. 3,9 καὶ εἶπεν· ἀνάστρεφε, κάθευδε, τέκνον, καὶ ἔσται ἐὰν καλέσῃ σε καὶ ἐρεῖς· λάλει, Κύριε, ὅτι ἀκούει ὁ δοῦλός σου. καὶ ἐπορεύθῃ Σαμουὴλ καὶ ἐκοιμήθη ἐν τῷ τόπῳ αὐτοῦ.
Α Βασ. 3,9 και είπε προς αυτόν· “πήγαινε πίσω, παιδί μου, και κοιμήσου· και αν σε καλέση πάλιν η φωνή αυτή που ήκουσες, θα είπης· Λαλει, Κυριε, διότι ο δούλος σου ακούει”. Ο Σαμουήλ επήγε πράγματι και εκοιμήθη πάλιν στον τόπον του.
Α Βασ. 3,10 καὶ ἦλθε Κύριος καὶ κατέστη καὶ ἐκάλεσεν αὐτὸν ὡς ἅπαξ καὶ ἅπαξ, καὶ εἶπε Σαμουήλ· λάλει, ὅτι ἀκούει ὁ δοῦλός σου.
Α Βασ. 3,10 Ο δε Κυριος ήλθε, εστάθη κάπου εκεί και εκάλεσεν αυτόν, όπως και προηγουμένως, και είπεν ο Σαμουήλ· “λαλεί, διότι ο δούλος σου ακούει”.
Α Βασ. 3,11 καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Σαμουήλ· ἰδοὺ ἐγὼ ποιῶ τὰ ῥήματά μου ἐν Ἰσραήλ, ὥστε παντὸς ἀκούοντος αὐτὰ ἠχήσει ἀμφότερα τὰ ὦτα αὐτοῦ.
Α Βασ. 3,11 Ο Κυριος είπε προς τον Σαμουήλ· “ιδού, εγώ θα πραγματοποιήσω τα λόγιά μου ενώπιον του Ισραηλιτικού λαού κατά τέτοιον θαυμαστόν τρόπον, ώστε θα αντηχήσουν και τα δύο αυτιά παντός, ο οποίος ήθελε ακούσει αυτά.
Α Βασ. 3,12 ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἐπεγερῶ ἐπὶ Ἡλὶ πάντα, ὅσα ἐλάλησα εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, ἄρξομαι καὶ ἐπιτελέσω.
Α Βασ. 3,12 Κατά την ημέραν εκείνην θα επιφέρω κατά του Ηλί όλα όσα είπα εναντίον του οίκου του. Θα αρχίσω, αλλά και θα φέρω εις πέρας, τας εναντίον αυτού τιμωρίας μου.
Α Βασ. 3,13 καὶ ἀνήγγελκα αὐτῷ ὅτι ἐκδικῶ ἐγὼ τὸν οἶκον αὐτοῦ ἕως αἰῶνος ἐν ἀδικίαις υἱῶν αὐτοῦ, ὅτι κακολογοῦντες Θεὸν οἱ υἱοὶ αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἐνουθέτει αὐτοὺς
Α Βασ. 3,13 Εχω προαναγγείλει εις αυτόν, ότι θα τιμωρήσω την οικργένειάν του εις αιώνα τον άπαντα εξ αιτίας των αμαρτιών, που διαπράττουν οι υιοί του, διότι οι υιοί του βλασφημούν τον Θεόν, ο δε Ηλί δεν επέπληττε και δεν ενουθετούσε αυτούς, όπως έπρεπε.
Α Βασ. 3,14 καὶ οὐδ᾿ οὕτως. ὤμοσα τῷ οἴκῳ Ἡλί· εἰ ἐξιλασθήσεται ἀδικία οἴκου Ἡλὶ ἐν θυμιάματι καὶ ἐν θυσίαις ἕως αἰῶνος.
Α Βασ. 3,14 Δεν θα συνεχισθή όμως αυτή η κατάστασις. Ωρκίσθηκα εναντίον της οικογενείας του Ηλί και είπα· Η αμαρτία των παιδιών του Ηλί ουδέποτε θα εξιλεωθή ούτε με θυμιάματα ούτε με αναιμάκτους και αιματηράς θυσίας”.
Α Βασ. 3,15 καὶ κοιμᾶται Σαμουὴλ ἕως πρωΐ καὶ ὤρθρισε τὸ πρωΐ καὶ ἤνοιξε τὰς θύρας οἴκου Κυρίου· καὶ Σαμουὴλ ἐφοβήθη ἀπαγγεῖλαι τὴν ὅρασιν τῷ Ἡλί.
Α Βασ. 3,15 Ο Σαμουήλ εκοιμήθη μέχρι της πρωΐας, οπότε λίαν πρωϊ εξύπνησε και ανοιξε τας θύρας του οίκου του Κυρίου. Ο Σαμουήλ εφοβήθη να ανακοινώση στον Ηλί την όρασιν και προφητείαν την οποίαν ήκουσε.
Α Βασ. 3,16 καὶ εἶπεν Ἡλὶ πρὸς Σαμουήλ· Σαμουὴλ τέκνον· καὶ εἶπεν· ἰδοὺ ἐγώ.
Α Βασ. 3,16 Ο Ηλί είπεν όμως προς τον Σαμουήλ· “Σαμουήλ, τέκνον μου”. Και Σαμουήλ είπεν· “ιδού εγώ, κύριε, είμε παρών”.
Α Βασ. 3,17 καὶ εἶπε· τί τὸ ῥῆμα τὸ λαληθὲν πρός σε; μὴ δὴ κρύψῃς ἀπ᾿ ἐμοῦ· τάδε ποιήσαι σοι ὁ Θεὸς καὶ τάδε προσθείη, ἐὰν κρύψῃς ἀπ᾿ ἐμοῦ ῥῆμα ἐκ πάντων τῶν λόγων τῶν λαληθέντων σοι ἐν τοῖς ὠσί σου.
Α Βασ. 3,17 Είπεν ο Ηλί· “ποίος είναι ο λόγος, τον οποίον ελάλησε προς σε ο Κυριος; Μη μου αποκρύψης τίποτε απολύτως. Θα σε τιμωρήση ο Θεός, εάν μου αποκρύψης, έστω και ένα λόγον από όλα τα λόγια, τα οποία ελαλήθησαν εις τα αυτιά σου”.
Α Βασ. 3,18 καὶ ἀπήγγειλε Σαμουὴλ πάντας τοὺς λόγους καὶ οὐκ ἔκρυψεν ἀπ᾿ αὐτοῦ. καὶ εἶπεν Ἡλί· Κύριος αὐτός, τὸ ἀγαθὸν ἐνώπιον αὐτοῦ ποιήσει.
Α Βασ. 3,18 Ο Σαμουήλ εφανέρωσε τότε στον Ηλί όλα τα λόγια και δεν έκρυψε τίποτε από αυτόν. Είπε δε ο Ηλί· “ο Κυριος είναι αυτός και ας κάμη το καλόν και το πρέπον ενώπιόν του”.
Α Βασ. 3,19 καὶ ἐμεγαλύνθη Σαμουήλ, καὶ ἦν Κύριος μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἔπεσεν ἀπὸ πάντων τῶν λόγων αὐτοῦ ἐπὶ τὴν γῆν.
Α Βασ. 3,19 Ο Σαμουήλ δια την αρετήν του και την σύνεσίν του έγινε μέγας και πολύς. Ο Κυριος ήτο μαζή του και τίποτε από όλα τα λόγια, τα οποία ο Σαμουήλ είπε, δεν έπεσεν εις την γην, δεν ελέχθη επί ματαίω.
Α Βασ. 3,20 καὶ ἔγνωσαν πᾶς Ἰσραὴλ ἀπὸ Δὰν καὶ ἕως Βηρσαβεὲ ὅτι πιστὸς Σαμουὴλ εἰς προφήτην τῷ Κυρίῳ.
Α Βασ. 3,20 Ολοι δε οι Ισραηλίται, οι οποίοι κατοικούσαν από την περιοχήν Δαν και έως την περιοχήν Βηρσαβεέ, επείσθησαν ότι ο Σαμουήλ ήτο πιστός και αληθινός προφήτης του Κυρίου.
Α Βασ. 3,21 καὶ προσέθετο Κύριος δηλωθῆναι ἐν Σηλώμ, ὅτι ἀπεκαλύφθη Κύριος πρὸς Σαμουήλ· καὶ ἐπιστεύθη Σαμουὴλ τοῦ προφήτης γενέσθαι τῷ Κυρίῳ εἰς πάντα Ἰσραὴλ ἀπ᾿ ἄκρων τῆς γῆς καὶ ἕως ἄκρων. καὶ Ἡλὶ πρεσβύτης σφόδρα, καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ πορευόμενοι ἐπορεύοντο καὶ πονηρὰ ἡ ὁδὸς αὐτῶν ἐνώπιον Κυρίου.
Α Βασ. 3,21 Ο Κυριος επανειλημμένως εξεδήλωσε το θέλημά του εν Σηλώμ δια του Σαμουήλ, διότι απεκαλύφθη ο Κυριος προς τον Σαμουήλ. Από όλους δε τους Ισραηλίτας από το ένα άκρον της γης Παλαιστίνης έως το άλλο άκρουν έγινε πιστευτόν και αποδεκτόν ότι ο Σαμουήλ είναι προφήτης του Κυρίου. Ο Ηλί εγήρασε πλέον πολύ, οι δε υιοί του εξηκολούθουν να φέρωνται κατά τον ίδιον τρόπον και ο τρόπος της ζωής των ήτο πονηρός ενώπιον του Κυρίου.
Α Βασ. 4,1 Καὶ ἐγενήθη ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις καὶ συναθροίζονται ἀλλόφυλοι ἐπὶ Ἰσραὴλ εἰς πόλεμον· καὶ ἐξῆλθεν Ἰσραὴλ εἰς ἀπάντησιν αὐτοῖς εἰς πόλεμον καὶ παρεμβάλλουσιν ἐπὶ Ἀβενέζερ, καὶ οἱ ἀλλόφυλοι παρεμβάλλουσιν ἐν Ἀφέκ.
Α Βασ. 4,1 Κατά τας ημέρας εκείνας οι Φιλισταίοι συνεκεντρώθησαν, δια να πολεμήσουν εναντίον των Ισραηλιτών. Οι Ισραηλίται εξήλθον από τας πόλεις των, δια να αντιπαραταχθούν και πολεμήσουν τους Φιλισταίους. Ηλθον και εστρατοπέδευσαν εις Αβενέζερ, ενώ οι Φιλισταίοι είχον στρατοπεδεύσει εις Αφέκ.
Α Βασ. 4,2 καὶ παρατάσσονται ἀλλόφυλοι εἰς πόλεμον ἐπὶ Ἰσραήλ· καὶ ἔκλινεν ὁ πόλεμος, καὶ ἔπταισεν ἀνὴρ Ἰσραὴλ ἐνώπιον ἀλλοφύλων, καὶ ἐπλήγησαν ἐν τῇ παρατάξει ἐν ἀγρῷ τέσσαρες χιλιάδες ἀνδρῶν.
Α Βασ. 4,2 Παρετάχθησαν οι αλλόφυλοι, οι Φιλισταίοι, εις μάχην εναντίον των Ισραηλιτών. Κατά την μάχην οι Ισραηλίται ενικήθησαν από τους αλλοφύλους και κατά την σύγκρουσιν, η οποία έγινεν εις την πεδιάδα, εφονεύθησαν τέσσαρες χιλιάδες άνδρες από αυτούς.
Α Βασ. 4,3 καὶ ἦλθεν ὁ λαὸς εἰς τὴν παρεμβολήν, καὶ εἶπαν οἱ πρεσβύτεροι Ἰσραήλ· κατὰ τί ἔπταισεν ἡμᾶς Κύριος σήμερον ἐνώπιον ἀλλοφύλων; λάβωμεν τὴν κιβωτὸν τοῦ Θεοῦ ἡμῶν ἐκ Σηλώμ, καὶ ἐξελθέτω ἐκ μέσου ἡμῶν, καὶ σώσει ἡμᾶς ἐκ χειρὸς ἐχθρῶν ἡμῶν.
Α Βασ. 4,3 Ο υπόλοιπος στρατός των Ισραηλιτών επανήλθεν στο στρατόπεδόν του. Οι γεροντότεροι Ισραηλίται διηρωτήθησαν αναμεταξύ των και είπαν· “διατί παρεχώρησεν ο Κυριος σήμερον να νικηθώμεν από τους Φιλισταίους; Ας παρώμεν από την Σηλώμ την ιεράν Κιβωτόν του Θεού μας και μαζή με ημάς και εν μέσω ημών ας εξέλθη και αυτή εις την μάχην κατά των Φιλισταίων. Αυτή θα μας σώση από τα χέρια των εχθρών μας”.
Α Βασ. 4,4 καὶ ἀπέστειλεν ὁ λαὸς εἰς Σηλώμ, καὶ αἴρουσιν ἐκεῖθεν τὴν κιβωτὸν Κυρίου καθημένου Χερουβίμ· καὶ ἀμφότεροι οἱ υἱοὶ Ἡλὶ μετὰ τῆς κιβωτοῦ, Ὀφνὶ καὶ Φινεές.
Α Βασ. 4,4 Απέστειλαν λοιπόν οι Ισροηλίται ανθρώπους εις Σηλώμ και μετέφεραν από εκεί την κιβωτόν του Κυρίου, ο οποίος εκάθητο επάνω εις τα Χερουβίμ τα ευρισκόμενα επί της Κιβωτού. Μαζή με την Κιβωτόν ηκολούθησαν και οι δύο υιοί του Ηλί, ο Οφνί και ο Φινεές.
Α Βασ. 4,5 καὶ ἐγενήθη ὡς ἦλθεν ἡ κιβωτὸς Κυρίου εἰς τὴν παρεμβολήν, καὶ ἀνέκραξε πᾶς Ἰσραὴλ φωνῇ μεγάλῃ, καὶ ἤχησεν ἡ γῆ.
Α Βασ. 4,5 Συνέβη δε τούτο το γεγονός. Οταν έφθασεν η Κιβωτός του Κυρίου στο στρατόπεδον των Ισραηλιτών, όλοι οι Ισραηλίται εκραύγασαν με φωνήν μεγάλην, από την οποίαν αντήχησεν όλη η γύρω περιοχή.
Α Βασ. 4,6 καὶ ἤκουσαν οἱ ἀλλόφυλοι τῆς κραυγῆς, καὶ εἶπον οἱ ἀλλόφυλοι· τίς ἡ κραυγὴ ἡ μεγάλη αὕτη ἐν τῇ παρεμβολῇ τῶν Ἑβραίων; καὶ ἔγνωσαν ὅτι κιβωτὸς Κυρίου ἥκει εἰς τὴν παρεμβολήν.
Α Βασ. 4,6 Οι αλλόφυλοι, οι Φιλισταίοι, όταν ήκουσαν τους αλαλαγμούς εκείνους διηρωτήθησαν μεταξύ των λέγοντες· “που οφείλεται αυτή η μεγάλη κραυγή στο στρατόπεδον των Εβραίων; Εμαθον δε ότι η Κιβωτός του Κυρίου είχεν έλθει στο στρατόπεδον εκείνων.
Α Βασ. 4,7 καὶ ἐφοβήθησαν οἱ ἀλλόφυλοι καὶ εἶπον· οὗτοι οἱ θεοὶ ἥκασι πρὸς αὐτοὺς εἰς τὴν παρεμβολήν· οὐαὶ ἡμῖν· ἐξελοῦ ἡμᾶς, κύριε, σήμερον, ὅτι οὐ γέγονε τοιαύτη ἐχθὲς καὶ τρίτην.
Α Βασ. 4,7 Εφοβήθησαν οι αλλόφυλοι και είπον αναμεταξύ των· “αυτοί είναι οι θεοί, οι οποίοι ήλθον προς αυτούς στο στρατόπεδόν των. Αλλοίμονον εις ημάς. Γλύτωσέ μας, Κυριε, από την σημερινήν συμφοράν, όμοια της οποίας δεν έχει γίνει εις ημάς κατά τον προηγούμενον καιρόν !
Α Βασ. 4,8 οὐαὶ ἡμῖν· τίς ἐξελεῖται ἡμᾶς ἐκ χειρὸς τῶν θεῶν τῶν στερεῶν τούτων; οὗτοι οἱ θεοί, οἱ πατάξαντες τὴν Αἴγυπτον ἐν πάσῃ πληγῇ καὶ ἐν τῇ ἐρήμῳ.
Α Βασ. 4,8 Αλλοίμονον εις ημάς· ποιός θα μας απαλλάξη από τα παντοδύναμα χέρια των ισχυρών αυτών θεών; Αυτοί οι θεοί είναι εκείνοι, οι οποίοι εκτύπησαν με κάθε ειδός πληγής την Αίγυπτον και εβοήθησαν τους Ισραηλίτας εις την έρημον.
Α Βασ. 4,9 κραταιοῦσθε καὶ γίνεσθε εἰς ἄνδρας ἀλλόφυλοι, ὅπως μὴ δουλεύσητε τοῖς Ἑβραίοις, καθὼς ἐδούλευσαν ἡμῖν, καὶ ἔσεσθε εἰς ἄνδρας καὶ πολεμήσατε αὐτούς.
Α Βασ. 4,9 Αλλά πάρετε θάρρος, ω Φιλισταίοι. Φανήτε πραγματικοί άνδρες, δια να μη νικηθήτε και υποδουλωθήτε στους Εβραίους, όπως εκείνοι είχον υποδουλωθή εις ημάς. Φανήτε άνδρες και πολεμήσατε γενναίως εναντίον αυτών” !
Α Βασ. 4,10 καὶ ἐπολέμησαν αὐτούς· καὶ πταίει ἀνὴρ Ἰσραὴλ, καὶ ἔφυγεν ἕκαστος εἰς σκήνωμα αὐτοῦ· καὶ ἐγένετο πληγή μεγάλη σφόδρα, καὶ ἔπεσον ἐξ Ἰσραὴλ τριάκοντα χιλιάδες ταγμάτων.
Α Βασ. 4,10 Οι Φιλισταίοι επολέμησαν πράγματι με ανδρείαν εναντίον των Ισραηλιτών. Οι Ισραηλίται ενικήθησαν και ο καθένας από αυτούς ετράπη εις πανικόβλητον φυγήν δια το σπίτι του. Οι Ισραηλίται υπέστησαν πολύ μεγάλην συμφοράν, διότι στο πεδίον της μάχης έπεσαν τριάκοντα χιλιάδες πεζοί.
Α Βασ. 4,11 καὶ κιβωτὸς τοῦ Θεοῦ ἐλήφθη, καὶ ἀμφότεροι οἱ υἱοὶ Ἡλὶ ἀπέθανον, Ὀφνὶ καὶ Φινεές.
Α Βασ. 4,11 Η δε Κιβωτός του Θεού έπεσεν εις τα χέρια των Φιλισταίων. Και οι δύο δε υιοί του Ηλί, ο Οφνί και ο Φινεές, εφονεύθησαν.
Α Βασ. 4,12 Καὶ ἔδραμεν ἀνὴρ Ἰεμιναῖος ἐκ τῆς παρατάξεως καὶ ἦλθεν εἰς Σηλὼμ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ, καὶ τὰ ἱμάτια αὐτοῦ διεῤῥωγότα, καὶ γῆ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ.
Α Βασ. 4,12 Ενας δε ανήρ Ισραηλίτης, ανήκων εις την φυλήν του Βενιαμίν, έτρεξεν από το πεδίον της μάχης και ήλθεν εις Σηλώμ κατά την ιδίαν εκείνην ημέραν. Τα ενδύματά του ήσαν σχισμένα και χώμα ήτο επάνω εις την κεφαλήν αυτού.
Α Βασ. 4,13 καὶ ἦλθε, καὶ ἰδοὺ Ἡλὶ ἐπὶ τοῦ δίφρου παρὰ τὴν πύλη σκοπεύων τὴν ὁδόν, ὅτι ἦν καρδία αὐτοῦ ἐξεστηκυῖα περὶ τῆς κιβωτοῦ τοῦ Θεοῦ· καὶ ὁ ἄνθρωπος εἰσῆλθεν εἰς τὴν πόλιν ἀπαγγεῖλαι, καὶ ἀνεβόησεν ἡ πόλις.
Α Βασ. 4,13 Οταν ο άνθρωπος αυτός έφθασε, την ώραν εκείνην ο Ηλί εκάθητο επάνω εις ένα κάθισμα πλησίον της πύλης της Σκηνής, παρατηρών την οδόν, από όπου επερίμενεν αγγελίαν δια την έκβασιν της μάχης. Τον κατείχεν αγωνία, διότι η καρδία του εφοβείτο δια την Κιβωτόν του Κυρίου. Ο άνθρωπος εκείνος εισήλθεν εις την πάλιν, δια να αναγγείλη τα γεγονότα· και ανήγγειλε την συμφοράν. Ολοι οι κάτοικοι εξέβαλον γοεράς κραυγάς.
Α Βασ. 4,14 καὶ ἤκουσεν Ἡλὶ τὴν φωνὴν τῆς βοῆς καὶ εἶπε· τίς ἡ φωνὴ τῆς βοῆς ταύτης; καὶ ὁ ἄνθρωπος σπεύσας εἰσῆλθε καὶ ἀπήγγειλε τῷ Ἡλί.
Α Βασ. 4,14 Ο Ηλί ήκουσε την βοήν των κραυγών και ηρώτησεν· εις ποίαν αιτίαν οφείλεται ο θόρυβος αυτός των κραυγών”; Αμέσως ο άνθρωπος εκείνος έσπευσεν, ήλθε και ανεκοίνωσεν στον Ηλί τα συμβάντα.
Α Βασ. 4,15 καὶ Ἡλὶ υἱὸς ἐνενήκοντα ἐτῶν, καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ ἐπανέστησαν καὶ οὐκ ἐπέβλεπε·
Α Βασ. 4,15 Ητο τότε ο Ηλί ενενήκοντα ετών. Οι οφθαλμοί του ήσαν απλανείς· είχεν άκαμπτον το βλέμμα και δεν έβλεπε.
Α Βασ. 4,16 καὶ εἶπεν Ἡλὶ τοῖς ἀνδράσι τοῖς περιεστηκόσιν αὐτῷ· τίς ἡ φωνὴ τοῦ ἤχου τούτου; καὶ ὁ ἀνὴρ σπεύσας προσῆλθε πρὸς Ἡλὶ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἐγώ εἰμι ὁ ἥκων ἐκ τῆς παρεμβολῆς, κἀγὼ πέφευγα ἐκ τῆς παρατάξεως σήμερον. καὶ εἶπεν Ἡλί· τί τὸ γεγονὸς ῥῆμα, τέκνον;
Α Βασ. 4,16 Ηρώτησε λοιπόν ο Ηλί πάλιν τους άνδρας, οι οποίοι ήσαν γύρω του· “που οφείλεται ο θόρυβος αυτών των κραυγών;” Ο αγγελιαφόρος εκείνος έσπευσεν, επλησίασε τον Ηλί και του είπε· “εγώ είμαι εκείνος, ο οποίος έχω έλθει από το στρατόπεδον, και εγώ κατώρθωσα να φύγω σήμερον από την μάχην”. Τον ηρώτησεν ο Ηλί· “τι λοιπόν συνέβη, παιδί μου;”
Α Βασ. 4,17 καὶ ἀπεκρίθη τὸ παιδάριον καὶ εἶπε· πέφευγεν ἀνὴρ Ἰσραὴλ ἐκ προσώπου ἀλλοφύλων, καὶ ἐγένετο πληγὴ μεγάλη ἐν τῷ λαῷ, καὶ ἀμφότεροι οἱ υἱοὶ σου τεθνήκασι, καὶ ἡ κιβωτὸς τοῦ Θεοῦ ἐλήφθη.
Α Βασ. 4,17 Ο νεαρός εκείνος Ισραηλίτης απήντησεν· “οι Ισραηλίται ενικήθησαν, κατελήφθησαν από πανικόν και ετράπησαν εις φυγήν ενώπιον των αλλοφύλων. Εγινε μεγάλη συμφορά στον στρατόν, οι δύο υιοί σου απέθανον, η δε Κιβωτός περιήλθεν εις χείρας των εχθρών”.
Α Βασ. 4,18 καὶ ἐγένετο ὡς ἐμνήσθη τῆς κιβωτοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ ἔπεσεν ἀπὸ τοῦ δίφρου ὀπισθίως ἐχόμενος τῆς πύλης, καὶ συνετρίβη ὁ νῶτος αὐτοῦ καὶ ἀπέθανεν, ὅτι πρεσβύτης ὁ ἄνθρωπος καὶ βαρύς· καὶ αὐτὸς ἔκρινε τὸν Ἰσραὴλ εἴκοσιν ἔτη.
Α Βασ. 4,18 Αμέσως μόλις ο άνθρωπος εκείνος ανέφερε την απώλειαν της Κιβωτού του Θεού, ο Ηλί κατελήφθη από τοιαύτην οδύνην, ώστε έπεσεν από το κάθισμά του προς τα οπίσω πλησίον της πύλης και συνετρίβη ο νώτος του και απέθανε, διότι ο Ηλί ήτο γέρων πλέον και βαρύς. Αυτός υπήρξε Κριτής του Ισραηλιτικού λαού επί είκοσιν έτη.
Α Βασ. 4,19 Καὶ νύμφη αὐτοῦ γυνὴ Φινεὲς συνειληφυῖα τοῦ τεκεῖν· καὶ ἤκουσε τὴν ἀγγελίαν ὅτι ἐλήφθη ἡ κιβωτὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ὅτι τέθνηκεν ὁ πενθερὸς αὐτῆς καὶ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς, καὶ ἔκλαυσε καὶ ἔτεκεν, ὅτι ἐπεστράφησαν ἐπ᾿ αὐτὴν ὠδῖνες αὐτῆς.
Α Βασ. 4,19 Η νύμφη του Ηλί, η σύζυγος του Φινεές, ήτο έγκυος, έτοιμη να γεννήση. Οταν ήκουσε την αγγελίαν, ότι η Κιβωτός είχε κυριευθή από τους εχθρούς και ότι ο πενθερός της απέθανεν, ο δε σύζυγός της εφονεύθη, έκλαυσε και εγέννησε, διότι τότε της ήλθαν απότομα αι ωδίνες του τοκετού.
Α Βασ. 4,20 καὶ ἐν τῷ καιρῷ αὐτῆς ἀποθνήσκει, καὶ εἶπον αὐτῇ αἱ γυναῖκες αἱ παρεστηκυῖαι αὐτῇ· μὴ φοβοῦ, ὅτι υἱὸν τέτοκας· καὶ οὐκ ἀπεκρίθη, καὶ οὐκ ἐνόησεν ἡ καρδία αὐτῆς.
Α Βασ. 4,20 Οταν δε εγέννησε περιήλθεν εις κατάστασιν θανάτου. Αι παρευρισκόμενοι εκεί γυναίκες είπαν εις αυτήν· “μη φοβήσαι διότι εγέννησες υιόν”. Εκείνη δεν απήντησε, διότι ευρίσκετο εις την επιθανάτιον αγωνίαν. Δεν εκατάλαβε τίποτε.
Α Βασ. 4,21 καὶ ἐκάλεσε τὸ παιδάριον Οὐαὶ Βαρχαβὼθ ὑπὲρ τῆς κιβωτοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ ὑπὲρ τοῦ πενθεροῦ αὐτῆς καὶ ὑπὲρ τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς.
Α Βασ. 4,21 Επρόλαβεν όμως και ωνόμασε το νεογέννητον παιδί “Ουαί Βαρχαβώθ”, δηλαδή “έχάθη η δόξα” ! Του έδωσε δε αυτό το όνομα δια την αιχμαλωσίαν της Κιβωτού, δια τον θάνατον του πενθερού της και δια τον φόνον του συζύγου της.
Α Βασ. 4,22 καὶ εἶπαν· ἀπῴκισται δόξα Ἰσραὴλ ἐν τῷ ληφθῆναι τὴν κιβωτὸν Κυρίου.
Α Βασ. 4,22 Οι Ισραηλίται κατόπιν αυτών των συμφορών είπαν· “η δόξα του Ισραηλιτικού λαού έφυγε πλέον λόγω της αιχμαλωσίας της Κιβωτού του Κυρίου !”
Α Βασ. 5,1 Καὶ ἀλλόφυλοι ἔλαβον τὴν κιβωτὸν τοῦ Θεοῦ καὶ εἰσήνεγκαν αὐτὴν ἐξ Ἀβενέζερ εἰς Ἄζωτον.
Α Βασ. 5,1 Οι αλλόφυλοι, οι Φιλισταίοι, επήραν την Κιβωτόν του Κυρίου και την μετέφεραν από τον τόπον της μάχης, από την Αβενεζέρ, εις την Αζωτον, την πόλιν των.
Α Βασ. 5,2 καί ἔλαβον ἀλλόφυλοι τὴν κιβωτὸν Κυρίου καὶ εἰσήνεγκαν αὐτὴν εἰς οἶκον Δαγὼν καὶ παρέστησαν αὐτὴν παρὰ Δαγών.
Α Βασ. 5,2 Επήραν, λοιπόν, οι Φιλισταίοι την Κιβωτόν αυτήν του Κυρίου και την έφεραν στον ναόν του θεού των Δαγών. Την ετοποθέτησαν δε πλησίον του αγάλματος του θεού Δαγών.
Α Βασ. 5,3 καὶ ὤρθρισαν οἱ Ἀζώτιοι καὶ εἰσῆλθον εἰς οἶκον Δαγὼν καὶ εἶδον καὶ ἰδοὺ Δαγὼν πεπτωκὼς ἐπὶ πρόσωπον αὐτοῦ ἐνώπιον κιβωτοῦ τοῦ Θεοῦ· καὶ ἤγειραν τὸν Δαγὼν καὶ κατέστησαν εἰς τὸν τόπον αὐτοῦ. καὶ ἐβαρύνθη χεὶρ Κυρίου ἐπὶ τοὺς Ἀζωτίους καὶ ἐβασάνισεν αὐτοὺς καὶ ἐπάταξεν αὐτοὺς εἰς τὰς ἕδρας αὐτῶν, τὴν Ἄζωτον καὶ τὰ ὅρια αὐτῆς.
Α Βασ. 5,3 Οι κάτοικοι της Αζώτου εσηκώθηκαν πολύ πρωϊ και εισήλθον στον ναόν του θεού Δαγών, προφανώς δια να προσκυνήσουν. Αίφνης είδον ότι το άγαλμα του θεού των Δαγών είχε πέσει κατά γης με το πρόσωπον στο έδαφος ενώπιον της Κιβωτού του Θεού. Εσήκωσαν το άγαλμα του θεού των και το ετοποθέτησαν πάλιν εις την προτέραν του θέσιν. Αλλά η τιμωρός χειρ του Κυρίου έπεσε βαρεία και εβασάνισεν αυτούς. Επέφερε δε νόσον στους αφεδρώνας όλων των κατοίκων της Αζώτου και των περιχώρων της.
Α Βασ. 5,4 καὶ ἐγένετο ὅτε ὤρθρισαν τὸ πρωΐ, καὶ ἰδοὺ Δαγὼν πεπτωκὼς ἐπὶ πρόσωπον αὐτοῦ ἐνώπιον κιβωτοῦ διαθήκης Κυρίου, καὶ ἡ κεφαλὴ Δαγὼν καὶ ἀμφότερα τὰ ἴχνη χειρῶν αὐτοῦ ἀφῃρημένα ἐπὶ τά ἐμπρόσθια ἀμαφὲθ ἕκαστον, καὶ ἀμφότεροι οἱ καρποὶ τῶν χειρῶν αὐτοῦ πεπτωκότες ἐπὶ τὸ πρόθυρον, πλὴν ἡ ῥάχις Δαγὼν ὑπελείφθη.
Α Βασ. 5,4 Οταν την πρωΐαν οι κάτοικοι της Αζώτου ηγέρθησαν και εισήλθον πάλιν στον ναόν, είδόν με έκπληξίν, των, ότι το άγαλμα του θεού των Δαγών είχε και πάλιν πέσει κατά γης ενώπιον της Κιβωτού του Θεού με το πρόσωπον στο έδαφος. Η κεφαλή δε του Δαγών και αι δύο παλάμαι των χειρών του αγάλματός του είχον αφαιρεθή και είχον αποχωρισθή από το άλλο σώμα προς τα εμπρός. Οι καρποί και αι παλάμαι των χειρών του είχον πέσει στο κατώφλι του ναού. Μονον ο κορμός του αγάλματος είχε μείνει (εις την θέσιν, όπου είχε τοποθετηθή προηγουμένως).
Α Βασ. 5,5 διὰ τοῦτο οὐκ ἐπιβαίνουσιν οἱ ἱερεῖς Δαγὼν καὶ πᾶς ὁ εἰσπορευόμενος εἰς οἶκον Δαγὼν ἐπὶ βαθμὸν οἴκου Δαγὼν ἐν Ἀζώτῳ ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης, ὅτι ὑπερβαίνοντες ὑπερβαίνουσι.
Α Βασ. 5,5 Δια τούτο οι ιερείς του ναού του Δαγών και όλοι εκείνοι οι οποίοι εισέρχονται στον ναόν τούτον του θεού Δαγών, δεν πατούν στο κατώφλι του ναού τούτου, που ευρίσκεται εις την Αζωτον, μέχρι της ημέρας που γράφονται αυτά, αλλά διασκελίζουν με πολλήν προσοχήν το κατώφλι της εισόδου του ναού.
Α Βασ. 5,6 καὶ ἐβαρύνθη ἡ χεὶρ Κυρίου ἐπὶ Ἄζωτον, καὶ ἐπήγαγεν αὐτοῖς καὶ ἐξέζεσεν αὐτοῖς εἰς τὰς ναῦς, καὶ μέσον τῆς χώρας αὐτῆς ἀνεφύησαν μύες, καὶ ἐγένετο σύγχυσις θανάτου μεγάλη ἐν τῇ πόλει.
Α Βασ. 5,6 Εν τω μεταξύ η τιμωρός χειρ του Κυρίου έπεσε βαρύτατη στους κατοίκους της Αζώτου, τους ετιμώρησε και επέφερεν εις αυτούς εκζέματα στους αφεδρώνας, ενώ εις όλην την χώραν των ενεφανίσθησαν σμήνη ποντικών. Εξ αιτίας όλων αυτών των πληγών εις τας πόλεις των κατέλαβε την χώραν πανικός και εξηπλώθη ο θάνατος.
Α Βασ. 5,7 καὶ εἶδον οἱ ἄνδρες Ἀζώτου ὅτι οὕτως, καὶ λέγουσιν· ὅτι οὐ καθήσεται κιβωτὸς τοῦ Θεοῦ Ἰσραὴλ μεθ᾿ ἡμῶν, ὅτι σκληρὰ χεὶρ αὐτοῦ ἐφ᾿ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ Δαγὼν θεὸν ἡμῶν.
Α Βασ. 5,7 Οι κάτοικοι της Αζώτου, όταν είδον ότι προσεβλήθησαν από τοιαύτην συμφοράν, συνεκεντρώθησαν και είπαν· “δεν πρέπει να παραμείνη η Κιβωτός του Θεού του Ισραήλ μαζή μας, διότι έπεσεν εναντίον μας βαρεία η τιμωρός χειρ του Θεού και εναντίον και αυτού ακόμη του θεού μας Δαγών”.
Α Βασ. 5,8 καὶ ἀποστέλλουσι καὶ συνάγουσι τοὺς σατράπας τῶν ἀλλοφύλων πρὸς αὐτοὺς καὶ λέγουσι· τί ποιήσωμεν τῇ κιβωτῷ Θεοῦ Ἰσραήλ; καὶ λέγουσιν οἱ Γεθαῖοι· μετελθέτω κιβωτὸς τοῦ Θεοῦ πρὸς ἡμᾶς· καὶ μετῆλθε κιβωτὸς τοῦ Θεοῦ Ἰσραὴλ εἰς Γέθ.
Α Βασ. 5,8 Απέστειλαν λοιπόν ανθρώπους και προσεκάλεσαν εις σύσκεψιν τους άρχοντας των Φιλισταίων και τους ηρώτησαν· “τι θα κάνωμεν σχετικώς με την Κιβωτόν του Θεού του Ισραηλιτικού λαού”; Οι κάτοικοι της Γεθ απήντησαν· “ας μεταφερθή η Κιβωτός του Θεού εις την πόλιν μας”. Πράγματι η Κιβωτός του Θεού μετεφέρθη εις την πόλιν Γέθ.
Α Βασ. 5,9 καὶ ἐγενήθη μετὰ τὸ μετελθεῖν αὐτὴν καὶ γίνεται χεὶρ Κυρίου τῇ πόλει, τάραχος μέγας σφόδρα, καὶ ἐπάταξε τοὺς ἄνδρας τῆς πόλεως ἀπὸ μικροῦ ἕως μεγάλου καὶ ἐπάταξεν αὐτοὺς εἰς τὰς ἕδρας αὐτῶν, καὶ ἐποίησαν οἱ Γεθαῖοι ἑαυτοῖς ἕδρας.
Α Βασ. 5,9 Αλλά συνέβη τότε τούτο το γεγονός· όταν αυτή μετεφέρθη εκεί, έπεσε βαρεία η τιμωρός χειρ του Κυρίου εναντίον των κατοίκων της πόλεως και μεγάλη αναταραχή συνέβη μεταξύ των, διότι προσέβαλε δια νόσου ο Κυριος τους αφεδρώνας των. Δια τούτο οι κάτοικοι της Γεθ κατεσκεύασαν ειδικά καθίσματα, δια να κάθωνται.
Α Βασ. 5,10 καὶ ἐξαποστέλλουσι τὴν κιβωτὸν τοῦ Θεοῦ εἰς Ἀσκάλωνα. καὶ ἐγενήθη ὡς εἰσῆλθε κιβωτὸς Θεοῦ εἰς Ἀσκάλωνα, καὶ ἐβόησαν οἱ Ἀσκαλωνῖται λέγοντες· τί ἀπεστρέψατε τὴν κιβωτὸν τοῦ Θεοῦ Ἰσραὴλ πρὸς ἡμᾶς θανατῶσαι ἡμᾶς καὶ τὸν λαὸν ἡμῶν;
Α Βασ. 5,10 Εστειλαν τότε την Κιβωτόν του Θεού εις την πόλιν Ασκάλωνα. Οταν όμως η Κιβωτός του Θεού εισήλθεν εις την Ασκάλωνα, εφώναξαν οι κάτοικοι της Ασκάλωνος λέγοντες· “διατί εστείλατε την Κιβωτόν του Θεού του Ισραήλ εις ημάς; Δια να θανατώσετε ημάς και όλον τον λαόν μας;”
Α Βασ. 5,11 καὶ ἐξαποστέλλουσι καὶ συνάγουσι τοὺς σατράπας τῶν ἀλλοφύλων καὶ εἶπον· ἐξαποστείλατε τὴν κιβωτὸν τοῦ Θεοῦ Ἰσραήλ, καὶ καθισάτω εἰς τὸν τόπον αὐτῆς καὶ οὐ μὴ θανατώσῃ ἡμᾶς καὶ τὸν λαὸν ἡμῶν·
Α Βασ. 5,11 Απέστειλαν λοιπόν αγγελιαφόρους και προσεκάλεσαν τους σατράπας των Φιλισταίων και είπαν· “πάρετε και απομακρύνατε την Κιβωτόν του Θεού του Ισραήλ και ας σταλή αυτή να τοποθετηθή στον τόπον της, δια να διαφύγωμεν έτσι τον θάνατον ημείς και ο λαός μας.
Α Βασ. 5,12 ὅτι ἐγενήθη σύγχυσις ἐν ὅλῃ τῇ πόλει βαρεῖα σφόδρα, ὡς εἰσῆλθε κιβωτὸς Θεοῦ Ἰσραὴλ ἐκεῖ, καὶ οἱ ζῶντες καὶ οὐκ ἀποθανόντες ἐπλήγησαν εἰς τὰς ἕδρας, καὶ ἀνέβη ἡ κραυγὴ τῆς πόλεως εἰς τὸν οὐρανόν.
Α Βασ. 5,12 Πρέπει δε να φύγη το συντομώτερον, διότι από την στιγμήν, κατά την οποίαν η Κιβωτός του Θεού των Ισραηλιτών εισήλθεν εις την πόλιν μας, εξηπλώθη και επεκράτησε μία βαρεία και πρωτοφανής σύγχυσις και πανικός εξ αιτίας των θανάτων. Οσοι έζησαν και δεν απέθαναν, προσεβλήθησαν από νόσον στους αφεδρώνας των”. Τοσον δε μεγάλη ήτο η κραυγή της πόλεως, ώστε έφθασεν έως στον ουρανόν.
Α Βασ. 6,1 Καὶ ἦν κιβωτὸς ἐν ἀγρῷ τῶν ἀλλοφύλων ἑπτὰ μῆνας, καὶ ἐξέζεσεν ἡ γῆ αὐτῶν μύας.
Α Βασ. 6,1 Η Κιβωτός της Διαθήκης είχεν αφεθή στους αγρούς των Φιλισταίων επί επτά μήνας. Η χώρα των εξέβρασε ποντικούς.
Α Βασ. 6,2 καὶ καλοῦσιν ἀλλόφυλοι τοὺς ἱερεῖς καὶ τοὺς μάντεις καὶ τοὺς ἐπαοιδοὺς αὐτῶν λέγοντες· τί ποιήσωμεν τῇ κιβωτῷ Κυρίου; γνωρίσατε ἡμῖν ἐν τίνι ἀποστελοῦμεν αὐτὴν εἰς τὸν τόπον αὐτῆς.
Α Βασ. 6,2 Οι Φιλισταίοι τότε προσεκάλεσαν τους ιερείς, τους μάντεις και τους μάγους, οι οποίοι ψάλλουν μαγικάς ωδάς, και τους ηρώτησαν· “τι πρέπει να κάμωμεν με την Κιβωτόν του Κυρίου; Πληροφορήσατέ μας, πως πρέπει να αποστείλωμεν αυτήν στον τόπον της”.
Α Βασ. 6,3 καὶ εἶπαν· εἰ ἐξαποστέλλετε ὑμεῖς τὴν κιβωτὸν διαθήκης Κυρίου Θεοῦ Ἰσραήλ, μὴ δὴ ἐξαποστείλητε αὐτὴν κενήν, ἀλλ᾿ ἀποδιδόντες ἀπόδοτε αὐτῇ τῆς βασάνου, καὶ τότε ἰαθήσεσθε, καὶ ἐξιλασθήσεται ὑμῖν, μὴ οὐκ ἀποστῇ ἡ χεὶρ αὐτοῦ ἀφ᾿ ὑμῶν.
Α Βασ. 6,3 Οι ιερείς, οι μάντεις και οι μάγοι απήντησαν· “εάν θα επιστρέψετε την Κιβωτόν του Κυρίου του Θεού του Ισραήλ, να μη την στείλετε κενήν, χωρίς δώρα, αλλά δια την επανόρθωσιν της ασεβούς και αναξιοπρεπούς συμπεριφοράς σας προς την Κιβωτόν, προσφέρετε προθύμως δώρα και τότε θα θεραπευθήτε και θα εξιλεωθήτε. Εάν όμως δεν ενεργήσετε έτσι, υπάρχει φόβος να μην απομακρυνθή από σας η τιμωρός χειρ του Κυρίου”.
Α Βασ. 6,4 καὶ λέγουσι· τί τὸ τῆς βασάνου ἀποδώσομεν αὐτῇ; καὶ εἶπαν· κατ᾿ ἀριθμὸν τῶν σατραπῶν τῶν ἀλλοφύλων πέντε ἕδρας χρυσᾶς, ὅτι πταῖσμα ἐν ὑμῖν καὶ τοῖς ἄρχουσιν ὑμῶν καὶ τῷ λαῷ,
Α Βασ. 6,4 Οι Φιλισταίοι ηρώτησαν· “τι πρέπει να της προσφέρωμεν εις επανόρθωσιν της ασεβείας μας και της αναξιοπρεπούς συμπεριφοράς μας προς την Κιβωτόν;” Εκείνοι τους είπαν· “αναλόγως με τον αριθμόν των σατραπειών θα προσφέρετε ομοιώματα εδρών χρυσών ως αφιερώματα, διότι αυτή η ενοχή βαρύνει κυρίως σας, τους άρχοντας και τον λαόν.
Α Βασ. 6,5 καὶ μῦς χρυσοῦς ὁμοίωμα τῶν μυῶν ὑμῶν τῶν διαφθειρόντων τὴν γῆν· καὶ δώσετε τῷ Κυρίῳ δόξαν, ὅπως κουφίσῃ τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἀφ᾿ ὑμῶν καὶ ἀπὸ τῶν θεῶν ὑμῶν καὶ ἀπὸ τῆς γῆς ὑμῶν.
Α Βασ. 6,5 Επίσης θα προσφέρετε ως αφιερώματα χρυσά ομοιώματα ποντικών, οι οποίοι κατέστρεψαν την χώραν σας, και έτσι θα αποδώσετε την πρέπουσαν τιμήν και δόξαν στον Θεόν. Αυτός δε θα απαλύνη και θα αποσύρη την τιμωρόν χείρα του από σας, από τους θεούς σας, από την χώραν σας.
Α Βασ. 6,6 καὶ ἵνα τί βαρύνετε τὰς καρδίας ὑμῶν, ὡς ἐβάρυνεν Αἴγυπτος καὶ Φαραὼ τὴν καρδίαν αὐτῶν; οὐχὶ ὅτε ἐνέπαιξεν αὐτοῖς, ἐξαπέστειλαν αὐτούς, καὶ ἀπῆλθον;
Α Βασ. 6,6 Διατί σκληρύνετε τας καρδίας σας και δεν θέλετε να αποστείλετε την Κιβωτόν; Σκληρύνετε, λοιπόν, τας καρδίας σας, όπως άλλοτε οι Αιγύπτιοι και ο Φαραώ και δεν αφήκαν ελευθέρους τους Ισραηλίτας; Διατί δεν ενθυμείσθε, ότι οι Αιγύπτιοι και ο Φαραώ, αφού ο Θεός τους ετιμώρησέ με σκληράς πληγάς, ηναγκάσθησαν να αφήσουν τους Ισραηλίτας να απέλθουν ελεύθεροι;
Α Βασ. 6,7 καὶ νῦν λάβετε καὶ ποιήσατε ἅμαξαν καινὴν καὶ δύο βόας πρωτοτοκούσας ἄνευ τῶν τέκνων καὶ ζεύξατε τὰς βόας ἐν τῇ ἁμάξῃ καὶ ἀπαγάγετε τὰ τέκνα ἀπὸ ὄπισθεν αὐτῶν εἰς οἶκον·
Α Βασ. 6,7 Τωρα λοιπόν σεις κατασκευάσατε μίαν καινουργή άμαξαν, πάρετε δύο αγελάδες, αι οποίαι μόλις το πρώτον εγέννησαν, αλλά χωρίς τα τέκνα των. Αυτάς τας αγελάδας ζεύξατέ τας εις την άμαξαν, τα δε τέκνα των απομακρύνατε τα από αυτάς και κλείσατέ τα στον σταύλον.
Α Βασ. 6,8 καὶ λήψεσθε τὴν κιβωτὸν καὶ θήσετε αὐτὴν ἐπὶ τὴν ἅμαξαν καὶ τὰ σκεύη τὰ χρυσᾶ ἀποδώσετε αὐτῇ τῆς βασάνου καὶ θήσετε ἐν θέματι βερσεχθὰν ἐκ μέρους αὐτῆς καὶ ἐξαποστελεῖτε αὐτὴν καὶ ἀπελάσατε αὐτήν, καὶ ἀπελεύσεται·
Α Βασ. 6,8 Θα παρέτε την Κιβωτόν και θα την θέσετε εις την άμαξαν. Ως προς δε τα χρυσά σκεύη, τα οποία θα προσφέρετε ως αφιερώματα εις επανόρθωσιν της ασεβείας σας προς αυτήν, θα τα θέσετε εις δοχείον παραπλεύρως. Τας αγελάδας με την άμαξαν και με τα αντικείμενα τα επάνω αυτής, θα αφήσετε να φύγουν από κοντά σας θα τα αφήσετε ελεύθερα να απέλθουν.
Α Βασ. 6,9 καὶ ὄψεσθε, εἰ εἰς ὁδὸν ὁρίων αὐτῆς πορεύσεται κατὰ Βαιθσαμύς, αὐτὸς πεποίηκεν ἡμῖν τὴν κακίαν τὴν μεγάλην ταύτην, καὶ ἐὰν μή, καὶ γνωσόμεθα ὅτι οὐ χεὶρ αὐτοῦ ἧπται ἡμῶν, ἀλλὰ σύμπτωμα τοῦτο γέγονεν ἡμῖν.
Α Βασ. 6,9 Θα προσέξετε δέ, εάν αι αγελάδες θα κατευθυνθούν προς την Βαιθσαμύς, προς το μέρος των Ισραηλιτών, αυτό θα σημαίνη, ότι πράγματι ο Θεός επέφερεν εναντίον σας τας καταστροφάς εκείνας τας μεγάλας. Εάν όμως δεν κατευθυνθούν πρας την περιοχήν του Ισραήλ, είναι σημείον ότι αι συμφοραί δεν προήλθον από την τιμωρόν χείρα του Θεού, αλλά συνέβησαν τυχαίως”.
Α Βασ. 6,10 καὶ ἐποίησαν οἱ ἀλλόφυλοι οὕτω. καὶ ἔλαβον δύο βόας πρωτοτοκούσας καὶ ἔζευξαν αὐτὰς ἐν τῇ ἁμάξῃ καὶ τὰ τέκνα αὐτῶν ἀπεκώλυσαν εἰς οἶκον
Α Βασ. 6,10 Οι Φιλισταίοι έπραξαν, όπως τους είπαν οι μάντεις και οι μάγοι. Επήραν δηλαδή δύο αγελάδας, αι οποίαι το πρώτον προ ολίγου είχον γεννήσει, έζευξαν αυτάς εις την άμαξαν, τα δε τέκνα των τα έκλεισαν εις σταύλον.
Α Βασ. 6,11 καὶ ἔθεντο τὴν κιβωτὸν Κυρίου ἐπὶ τὴν ἅμαξαν καὶ τὸ θέμα ἐργὰβ καὶ τοὺς μῦς τοὺς χρυσοῦς.
Α Βασ. 6,11 Εθεσαν την Κιβωτόν του Κυρίου επάνω εις την άμαξαν, όπως επίσης και το δοχείον το εργάβ, εντός του οποίου ήσαν τα χρυσά ομοιώματα των ποντικών.
Α Βασ. 6,12 καὶ κατεύθυναν αἱ βόες ἐν τῇ ὁδῷ εἰς ὁδὸν Βαιθσαμύς, ἐν τρίβῳ ἑνὶ ἐπορεύοντο καὶ ἐκοπίων καὶ οὐ μεθίσταντο δεξιὰ οὐδὲ ἀριστερά· καὶ οἱ σατράπαι τῶν ἀλλοφύλων ἐπορεύοντο ὀπίσω αὐτῆς ἕως ὁρίων Βαιθσαμύς.
Α Βασ. 6,12 Αι αγελάδες επήραν την κατεύθυνσιν της οδού, η οποία ωδηγούσε εις την πάλιν Βαιθσαμύς. Ηκολούθουν δε πάντοτε τον ίδιον δρόμον, χωρίς να παρεκκλίνουν ούτε δεξιά ούτε αριστερά. Οι σατράπαι των Φιλισταίων ακολουθούσαν όπισθεν από την άμαξαν έως τα σύνορα της Βαιθσαμύς.
Α Βασ. 6,13 καὶ οἱ ἐν Βαιθσαμὺς ἐθέριζον θερισμὸν πυρῶν ἐν κοιλάδι· καὶ ᾖραν ὀφθαλμοὺς αὐτῶν καὶ εἶδον κιβωτὸν Κυρίου καὶ ηὐφράνθησαν εἰς ἀπάντησιν αὐτῆς.
Α Βασ. 6,13 Κατά την εποχήν εκείνην οι κάτοικοι της Βαιθσαμύς εθέριζον τα σιτηρά των εις την πεδιάδα. Εσήκωσαν τους οφθαλμούς των, είδον αίφνης την Κιβωτόν του Κυρίου και ευχαριστήθησαν πάρα πολύ, μόλις την αντίκρυσαν.
Α Βασ. 6,14 καὶ ἡ ἅμαξα εἰσῆλθεν εἰς ἀγρὸν Ὠσηὲ τὸν ἐν Βαιθσαμύς, καὶ ἔστησαν ἐκεῖ παρ᾿ αὐτῇ λίθον μέγαν καὶ σχίζουσι τὰ ξύλα τῆς ἁμάξης καὶ τὰς βόας ἀνήνεγκαν εἰς ὁλοκαύτωσιν τῷ Κυρίῳ.
Α Βασ. 6,14 Η άμαξα, συνεχίζουσα την πορείαν της, εισήλθεν στον αγρόν του Ωσηέ, που ευρίσκετο εις την περιοχήν της Βαιθσαμύς, εσταμάτησαν δε αι αγελάδες εκεί πλησίον ενός μεγάλου λίθου. Οι κάτοικοι της Βαιθσαμύς έσχισαν τα ξύλα της αμάξης και προσέφεραν ως θυσίαν ολοκαυτώματος προς τον Κυριον τας αγελάδας αυτάς.
Α Βασ. 6,15 καὶ οἱ Λευῖται ἀνήνεγκαν τὴν κιβωτὸν τοῦ Κυρίου καὶ τὸ θέμα ἐργὰβ μετ᾿ αὐτῆς καὶ τὰ ἐπ᾿ αὐτῆς σκεύη τὰ χρυσᾶ καὶ ἔθεντο ἐπὶ τοῦ λίθου τοῦ μεγάλου, καὶ οἱ ἄνδρες Βαιθσαμὺς ἀνήνεγκαν ὁλοκαυτώσεις καὶ θυσίας ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῷ Κυρίῳ.
Α Βασ. 6,15 Οι ιερείς Λευίται επήραν και έφεραν την Κιβωτόν του Κυρίου και το δοχείον, το αργάβ, με τα χρυσά αντικείμενα, που περιείχε, και έθεσαν αυτά επάνω στον μεγάλον εκείνον λίθον. Οι κάτοικοι της Βαιθσαμύς προσέφεραν κατά την ημέραν εκείνην ολοκαυτώματα και άλλας θυσίας προς τον Κυριον.
Α Βασ. 6,16 καὶ οἱ πέντε σατράπαι τῶν ἀλλοφύλων ἑώρων καὶ ἀνέστρεψαν εἰς Ἀσκάλωνα τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ.
Α Βασ. 6,16 Οι δε πέντε σατράπαι των Φιλισταίων, όταν είδαν αυτά, επέστρεψαν την ιδίαν ημέραν εις την πόλιν Ασκάλωνα.
Α Βασ. 6,17 καὶ αὗται αἱ ἕδραι αἱ χρυσαῖ, ἃς ἀπέδωκαν οἱ ἀλλόφυλοι τῆς βασάνου τῷ Κυρίῳ· τῆς Ἀζώτου μίαν, τῆς Γάζης μίαν, τῆς Ἀσκάλωνος μίαν, τῆς Γὲθ μίαν, τῆς Ἀκκαρὼν μίαν.
Α Βασ. 6,17 Τα πέντε χρυσά ομοιώματα των εδρών, το οποία οι Φιλισταίοι προσέφεραν στον Κυριον δια να απαλλαγούν από την τιμωρίαν των εξ αιτίας της ασεβείας των που έδειξαν απέναντι της Κιβωτού του Κυρίου, προήρχοντο από τας εξής πόλεις· Μια έδρα από την πόλιν Αζωτον, μια έδρα από την πόλιν Γαζαν, μία έδρα από την Ασκάλωνα, μία από την Γεθ και μία από την Ακκαρών,
Α Βασ. 6,18 καὶ μῦς οἱ χρυσοῖ κατ᾿ ἀριθμὸν πασῶν πόλεων τῶν ἀλλοφύλων τῶν πέντε σατραπῶν ἐκ πόλεως ἐστερεωμένης καὶ ἕως κώμης τοῦ Φερεζαίου καὶ ἕως λίθου τοῦ μεγάλου, οὗ ἐπέθηκαν ἐπ᾿ αὐτοῦ τὴν κιβωτὸν διαθήκης Κυρίου, τοῦ ἐν ἀγρῷ Ὠσηὲ τοῦ Βαιθσαμυσίτου.
Α Βασ. 6,18 Τα δε χρυσά ομοιώματα των ποντικών ήσαν εις αριθμόν ανάλογα με όλας τας πόλεις και των πέντε σατραπειών των Φιλισταίων από της πλέον ωχυρωμένης πόλεως μέχρι του ανοχυρώτου χωρίου του Φερεζαίου. Εκεί ακόμη ευρίσκεται ο μέγας λίθος, επάνω στον οποίον έθεσαν την Κιβωτόν της Διαθήκης του Κυρίου, στον αγρόν του Ωσηέ του κατοίκου της Βαιθσαμύς.
Α Βασ. 6,19 Καὶ οὐκ ἠσμένισαν οἱ υἱοὶ Ἰεχονίου ἐν τοῖς ἀνδράσι Βαιθσαμύς, ὅτι εἶδον κιβωτὸν Κυρίου· καὶ ἐπάταξεν ἐν αὐτοῖς ἑβδομήκοντα ἄνδρας, καὶ πεντήκοντα χιλιάδας ἀνδρῶν, καὶ ἐπένθησεν ὁ λαός, ὅτι ἐπάταξε Κύριος ἐν τῷ λαῷ πληγὴν μεγάλην σφόδρα.
Α Βασ. 6,19 Τα παιδιά του Ιεχονίου δεν έμειναν ικανοποιημένα με τους κατοίκους της Βαιθσαμύς διότι εκείνοι είδον την Κιβωτόν με κάποιαν περιέργειαν μάλλον και οχι με την πρέπουσαν ευσέβειαν. Δια τούτο ο Κυριος εφόνευσεν εβδομήκοντα άνδρας και πενήντα άλλας χιλιάδας ανδρών. Ο λαός κατελήφθη από μεγάλο πένθος, διότι ο Κυριος εκτύπησε τον λαόν με την μεγάλην αυτήν τιμωρίαν.
Α Βασ. 6,20 καὶ εἶπαν οἱ ἄνδρες οἱ ἐκ Βαιθσαμύς· τίς δυνήσεται διελθεῖν ἐνώπιον Κυρίου τοῦ Θεοῦ τοῦ ἁγίου τούτου; καὶ πρὸς τίνα ἀναβήσεται κιβωτὸς Κυρίου ἐφ᾿ ἡμῶν;
Α Βασ. 6,20 Είπαν δε οι κάτοικοι της πόλεως Βαιθσαμύς· “ποιός ημπορεί να παρουσιασθή ενώπιον του Αγίου Θεού, του Κυρίου ημών; Προς ποίον μέρος θα μεταφερθή η Κιβωτός του Κυρίου, δια να απομακρυνθή από ημάς;”
Α Βασ. 6,21 καὶ ἀποστέλλουσιν ἀγγέλους πρὸς τοὺς κατοικοῦντας Καριαθιαρὶμ λέγοντες· ἀπεστρόφασιν ἀλλόφυλοι τὴν κιβωτὸν Κυρίου· κατάβητε καὶ ἀναγάγετε αὐτὴν πρὸς ἑαυτούς.
Α Βασ. 6,21 Απέστειλαν, λοιπόν, αγγελιαφόρους προς τους κατοίκους της Καριαθιαρίμ, δια να είπουν εις αυτούς· “οι Φιλισταίοι επέστρεψαν εις ημάς την Κιβωτόν του Κυρίου. Ελάτε να την πάρετε και να την μεταφέρετε στον τόπον σας”.
Α Βασ. 7,1 Καὶ ἔρχονται οἱ ἄνδρες Καριαθιαρὶμ καὶ ἀνάγουσι τὴν κιβωτὸν διαθήκης Κυρίου καὶ εἰσάγουσιν αὐτὴν εἰς οἶκον Ἀμιναδὰβ τὸν ἐν τῷ βουνῷ· καὶ τὸν Ἐλεάζαρ τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἡγίασαν φυλάσσειν τὴν κιβωτὸν διαθήκης Κυρίου.
Α Βασ. 7,1 Ερχονται οι κάτοικοι της Καριαθιαρίμ και μεταφέρουν την Κιβωτόν της Διαθήκης του Κυρίου και εισήγαγαν αυτήν στον οίκον του Αμιναδάβ, ο οποίος οίκος ευρίσκετο εις κάποιο υψωμα. Καθιέρωσαν δε και ώρισαν τον υιόν αυτού τον Ελεάζαρ, να φυλάττη την Κιβωτόν της Διαθήκης.
Α Βασ. 7,2 Καὶ ἐγενήθη ἀφ᾿ ἦς ἡμέρας ἧν ἡ κιβωτὸς ἐν Καριαθιαρίμ, ἐπλήθυναν αἱ ἡμέραι καὶ ἐγένετο εἴκοσι ἔτη, καὶ ἐπέβλεψε πᾶς οἶκος Ἰσραὴλ ὀπίσω Κυρίου.
Α Βασ. 7,2 Από την ημέραν όμως, κατά την οποίαν η Κιβωτός του Κυρίου ευρίσκετο εις την Καριαθιαρίμ, επέρασε πολύ χρονικόν διάστημα, εικόσιν ολόκληρα έτη. Αλλ Α κατόπιν όλοι οι Ισραηλται έστρεψαν τα βλέμματά των εν μετανοία, προς τον Θεόν.
Α Βασ. 7,3 καὶ εἶπε Σαμουὴλ πρὸς πάντα οἶκον Ἰσραὴλ λέγων· εἰ ἐν ὅλῃ καρδίᾳ ὑμῶν ὑμεῖς ἐπιστρέφετε πρὸς Κύριον, περιέλετε θεοὺς ἀλλοτρίους ἐκ μέσου ὑμῶν καὶ τὰ ἄλση καὶ ἑτοιμάσατε τὰς καρδίας ὑμῶν πρὸς Κύριον καὶ δουλεύσατε αὐτῷ μόνῳ, καὶ ἐξελεῖται ὑμᾶς ἐκ χειρὸς ἀλλοφύλων.
Α Βασ. 7,3 Τοτε τους είπεν ο Σαμουήλ τα εξής· “εάν με όλην σας την καρδίαν μετανοήτε και επιστρέφετε προς τον Κυριον, αφαιρέσατε τα αγάλματα των ξένων θεών τα οποία ευρίσκονται μεταξύ σας. Καταστρέψατε τα δάση και τα αγάλματα της Αστάρτης, ετοιμάσατε τας καρδίας σας δια τον Κυριον και εις αυτόν μόνον να υπακούσετε και να δουλεύσετε· και τότε ο Κυριος θα σας απαλλάξη από την κυριαρχίαν των αλλοφύλων”.
Α Βασ. 7,4 καὶ περιεῖλον οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ τὰς Βααλὶμ καὶ τὰ ἄλση Ἀσταρὼθ καὶ ἐδούλευσαν Κυρίῳ μόνῳ.
Α Βασ. 7,4 Οι Ισραηλίται πράγματι αφήρεσαν τα διάφορα αγάλματα του θεού Βααλ, τα διάφορα αγάλματα της θεάς Αστάρτης και ελάτρευσαν έκτοτε μόνον τον Κυριον.
Α Βασ. 7,5 καὶ εἶπε Σαμουήλ· ἀθροίσατε πάντα Ἰσραὴλ εἰς Μασσηφάθ, καὶ προσεύξομαι περὶ ὑμῶν πρὸς Κύριον.
Α Βασ. 7,5 Ο Σαμουήλ δε είπε· “συγκεντρωθήτε όλοι οι Ισραηλίται εις την πόλιν Μασσηφάθ, εγώ δε θα προσευχηθώ δια σας προς τον Κυριον”.
Α Βασ. 7,6 καὶ συνήχθησαν εἰς Μασσηφὰθ καὶ ὑδρεύονται ὕδωρ καὶ ἐξέχεαν ἐνώπιον Κυρίου ἐπὶ τὴν γῆν. καὶ ἐνήστευσαν ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ καὶ εἶπαν· ἡμαρτήκαμεν ἐνώπιον Κυρίου· καὶ ἐδίκαζε Σαμουὴλ τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ εἰς Μασσηφάθ.
Α Βασ. 7,6 Οι Ισραηλίται συνεκεντρώθησαν πράγματι εις Μασσηφάθ. Εκεί, εις εκδήλωσιν της μετανοίας των και της αποκηρύξεως των αμαρτιών των, αντλούσαν ύδωρ και έχυναν αυτό εις την γην. Επίσης ενήστευσαν κατά την ημέραν εκείνην και διεκήρυξαν εν μετανοία· “ημαρτήσαμεν ενώπιον του Κυρίου”. Ο δε Σαμουήλ ήτο Κριτής του Ισραηλιτικού λαού και έμενεν εις Μασσηφάθ.
Α Βασ. 7,7 καὶ ἤκουσαν οἱ ἀλλόφυλοι ὅτι συνηθροίσθησαν πάντες οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ εἰς Μασσηφάθ, καὶ ἀνέβησαν σατράπαι ἀλλοφύλων ἐπὶ Ἰσραήλ· καὶ ἀκούουσιν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ καὶ ἐφοβήθησαν ἀπὸ προσώπου ἀλλοφύλων.
Α Βασ. 7,7 ΟΙ Φιλισταίοι επληροφορήθησαν ότι όλοι οι Ισραηλίται είχαν συγκεντρωθή εις Μασσηφάθ. Ενόμισαν, ότι πρόκειται περί πολεμικής παρατάξεως, δια τούτο όλοι οι σατράπαι των Φιλισταίων με τον στρατόν των ανέβησαν εκεί, δια να πολεμήσουν εναντίον των Ισραηλιτών. Οι Ισραηλίται, όταν επληροφορήθησαν την παράταξιν αυτήν των Φιλισταίων, κατελήφθησαν από φόβον και δεν ετόλμησαν να αντιπαραταχθούν εναντίον αυτών.
Α Βασ. 7,8 καὶ εἶπαν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ πρὸς Σαμουήλ· μὴ παρασιωπήσῃς ἀφ᾿ ἡμῶν τοῦ μὴ βοᾶν πρὸς Κύριον Θεόν σου, καὶ σώσει ἡμᾶς ἐκ χειρὸς ἀλλοφύλων.
Α Βασ. 7,8 Είπαν δε προς τον Σαμουήλ· “μη παύσης με φωνήν μεγάλην να προσεύχεσαι υπέρ ημών προς τον Κυριον τον Θεόν σου, διότι έτσι θα μας σώση ο Θεός από τα χέρια των Φιλισταίων”.
Α Βασ. 7,9 καὶ ἔλαβε Σαμουὴλ ἄρνα γαλαθηνὸν ἕνα, καὶ ἀνήνεγκεν αὐτὸν ὁλοκαύτωσιν σὺν παντὶ τῷ λαῷ τῷ Κυρίῳ. καὶ ἐβόησε Σαμουὴλ πρὸς Κύριον περὶ Ἰσραήλ, καὶ ἐπήκουσεν αὐτοῦ Κύριος.
Α Βασ. 7,9 Ο Σαμουήλ επήρεν ένα αρνί που εθήλαζεν ακόμη, και μαζή με όλον τον λαόν το προσέφερεν ως ολοκαύτωμα προς τον Κυριον. Ο Σαμουήλ εκραύγασεν εις την προσευχήν του προς τον Κυριον υπέρ του Ισραηλιτικού λαού. Ο Κυριος ήκουσε την προσευχήν του Σαμουήλ.
Α Βασ. 7,10 καὶ ἦν Σαμουὴλ ἀναφέρων τὴν ὁλοκαύτωσιν, καὶ ἀλλόφυλοι προσῆγον εἰς πόλεμον ἐπὶ Ἰσραήλ. καὶ ἐβρόντησε Κύριος ἐν φωνῇ μεγάλῃ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἐπὶ τοὺς ἀλλοφύλους, καὶ συνεχύθησαν καὶ ἔπταισαν ἐνώπιον Ἰσραήλ.
Α Βασ. 7,10 Κατά την ώραν λοιπόν που ο Σαμουήλ προσέφερε το ολοκαύτωμα ως θυσίαν στον Κυριον, οι Φιλισταίοι επλησίαζα δια να επιτεθούν εναντίον των Ισραηλιτών. Τοτε ο Κυριος, κατά την ιστορικήν εκείνην ημέραν, απέστειλε βροντάς εκκωφαντικάς κατά των Φιλισταίων. Οι Φιλισταίοι κατελήφθησαν από πανικόν και έτσι ενικήθησαν από τους Ισραηλίτας.
Α Βασ. 7,11 καὶ ἐξῆλθαν ἄνδρες Ἰσραὴλ ἐκ Μασσηφὰθ καὶ κατεδίωξαν τοὺς ἀλλοφύλους καὶ ἐπάταξαν αὐτοὺς ἕως ὑποκάτω τοῦ Βαιθχόρ.
Α Βασ. 7,11 Εξώρμησαν οι Ισραηλίται από την Μασσηφάθ, κατεδίωξαν τους Φιλισταίους και εφόνευσαν αυτούς μέχρι του κάτω τμήματος της Βαιθχόρ.
Α Βασ. 7,12 καὶ ἔλαβε Σαμουὴλ λίθον ἕνα καὶ ἔστησεν αὐτὸν ἀνὰ μέσον Μασσηφὰθ καὶ ἀνὰ μέσον τῆς παλαιᾶς καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἀβενέζερ, Λίθος τοῦ βοηθοῦ, καὶ εἶπεν· ἕως ἐνταῦθα ἐβοήθησεν ἡμῖν Κύριος.
Α Βασ. 7,12 Ο δε Σαμουήλ, εις ανάμνησιν της θαυμαστής αυτής θείας επεμβάσεως, επήρεν έναν λίθον και τον έστησε μεταξύ Μασσηφάθ και Παλαιάς. Ωνόμασε δε αυτόν τον λίθον “Αβενέζερ” όνομα το οποίον σημαίνει “Λιθος του βοηθούντος Θεού”. Και προσέθεσε· “μέχρις εδώ μας εβοήθησεν ο Κυριος”.
Α Βασ. 7,13 καὶ ἐταπείνωσε Κύριος τοὺς ἀλλοφύλους, καὶ οὐ προσέθεντο ἔτι προσελθεῖν εἰς ὅριον Ἰσραήλ· καὶ ἐγενήθη χεὶρ Κυρίου ἐπὶ τοὺς ἀλλοφύλους πάσας τὰς ἡμέρας τοῦ Σαμουήλ.
Α Βασ. 7,13 Ετσι δε ο Κυριος εξηυτέλισε τους Φιλισταίους οι οποίοι δεν ετόλμησαν άλλην φοράν εισβάλουν εις την χώραν του ισραηλιτικού λαού, διότι τους εβάρυνεν η τιμωρός χειρ του Κυρίου όλας τας ημέρας της ζωής του Σαμουήλ.
Α Βασ. 7,14 καὶ ἀπεδόθησαν αἱ πόλεις, ἃς ἔλαβον οἱ ἀλλόφυλοι παρὰ τῶν υἱῶν Ἰσραήλ, καὶ ἀπέδωκαν αὐτὰς τῷ Ἰσραὴλ ἀπὸ Ἀσκάλωνος ἕως Ἀζόβ, καὶ τὸ ὅριον Ἰσραὴλ ἀφείλοντο ἐκ χειρὸς ἀλλοφύλων. καὶ ἦν εἰρήνη ἀνὰ μέσον Ἰσραὴλ καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ Ἀμοῤῥαίου.
Α Βασ. 7,14 Αι πόλεις, τας οποίας οι Φιλισταίοι είχαν αφαιρέσει από τους Ισραηλίτας, ανακατελήφθησαν από του Ισραηλίτας, οι δε Φιλισταίοι επέστρεψαν αυτάς τας πόλεις από την Ασκάλωνα μέχρι της Αβόζ. Ετσι οι Ισραηλίται αφήρεσαν την χώραν των από τους Φιλισταίους και την ανέκτησαν. Συνήφθη δέ μεταξύ Ισραηλιτών και Αμορραίων ειρήνη.
Α Βασ. 7,15 καὶ ἐδίκαζε Σαμουὴλ τὸν Ἰσραὴλ πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς αὐτοῦ.
Α Βασ. 7,15 Ο Σαμουήλ έμεινε Κριτής του Ισραηλιτικού λαού όλας τας ημέρας της ζωής του.
Α Βασ. 7,16 καὶ ἐπορεύετο κατ᾿ ἐνιαυτὸν καὶ ἐκύκλου Βαιθὴλ καὶ τὴν Γαλγαλὰ καὶ τὴν Μασσηφὰθ καὶ ἐδίκαζε τὸν Ἰσραὴλ ἐν πᾶσι τοῖς ἡγιασμένοις τούτοις·
Α Βασ. 7,16 Καθε δε έτος περιώδευε και έκαμνε τον κύκλον των πόλεων Βαιθήλ Γαλγαλά, Μασσηφάθ, και εδίκαζε τας διαφοράς των Ισραηλιτών, οι οποίοι κατοικούσαν τους ιερούς αυτούς τόπους της γης της επαγγελίας.
Α Βασ. 7,17 ἡ δὲ ἀποστροφὴ αὐτοῦ εἰς Ἀρμαθαὶμ ὅτι ἐκεῖ ἦν ὁ οἶκος αὐτοῦ, καὶ ἐδίκαζεν ἐκεῖ τὸν Ἰσραὴλ καὶ ᾠκοδόμησεν ἐκεῖ θυσιαστήριον τῷ Κυρίῳ.
Α Βασ. 7,17 Η μόνιμος όμως κατοικία του ήτο εις Αρμαθαίμ, διότι εκεί ήτο το σπίτι του, η πατρίδα του και εκεί κυρίως έλυε τας διαφοράς των Ισραηλιτών. Εκεί δε και έκτισε θυσιαστήριον εις τιμήν του Κυρίου.
Α Βασ. 8,1 Καὶ ἐγένετο ὡς ἐγήρασε Σαμουήλ, καὶ κατέστησε τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ δικαστὰς τῷ Ἰσραήλ.
Α Βασ. 8,1 Ο Σαμουήλ, επειδή πλέον είχε γηράσει, κατέστησεν ως δικαστάς του Ισραηλιτικού λαού τα παιδιά του.
Α Βασ. 8,2 καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν υἱῶν αὐτοῦ· πρωτότοκος Ἰωήλ, καὶ ὄνομα τοῦ δευτέρου Ἀβιά, δικασταὶ ἐν Βηρσαβεέ.
Α Βασ. 8,2 Τα δε ονόματα των υιών του είναι τα εξής· Ο πρωτότοκος ωνομάζετο Ιωήλ, ο δε δευτερότοκος ωνομάζετο Αβιά. Και οι δύο αυτοί ήσαν δικασταί των Ισραηλιτών και εδίκαζαν εις την πόλιν Βηρσαβεέ.
Α Βασ. 8,3 καὶ οὐκ ἐπορεύθησαν οἱ υἱοὶ αὐτοῦ ἐν ὁδῷ αὐτοῦ καὶ ἐξέκλιναν ὀπίσω τῆς συντελείας καὶ ἐλάμβανον δῶρα καὶ ἐξέκλινον δικαιώματα.
Α Βασ. 8,3 Τα παιδιά όμως του Σαμουήλ δεν ηκολούθησαν το ευσεβές παράδειγμα του πατρός των, αλλά κυριευθέντες από φιλαργυρίαν παρεξέκλιναν από τον νόμον του Θεού, εδωροδοκούντο κατά την απονομήν της δικαιοσύνης και καταπατούσαν τοιουτοτρόπως την δικαιοσύνην του Θεού.
Α Βασ. 8,4 καὶ συναθροίζονται ἄνδρες Ἰσραὴλ καὶ παραγίνονται εἰς Ἀρμαθαὶμ πρὸς Σαμουὴλ
Α Βασ. 8,4 Τοτε αντιπρόσωποι του Ισραηλιτικού λαού συνεκεντρώθησαν, ήλθον εις την πόλιν Αρμαθαίμ προς τον Σαμουήλ
Α Βασ. 8,5 καὶ εἶπαν αὐτῷ· ἰδοὺ σὺ γεγήρακας, καὶ οἱ υἱοί σου οὐ πορεύονται ἐν τῇ ὁδῷ σου· καὶ νῦν κατάστησον ἐφ᾿ ἡμᾶς βασιλέα δικάζειν ἡμᾶς, καθὰ καὶ τὰ λοιπὰ ἔθνη.
Α Βασ. 8,5 και του είπαν· “ιδού, συ πλέον έχεις γηράσει, τα δε παιδιά σου δεν ακολουθούν το ιδικόν σου ευσεβές παράδειγμα. Δια τούτο ζητούμεν να εγκαταστήσης εις ημάς βασιλέα, δια να λύη αυτός τας διαφοράς μας, όπως ακριβώς βασιλέα έχουν και τα αλλά έθνη”.
Α Βασ. 8,6 καὶ πονηρὸν τὸ ῥῆμα ἐν ὀφθαλμοῖς Σαμουήλ, ὡς εἶπαν, δὸς ἡμῖν βασιλέα δικάζειν ἡμᾶς· καὶ προσηύξατο Σαμουὴλ πρὸς Κύριον.
Α Βασ. 8,6 Ο λόγος αυτός, τον οποίον είπαν οι Ισραηλίται “δος μας βασιλέα δια να μας διοική”, δεν εφάνη καλός στον Σαμουήλ. Δια τούτο ο Σαμουήλ προσηυχήθη προς τον Θεόν και εζήτησε να του φανερώση τι πρέπει να κάμη.
Α Βασ. 8,7 καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Σαμουήλ· ἄκουε τῆς φωνῆς τοῦ λαοῦ, καθὰ ἂν λαλῶσί σοι· ὅτι οὐ σὲ ἐξουθενήκασιν, ἀλλ᾿ ἢ ἐμὲ ἐξουθενήκασι τοῦ μὴ βασιλεύειν ἐπ᾿ αὐτῶν.
Α Βασ. 8,7 Ο Κυριος απήντησε προς τον Σαμουήλ και του είπεν· “άκουσε το αίτημα του λαού, κάμε ο,τι αυτοί σου εζήτησαν, διότι με το αίτημά των αυτό δεν περιφρονούν σέ, αλλά εμέ περιφρονούν, επειδή δεν θέλουν να βασιλεύω εγώ εις αυτούς.
Α Βασ. 8,8 κατὰ πάντα τὰ ποιήματα, ἃ ἐποίησάν μοι ἀφ᾿ ἧς ἡμέρας ἀνήγαγον αὐτοὺς ἐξ Αἰγύπτου ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης καὶ ἐγκατέλιπόν με καὶ ἐδούλευον θεοῖς ἑτέροις, οὕτως αὐτοὶ ποιοῦσι καὶ σοί.
Α Βασ. 8,8 Οπως στο παρελθόν εφέρθησαν προς εμέ από την ημέραν κατά την οποίαν τους έβγαλα από την Αίγυπτον, όπως δηλαδή εγκατέλιπον εμέ και ελάτρευσαν άλλους θεούς, έτσι συμπεριφέρονται και αυτοί τώρα προς σέ.
Α Βασ. 8,9 καὶ νῦν ἄκουε τῆς φωνῆς αὐτῶν· πλὴν ὅτι διαμαρτυρόμενος διαμαρτύρῃ αὐτοῖς καὶ ἀπαγγελεῖς αὐτοῖς τὸ δικαίωμα τοῦ βασιλέως, ὃς βασιλεύσει ἐπ᾿ αὐτούς.
Α Βασ. 8,9 Και τώρα άκουσε το αίτημά των. Μονον θα διαμαρτυρηθής εντόνως προς αυτούς και θα προβάλης τα δικαιώματα, τα οποία θα έχη επάνω των ο βασιλεύς”.
Α Βασ. 8,10 καὶ εἶπε Σαμουὴλ πᾶν τὸ ῥῆμα τοῦ Κυρίου πρὸς τὸν λαὸν τοὺς αἰτοῦντας παρ᾿ αὐτοῦ βασιλέα
Α Βασ. 8,10 Ο Σαμουήλ ανεκοίνωσε τον λόγον αυτόν του Κυρίου στον λαόν, εις αυτούς που εζητούσαν βασιλέα
Α Βασ. 8,11 καὶ εἶπε· τοῦτο ἔσται τὸ δικαίωμα τοῦ βασιλέως, ὃς βασιλεύσει ἐφ᾿ ὑμᾶς· τοὺς υἱοὺς ὑμῶν λήψεται, καὶ θήσεται αὐτοὺς ἐν ἅρμασιν αὐτοῦ καὶ ἐν ἱππεῦσιν αὐτοῦ καὶ προτρέχοντας τῶν ἁρμάτων αὐτοῦ
Α Βασ. 8,11 και τους είπεν· “αυτά θα είναι τα δικαιώματα του βασιλέως, ο οποίος θα βασιλεύση εις σας· Θα πάρη τους υιούς σας και θα βάλη αυτούς οδηγούς εις τα άρματά του, ιππείς στο ιππικόν του, προπορευόμενους εμπρός από τα άρματά του.
Α Βασ. 8,12 καὶ θέσθαι αὐτοὺς ἑαυτῷ ἑκατοντάρχους καὶ χιλιάρχους καὶ θερίζειν θερισμὸν αὐτοῦ καὶ τρυγᾶν τρυγητὸν αὐτοῦ καὶ ποιεῖν σκεύη πολεμικὰ αὐτοῦ καὶ σκεύη ἁρμάτων αὐτοῦ·
Α Βασ. 8,12 Θα πάρη από αυτούς και θα τοποθετήση προς εξυπηρέτησίν του άλλους μεν εκατοντάρχους και χιλιάρχους, άλλους δε εργάτας δια να θερίζουν τα σπαρτά του, να τρυγούν τα αμπέλια του, να κατασκευάζουν τα πολεμικά του όπλα και τα εξαρτήματα δια τα άρματά του.
Α Βασ. 8,13 καὶ τὰς θυγατέρας ὑμῶν λήψεται εἰς μυρεψοὺς καὶ εἰς μαγειρίσσας καὶ εἰς πεσσούσας·
Α Βασ. 8,13 Θα πάρη τας θυγατέρας σας, τας οποίας θα κάμη μυροποιούς, μαγείρισσας και αρτοποιούς.
Α Βασ. 8,14 καὶ τοὺς ἀγροὺς ὑμῶν καὶ τοὺς ἀμπελῶνας ὑμῶν καὶ τοὺς ἐλαιῶνας ὑμῶν τοὺς ἀγαθοὺς λήψεται καὶ δώσει τοῖς δούλοις ἑαυτοῦ.
Α Βασ. 8,14 Θα πάρη τους αγρούς σας και τα αμπέλια σας και τους καρποφόρους ελαιώνας σας, και θα τα δώση στους δούλους του.
Α Βασ. 8,15 καὶ τὰ σπέρματα ὑμῶν καὶ τοὺς ἀμπελῶνας ὑμῶν ἀποδεκατώσει καὶ δώσει τοῖς εὐνούχοις αὐτοῦ καὶ τοῖς δούλοις αὐτοῦ·
Α Βασ. 8,15 Θα πάρη το δέκατον από την εσοδείαν των σπαρτών σας και των αμπελιών σας, και θα τα δώση στους ευνούχους και τους δούλους του.
Α Βασ. 8,16 καὶ τοὺς δούλους ὑμῶν καὶ τὰς δούλας ὑμῶν καὶ τὰ βουκόλια ὑμῶν τὰ ἀγαθὰ καὶ τοὺς ὄνους ὑμῶν λήψεται, καὶ ἀποδεκατώσει εἰς τὰ ἔργα αὐτοῦ
Α Βασ. 8,16 Ακόμη δε θα πάρη τους δούλους σας και τας δούλας σας, τα παχειά βόδια σας και τους όνους σας και το δέκατον από τα εισοδήματά σας δια τα έργα του.
Α Βασ. 8,17 καὶ τὰ ποίμνια ὑμῶν ἀποδεκατώσει· καὶ ὑμεῖς ἔσεσθε αὐτῷ δοῦλοι.
Α Βασ. 8,17 Και από τα ποίμνιά σας θα πάρη το δέκατον. Και επί πλέον σεις θα είσθε δούλοι του.
Α Βασ. 8,18 καὶ βοήσεσθε ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἐκ προσώπου βασιλέως ὑμῶν, οὗ ἐξελέξασθε ἑαυτοῖς, καὶ οὐκ ἐπακούσεται Κύριος ὑμῶν ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ὅτι ὑμεῖς ἐξελέξασθε ἑαυτοῖς βασιλέα.
Α Βασ. 8,18 Κατά την εποχήν δε εκείνην καταπικραμμένοι σεις από την καταθλιπτικήν αυτήν μεταχείρισιν εκ μέρους του βασιλέως, τον οποίον οι ιδιοι δια τον εαυτόν σας έχετε εκλέξει, θα φωνάξετε προς τον Κυριον. Αλλά ο Κυριος δεν θα σας ακούση τότε, επειδή σεις αυτοβούλως εξελέξατε δια τον εαυτόν σας βασιλέα”.
Α Βασ. 8,19 καὶ οὐκ ἐβούλετο ὁ λαὸς ἀκοῦσαι τοῦ Σαμουὴλ καὶ εἶπαν αὐτῷ· οὐχί, ἀλλ᾿ ἢ βασιλεὺς ἔσται ἐφ᾿ ἡμᾶς,
Α Βασ. 8,19 Ο λαός όμως δεν ήθελε να υπακούση στον Σαμουήλ και απήντησαν εις αυτόν· “οχι ! Ημείς θέλομεν οπωσδήποτε να έχωμεν βασιλέα.
Α Βασ. 8,20 καὶ ἐσόμεθα καὶ ἡμεῖς καθὰ πάντα τὰ ἔθνη, καὶ δικάσει ἡμᾶς βασιλεὺς ἡμῶν καὶ ἐξελεύσεται ἔμπροσθεν ἡμῶν καὶ πολεμήσει τὸν πόλεμον ἡμῶν.
Α Βασ. 8,20 Θέλομεν και ημείς να είμεθα και να διοικούμεθα, όπως και τα άλλα έθνη. Ο βασιλεύς θα μας κυβερνά και θα δικάζη τας διαφοράς μας. Εις περίπτωσιν δε πολέμου αυτός θα εξέρχεται και θα προπορεύεται εμπρός από ημάς και θα διεξάγη τον πόλεμόν μας”.
Α Βασ. 8,21 καὶ ἤκουσε Σαμουὴλ πάντας τοὺς λόγους τοῦ λαοῦ καὶ ἐλάλησεν αὐτοὺς εἰς τὰ ὦτα Κυρίου.
Α Βασ. 8,21 Ο Σαμουήλ ήκουσε τα λόγια αυτά του Ισραηλιτικού λαού και τα ανέφερεν ενώπιον του Κυρίου.
Α Βασ. 8,22 καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Σαμουήλ· ἄκουε τῆς φωνῆς αὐτῶν καὶ βασίλευσον αὐτοῖς βασιλέα. καὶ εἶπε Σαμουὴλ πρὸς ἄνδρας Ἰσραήλ· ἀποτρεχέτω ἕκαστος εἰς τὴν πόλιν αὐτοῦ.
Α Βασ. 8,22 Ο Κυριος απήντησεν στον Σαμουήλ· “να υπακούσης εις την απαίτησιν αυτών και να αναδείξης εις αυτούς βασιλέα”. Ο Σαμουήλ είπε τότε προς τους αντιπροσώπους του λαού· “πηγαίνετε ο καθένας σας εις την πόλιν του και το αίτημά σας θα πραγματοποιηθή.
Α Βασ. 9,1 Καὶ ἀνὴρ ἐξ υἱῶν Βενιαμίν, καὶ ὄνομα αὐτῷ Κίς, υἱὸς Ἀβιήλ, υἱοῦ Ἰαρέδ, υἱοῦ Βαχίρ, υἱοῦ Ἀφέκ, υἱοῦ ἀνδρὸς Ἰεμιναίου, ἀνὴρ δυνατός.
Α Βασ. 9,1 Εζούσε τότε ένας ανήρ από την φυλήν Βενιαμίν, ο οποίος ωνομάζετο Κις. Αυτός ήτο υιός του Αβιήλ, υιού του Ιαρέδ, ο οποίος Ιαρέδ ήτο υιός του Βαχίρ, ο δε Βαχίρ ήτο υιός του Αφέκ και ο Αφέκ ήτο υιός ανδρός Βενιαμίτου. Αυτός ο Κις ήτο πλούσιος και ισχυρός.
Α Βασ. 9,2 καὶ τούτῳ υἱός, καὶ ὄνομα αὐτῷ Σαούλ, εὐμεγέθης, ἀνὴρ ἀγαθός, καὶ οὐκ ἦν ἐν υἱοῖς Ἰσραὴλ ἀγαθὸς ὑπὲρ αὐτόν, ὑπερωμίαν καὶ ἐπάνω ὑψηλὸς ὑπὲρ πᾶσαν τὴν γῆν.
Α Βασ. 9,2 Είχε δε υιόν ο οποίος ωνομάζετο Σαούλ. Αυτός ο Σαούλ ήτο άνδρας υψηλόσωμος και ωραίος. Κανείς άλλος μεταξύ των Ισραηλιτών δεν ήτο ωραιότερος από αυτόν. Ητο υψηλός, υψηλότερος από τους ανθρώπους όλης της χώρας του.
Α Βασ. 9,3 καὶ ἀπώλοντο αἱ ὄνοι Κὶς πατρὸς Σαούλ, καὶ εἶπε Κὶς πρὸς Σαοὺλ τὸν υἱὸν αὐτοῦ· λαβὲ μετὰ σεαυτοῦ ἓν τῶν παιδαρίων καὶ ἀνάστητε καὶ πορεύθητε καὶ ζητήσατε τὰς ὄνους.
Α Βασ. 9,3 Μιαν ημέραν αι όνοι του πατρός του Κις εχάθησαν. Είπε δε ο Κις προς τον υιόν του, τον Σαούλ· “πάρε μαζή σου ένα από τους νεαρούς υπηρέτας και σηκωθήτε και πηγαίνετε εις αναζήτησιν των όνων”. Αυτό και εγινε.
Α Βασ. 9,4 καὶ διῆλθον δι᾿ ὄρους Ἐφραὶμ καὶ διῆλθον διὰ τῆς γῆς Σελχὰ καὶ οὐχ εὗρον· καὶ διῆλθον διὰ τῆς γῆς Σεγαλείμ, καὶ οὐκ ἦν· καὶ διῆλθον διὰ τῆς γῆς Ἰαμὶν καὶ οὐχ εὗρον.
Α Βασ. 9,4 Ο Σαούλ με τον υπηρέτην επέρασαν την ορεινήν περιοχήν της φυλής Εφραίμ, έφθασαν εις την χώραν Σελχά, αλλά δεν εύρον τας όνους. Ηλθον επίσης εις την χώραν Σεγαλείμ και ούτε εκεί τας εύρον. Ηλθον εις την χώραν της φυλής Βενιαμίν και δεν τας ευρήκαν.
Α Βασ. 9,5 αὐτῶν δὲ ἐλθόντων εἰς τὴν Σίφ, καὶ Σαοὺλ εἶπε τῷ παιδαρίῳ αὐτοῦ τῷ μετ᾿ αὐτοῦ· δεῦρο καὶ ἀποστρέψωμεν, μὴ ἀνεὶς ὁ πατήρ μου τὰς ὄνους φροντίζῃ τὰ περὶ ἡμῶν·
Α Βασ. 9,5 Οταν έφθασαν εις την χώραν Σιφ, είπεν ο Σαούλ στον δούλον του, τον οποίον είχε μαζή του· “έλα να επανέλθωμεν, μήπως ο πατήρ μου αφήση πλέον την φροντίδα δια τας όνους του και φροντίζη να εύρη ημάς”.
Α Βασ. 9,6 καὶ εἶπεν αὐτῷ τὸ παιδάριον· ἰδοὺ δὴ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἐν τῇ πόλει ταύτῃ, καὶ ὁ ἄνθρωπος ἔνδοξος, πᾶν, ὃ ἐὰν λαλήσῃ, παραγινόμενον παρέσται· καὶ νῦν πορευθῶμεν, ὅπως ἀπαγγείλῃ ἡμῖν τὴν ὁδὸν ἡμῶν, ἐφ᾿ ἣν ἐπορεύθημεν ἐπ᾿ αὐτήν.
Α Βασ. 9,6 Ο δούλος εκείνος είπεν στον Σαούλ· “ιδού, εις την πόλιν αυτήν υπάρχει ενας άνθρωπος του Θεού. Ο άνθρωπος αυτός είναι ονομαστός. Καθε τι το οποίον θα προείπη, ασφαλώς θα γίνη. Ας πάμε λοιπόν προς αυτόν να μας πληροφορήση, ποίαν οδόν πρέπει να πάρωμεν, δια να εύρωμεν τας όνους μας”.
Α Βασ. 9,7 καὶ εἶπε Σαοὺλ τῷ παιδαρίῳ αὐτοῦ τῷ μετ᾿ αὐτοῦ· καὶ ἰδοὺ πορευσόμεθα, καὶ τὶ οἴσομεν τῷ ἀνθρώπῳ τοῦ Θεοῦ; ὅτι οἱ ἄρτοι ἐκλελοίπασιν ἐκ τῶν ἀγγείων ἡμῶν, καὶ πλεῖον οὐκ ἔστι μεθ᾿ ἡμῶν εἰσενεγκεῖν τῷ ἀνθρώπῳ τοῦ Θεοῦ τὸ ὑπάρχον ἡμῖν.
Α Βασ. 9,7 Ο Σαούλ απήντησεν στον δούλον του· “ναι, να πάμε. Τι θα δώσωμεν όμως στον άνθρωπον αυτόν του Θεού; Οι άρτοι εις τα σακκίδιά μας έχουν εξαντληθή, ούτε και κανένα άλλο δώρον έχομεν μαζή μας, δια να προσφέρωμεν στον άνθρωπον αυτόν του Θεού”.
Α Βασ. 9,8 καὶ προσέθετο τὸ παιδάριον ἀποκριθῆναι τῷ Σαοὺλ καὶ εἶπεν· ἰδοὺ εὕρηται ἐν τῇ χειρί μου τέταρτον σίκλου ἀργυρίου, καὶ δώσεις τῷ ἀνθρώπῳ τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀπαγγελεῖ ἡμῖν τὴν ὁδὸν ἡμῶν.
Α Βασ. 9,8 Ο νεαρός δούλος εκινήθη να απαντήση πάλιν και είπε· “ιδού, εις τα χέρια μου υπάρχει ένα τέταρτον αργυρού σίκλου. Αυτό θα δώσης στον άνθρωπον του Θεού, τον προφήτην τούτον, και θα μας είπη, ποίον δρόμον πρέπει να οκολουθήσωμεν δια να εύρωμεν τας όνους μας;
Α Βασ. 9,9 καὶ ἔμπροσθεν ἐν Ἰσραὴλ τάδε ἔλεγεν ἕκαστος ἐν τῷ πορεύεσθαι ἐπερωτᾶν τὸν Θεόν· δεῦρο καὶ πορευθῶμεν πρὸς τὸν βλέποντα· ὅτι τὸν προφήτην ἐκάλει ὁ λαὸς ἔμπροσθεν Ὁ βλέπων.
Α Βασ. 9,9 Αλλοτε οι Ισραηλίται, όταν επήγαιναν να ερωτήσουν τον Θεόν, έλεγαν μεταξύ των· “Ελα να πάμε προς τον βλέποντα. Ετσι ο λαός ωνόμαζε τον προφήτην του Θεού· “ο Βλέπων”.
Α Βασ. 9,10 καὶ εἶπε Σαοὺλ πρὸς τὸ παιδάριον αὐτοῦ· ἀγαθόν τὸ ῥῆμα, δεῦρο καὶ πορευθῶμεν. καὶ ἐπορεύθησαν εἰς τὴν πόλιν, οὗ ἦν ἐκεῖ ὁ ἄνθρωπος ὁ τοῦ Θεοῦ.
Α Βασ. 9,10 Ο Σαούλ είπε προς τον νεαρόν υπηρέτην του· “καλά είπες, έλα να πάμε”. Επήγαν εις την πόλιν, όπου ευρίσκετο ο άνθρωπος αυτός του Θεού, ο προφήτης.
Α Βασ. 9,11 αὐτῶν ἀναβαινόντων τὴν ἀνάβασιν τῆς πόλεως καὶ αὐτοὶ εὑρίσκουσι τὰ κοράσια ἐξεληλυθότα ὑδρεύεσθαι ὕδωρ καὶ λέγουσιν αὐταῖς· εἰ ἔστιν ἐνταῦθα Ὁ βλέπων;
Α Βασ. 9,11 Ενώ αυτοί ανέβαιναν τον ανωφερή δρόμον προς την πόλιν, συνήντησαν τας νεάνιδας της πόλεως, αι οποίαι είχαν εξέλθει, δια να πάρουν νερό από κάποιαν εκεί πηγήν έξω από την πόλιν. Ο Σαούλ και ο υπηρέτης ηρώτησαν τας νεάνιδας αυτάς· “μήπως ευρίσκεται εδώ ο “βλέπων”, ο προφήτης;”
Α Βασ. 9,12 καὶ ἀπεκρίθη τὰ κοράσια αὐτοῖς καὶ λέγουσιν αὐτοῖς· ἔστιν, ἰδοὺ κατὰ πρόσωπον ὑμῶν· νῦν διὰ τὴν ἡμέραν ἥκει εἰς τὴν πόλιν, ὅτι θυσία σήμερον τῷ λαῷ ἐν Βαμᾷ·
Α Βασ. 9,12 Αι νεάνιδες απήντησαν εις αυτούς· “ναι, εδώ είναι, ιδού ευρίσκεται έμπροσθέν σας. Σημερα ακριβώς έχει έλθει εις την πόλιν λόγω της ημέρας, διότι πρόκειται κατά την ημέραν αυτήν να μεταβή και να προσφέρη θυσίαν υπέρ του λαού εις κάποιο υψωμα, στον λόφον.
Α Βασ. 9,13 ὡς ἂν εἰσέλθητε εἰς τὴν πόλιν, οὕτως εὑρήσετε αὐτὸν ἐν τῇ πόλει πρὶν ἀναβῆναι αὐτὸν εἰς Βαμᾶ τοῦ φαγεῖν· ὅτι οὐ μὴ φάγῃ ὁ λαὸς ἕως τοῦ εἰσελθεῖν αὐτόν, ὅτι οὗτος εὐλογεῖ τὴν θυσίαν, καὶ μετὰ ταῦτα ἐσθίουσιν οἱ ξένοι· καὶ νῦν ἀνάβητε, ὅτι διὰ τὴν ἡμέραν εὑρήσετε αὐτόν.
Α Βασ. 9,13 Αμέσως μόλις εισέλθετε εις την πόλιν θα τον συναντήσετε, πριν αυτός ανέβη στον λόφον, όπου θα παρακαθήση στο μετά την θυσίαν γεύμα. Ο λαός, άλλωστε, δεν πρόκειται να φάγη εκεί, αν αυτός προηγουμένως δεν μεταβή δια να ευλογήση την θυσίαν και κατόπιν θα φάγουν οι ξένοι, οι προσκυνηταί. Πηγαίνετε λοιπόν τώρα και θα τον ευρήτε εκεί λόγω ακριβώς της ημέρας αυτής”.
Α Βασ. 9,14 καὶ ἀναβαίνουσι τὴν πόλιν. αὐτῶν εἰσπορευομένων εἰς μέσον τῆς πόλεως καὶ ἰδοὺ Σαμουὴλ ἐξῆλθεν εἰς τὴν ἀπάντησιν αὐτῶν τοῦ ἀναβῆναι εἰς Βαμᾶ.
Α Βασ. 9,14 Πράγματι μετέβησαν ο Σαούλ και ο υπηρέτης εις την πόλιν. Καθώς δε αυτοί εισήρχοντο εντός της πόλεως, ιδού ο Σαμουήλ εξήλθεν εις συνάντησίν των, δια να αναβή κατόπιν στον λόφον δια την θυσίαν.
Α Βασ. 9,15 καὶ Κύριος ἀπεκάλυψε τὸ ὠτίον Σαμουὴλ ἡμέρᾳ μιᾷ ἔμπροσθεν τοῦ ἐλθεῖν πρὸς αὐτὸν Σαοὺλ λέγων·
Α Βασ. 9,15 Ο Κυριος είχεν ομιλήσει προς τον Σαμουήλ και μίαν ημέραν πριν έλθη ο Σαούλ προς αυτόν είχεν αποκαλύψει τα εξής·
Α Βασ. 9,16 ὡς ὁ καιρός, αὔριον ἀποστελῶ πρός σε ἄνδρα ἐκ γῆς Βενιαμίν, καὶ χρίσεις αὐτὸν εἰς ἄρχοντα ἐπὶ τὸν λαόν μου Ἰσραήλ, καὶ σώσει τὸν λαόν μου ἐκ χειρὸς ἀλλοφύλων· ὅτι ἐπέβλεψα ἐπὶ τὴν ταπείνωσιν τοῦ λαοῦ μου, ὅτι ἦλθε βοὴ αὐτῶν πρός με.
Α Βασ. 9,16 “Αύριον, κατά την ώραν αυτήν, θα στείλω προς σε ένα άνδρα από την φυλήν Βενιαμίν, τον οποίον θα χρίσης βασιλέα δια τον λαόν μου τον ισραηλιτικόν. Αυτός θα απαλλάξη τον λαόν μου από τα χέρια των Φιλισταίων. Θα τους σώσω τους Ισραηλίτας, διότι είδα με ευσπλαγχνικόν βλέμμα την δυστυχίαν του λαού μου και διότι η βοή του στεναγμού των έφθασεν έως εις εμέ”.
Α Βασ. 9,17 καὶ Σαμουὴλ εἶδε τὸν Σαούλ· καὶ Κύριος ἀπεκρίθη αὐτῷ· ἰδοὺ ὁ ἄνθρωπος, ὃν εἶπά σοι, οὗτος ἄρξει ἐν τῷ λαῷ μου.
Α Βασ. 9,17 Ο Σαμουήλ είδε τον Σαούλ και ο Κυριος είπε προς τον Σαμουήλ· “ιδού, αυτός είναι ο άνθρωπος, δια τον οποίον σου ωμίλησα. Αυτός θα γίνη βασιλεύς του λαού μου”.
Α Βασ. 9,18 καὶ προσήγαγε Σαοὺλ πρὸς Σαμουὴλ εἰς μέσον τῆς πόλεως καὶ εἶπεν· ἀπάγγειλον δὴ ποῖος ὁ οἶκος τοῦ βλέποντος.
Α Βασ. 9,18 Ο Σαούλ επλησίασε τον Σαμουήλ εντός της πόλεως και τον ηρώτησε· “ειπέ μου, σε παρακαλώ, ποιό είναι το σπίτι του βλέποντος, του προφήτου;”
Α Βασ. 9,19 καὶ ἀπεκρίθη Σαμουὴλ τῷ Σαοὺλ καὶ εἶπεν· ἐγώ εἰμι αὐτός· ἀνάβηθι ἔμπροσθέν μου εἰς Βαμᾶ καὶ φάγε μετ᾿ ἐμοῦ σήμερον, καὶ ἐξαποστελῶ σε πρωΐ καὶ πάντα τὰ ἐν τῇ καρδίᾳ σου ἀπαγγελῶ σοι·
Α Βασ. 9,19 Ο Σαμουήλ απήντησε προς τον Σαούλ· “είμαι εγώ ο ίδιος. Ανέβα μαζή μου στον λόφον και φάγε εκεί μαζή με εμέ σήμερον. Αύριον θα σε αφήσω ελεύθερον να αναχωρήσης, αφού προηγουμένως σου αποκαλύψω όλα όσα απασχολούν τον νουν σου.
Α Βασ. 9,20 καὶ περὶ τῶν ὄνων σου τῶν ἀπολωλυιῶν σήμερον τριταίων μὴ θῇς τὴν καρδίαν σου αὐταῖς, ὅτι εὕρηνται· καὶ τίνι τὰ ὡραῖα τοῦ Ἰσραήλ; οὐ σοὶ καὶ τῷ οἴκῳ τοῦ πατρός σου;
Α Βασ. 9,20 Δια δε τας όνους τας οποίας εχάσατε προ τριών ημερών, μην ανησυχής, διότι ευρέθησαν. Εις ποίον, άλλωστε, άλλον ειμή στον οίκον του πατρός σου θα αποδοθούν όλα τα αγαθά του Ισραηλιτικού λαού;”
Α Βασ. 9,21 καὶ ἀπεκρίθη Σαοὺλ καὶ εἶπεν· οὐχὶ ἀνδρὸς υἱὸς Ἰεμιναίου ἐγώ εἰμι τοῦ μικροῦ σκήπτρου φυλῆς Ἰσραὴλ καὶ τῆς φυλῆς τῆς ἐλαχίστης ἐξ ὅλους σκήπτρου Βενιαμίν; καὶ ἱνατί ἐλάλησας πρὸς ἐμὲ κατὰ τὸ ῥῆμα τοῦτο;
Α Βασ. 9,21 Ο Σαούλ απήντησεν· “αυτό δεν είναι δυνατόν, διότι εγώ είμαι υιός ανδρός, ο οποίος ανήκει εις την φυλήν Βενιαμίν, της μικροτέρας από όλας τας άλλας φυλάς του Ισραηλιτικού λαού. Η δε οικογένειά μου είναι μικροτέρα από όλας τας οικογενείας της φυλής του Βενιαμίν. Διατί λοιπόν ωμίλησες προς εμέ και είπες αυτά τα λόγια;”
Α Βασ. 9,22 καὶ ἔλαβε Σαμουὴλ τὸν Σαοὺλ καὶ τὸ παιδάριον αὐτοῦ καὶ εἰσήγαγεν αὐτοὺς εἰς τὸ κατάλυμα καὶ ἔθετο αὐτοῖς ἐκεῖ τόπον ἐν πρώτοις τῶν κεκλημένων ὡσεὶ ἑβδομήκοντα ἀνδρῶν.
Α Βασ. 9,22 Ο Σαμουήλ επήρε τον Σαούλ και τον νεαρόν υπηρέτην του, τους ωδήγησε στον οίκον του και τους έβαλε να καθίσουν εις τιμητικήν θέσιν μεταξύ των άλλων εβδομήκοντα περίπου προσκεκλημένων επισήμων ανδρών.
Α Βασ. 9,23 καὶ εἶπε Σαμουὴλ τῷ μαγείρῳ· δός μοι τὴν μερίδα, ἣν ἔδωκά σοι, ἣν εἶπά σοι θεῖναι αὐτὴν παρά σοι.
Α Βασ. 9,23 Είπε δε ο Σαμουήλ στον μάγειρον· “δος μου την μερίδα του κρέατος, την οποίαν σου έδωκα και δια την οποίαν σου είπα να την θέσης κατά μέρος”.
Α Βασ. 9,24 καὶ ἥψησεν ὁ μάγειρος τὴν κωλέαν, καὶ παρέθηκεν αὐτὴν ἐνώπιον Σαούλ· καὶ εἶπε Σαμουὴλ τῷ Σαούλ· ἰδοὺ ὑπόλειμμα, παράθες αὐτὸ ἐνώπιόν σου καὶ φάγε, ὅτι εἰς μαρτύριον τέθειταί σοι παρὰ τοὺς ἄλλους· ἀπόκνιζε. καὶ ἔφαγε Σαοὺλ μετὰ Σαμουὴλ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ.
Α Βασ. 9,24 Ο μάγειρος είχε ψήσει την μερίδα αυτήν, η οποία ήτο το παχύ σαρκώδες μέρος του μηρού, και την παρέθεσε πλησίον του Σαμουήλ. Ο Σαμουήλ είπεν στον Σαούλ· “ιδού, αυτή η μερίς έχει φυλαχθή δια σέ. Παρε την εμπρός σου και φάγε, διότι αυτή είναι δείγμα, που μαρτυρεί την ιδιαιτέραν μου προτίμησιν προς σέ, και τίθεται εμπρός σου επί παρουσία όλων των άλλων. Φαγε λοιπόν”. Και έφαγε πράγματι ο Σαούλ κατά την ημέραν εκείνην μαζή με τον Σαμουήλ.
Α Βασ. 9,25 καὶ κατέβη ἐκ τῆς Βαμᾶ εἰς τὴν πόλιν· καὶ διέστρωσαν τῷ Σαοὺλ ἐπὶ τῷ δώματι, καὶ ἐκοιμήθη.
Α Βασ. 9,25 Ο Σαμουήλ κατέβη από το ύψωμα του λόφου μαζή με τον Σαούλ και τον δούλον του εις την πόλιν. Διέταξε δε να στρώσουν δια τον Σαούλ στο επάνω διαμέρισμα του σπιτιού. Του έστρωσαν και εκεί εκοιμήθη.
Α Βασ. 9,26 καὶ ἐγένετο ὡς ἀνέβαινεν ὁ ὄρθρος, καὶ ἐκάλεσε Σαμουὴλ τὸν Σαοὺλ ἐπὶ τῷ δώματι λέγων· ἀνάστα, καὶ ἐξαποστελῶ σε· καὶ ἀνέστη Σαούλ, καὶ ἐξῆλθεν αὐτὸς καὶ Σαμουὴλ ἕως ἔξω.
Α Βασ. 9,26 Οταν εξημέρωσεν, ο Σαμουήλ εκάλεσε τον Σαούλ από το δώμα, στο οποίον εκοιμάτο, και του είπε· “σήκω, θα σε αφήσω τώρα ελεύθερον να φύγης”. Ο Σαούλ εσηκώθη και εξήλθον μαζή με τον Σαμουήλ έξω από την πόλιν.
Α Βασ. 9,27 αὐτῶν καταβαινόντων εἰς μέρος τῆς πόλεως καὶ Σαμουὴλ εἶπε τῷ Σαούλ· εἰπὸν τῷ νεανίσκῳ καὶ διελθέτω ἔμπροσθεν ἡμῶν, καὶ σὺ στῆθι ὡς σήμερον καὶ ἄκουσον ῥῆμα Θεοῦ.
Α Βασ. 9,27 Οταν κατέβαιναν στο άκρον της πόλεως, ο Σαμουήλ είπεν στον Σαούλ· “πες στον νεαρόν δούλον σου να προχωρήση εμπρός από ημάς, συ δε στάσου τώρα εδώ, και πρόσεξε να ακούσης τον λόγον του Κυρίου”.
Α Βασ. 10,1 Καὶ ἔλαβε Σαμουὴλ τὸν φακὸν τοῦ ἐλαίου καὶ ἐπέχεεν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ καὶ ἐφίλησεν αὐτὸν καὶ εἶπεν αὐτῷ· οὐχὶ κέκχρικέ σε Κύριος εἰς ἄρχοντα ἐπὶ τὸν λαὸν αὐτοῦ, ἐπὶ Ἰσραήλ; καὶ σὺ ἄρξεις ἐν λαῷ Κυρίου, καὶ σὺ σώσεις αὐτὸν ἐκ χειρὸς ἐχθρῶν αὐτοῦ κυκλόθεν.
Α Βασ. 10,1 Ο Σαμουήλ επήρε τότε το δοχείον του ελαίου και έχυσε επάνω εις την κεφαλήν του Σαούλ, τον εφίλησε και του είπεν· “ο Κυριος σε δεν έχει χρίσει άρχοντα και βασιλέα στον ισραηλιτικόν λαόν του; Ναι, συ θα είσαι αρχηγός του λαού του Κυρίου· συ θα σώσης αυτόν από τα χέρια των γύρω εχθρών του.
Α Βασ. 10,2 καὶ τοῦτό σοι τὸ σημεῖον ὅτι ἔχρισέ σε Κύριος ἐπὶ κληρονομίαν αὐτοῦ εἰς ἄρχοντα· ὡς ἂν ἀπέλθῃς σήμερον ἀπ᾿ ἐμοῦ, καὶ εὑρήσεις δύο ἄνδρας πρὸς τοῖς τάφοις Ῥαχὴλ ἐν τῷ ὄρει Βενιαμὶν ἁλλομένους μεγάλα, καὶ ἐροῦσί σοι· εὕρηνται αἱ ὄνοι, ἃς ἐπορεύθητε ζητεῖν, καὶ ἰδοὺ ὁ πατήρ σου ἀποτετίνακται τὸ ῥῆμα τῶν ὄνων καὶ ἐδαψιλεύσατο δι᾿ ὑμᾶς λέγων· τί ποιήσω ὑπὲρ τοῦ υἱοῦ μου;
Α Βασ. 10,2 Αυτά δε είναι δια σε τα σημεία, από τα οποία θα πεισθής, ότι πράγματι ο Κυριος σε έχρισεν ως άρχοντα του εκλεκτού λαού του. Πρώτον· αμέσως μόλις σήμερον αναχωρήσης από εμέ, θα εύρης πλησίον στον τάφον της Ραχήλ, εις τα νοτία όρια της φυλής Βενιαμίν, δύο άνδρας που θα πηδούν από την χαράν των και οι οποίοι θα σου είπουν· Ευρέθησαν αι όνοι, τας οποίας επήγατε να αναζητήσετε, και ο πατήρ σου έπαυσε πλέον να ασχολήται με το ζήτημα των όνων. Εχει όμως κυριευθή από ανησυχίαν να εύρη σας και λέγει· Τι πρέπει να κάμω δια να εύρω τον υιόν μου;
Α Βασ. 10,3 καὶ ἀπελεύσῃ ἐκεῖθεν καὶ ἐπέκεινα ἥξεις ἕως τῆς δρυὸς Θαβὼρ καὶ εὑρήσεις ἐκεῖ τρεῖς ἄνδρας ἀναβαίνοντας πρὸς τὸν Θεὸν εἰς Βαιθήλ, ἕνα αἴροντα τρία αἰγίδια καὶ ἕνα αἴροντα τρία ἀγγεῖα ἄρτων καὶ ἕνα αἴροντα ἀσκὸν οἴνου.
Α Βασ. 10,3 Δεύτερον σημείον· θα φύγης από εκεί, θα προχωρήσης και θα φθάσης μέχρι της τοποθεσίας, η οποία λέγεται “Δρυς Θαβώρ”. Εκεί θα συναντήσης τρεις άνδρας, οι οποίοι θα ανέρχονται προς την Σκηνήν του Μαρτυρίου, εις την Βαιθήλ. Ο ένας από αυτούς θα οδηγή τρία ερίφια, ο δεύτερος θα φέρη τρία αγγεία, μέσα εις τα οποία θα υπάρχουν άρτοι, και ο τρίτος θα φέρη ένα ασκί με κρασί.
Α Βασ. 10,4 καὶ ἐρωτήσουσί σε τὰ εἰς εἰρήνην καὶ δώσουσί σοι δύο ἀπαρχὰς ἄρτων, καὶ λήψῃ ἐκ τῆς χειρὸς αὐτῶν.
Α Βασ. 10,4 Αυτοί θα σε χαιρετήσουν ειρηνικώς και θα σου δώσουν δύο άρτους, τους οποίους συ θα λάβης από τα χέρια των.
Α Βασ. 10,5 καὶ μετὰ ταῦτα εἰσελεύσῃ εἰς τὸν βουνὸν τοῦ Θεοῦ, οὗ ἐστιν ἐκεῖ τὸ ἀνάστημα τῶν ἀλλοφύλων, ἐκεῖ Νασὶβ ὁ ἀλλόφυλος. καὶ ἔσται ὡς ἂν εἰσέλθητε ἐκεῖ εἰς τὴν πόλιν, καὶ ἀπαντήσεις χορῷ προφητῶν καταβαινόντων ἐκ τῆς Βαμᾶ, καὶ ἔμπροσθεν αὐτῶν νάβλα καὶ τύμπανον καὶ αὐλὸς καὶ κινύρα, καὶ αὐτοὶ προφητεύοντες·
Α Βασ. 10,5 Τρίτον σημείον· έπειτα από αυτά θα ανεβής εις ένα ύψωμα αφιερωμένον στον Θεόν, όπου υπάρχει κάποιο φυλάκιον των Φιλισταίων. Εκεί είναι ο Φιλισταίος Νασίβ. Θα συμβή δε τούτο· Οταν εισέλθετε εις την πόλιν, επάνω στο ύψωμα, θα συναντήσης μία ομάδα προφητών, οι οποίοι θα κατεβαίνουν από αυτό το ύψωμα. Εμπρός από αυτούς θα προηγούνται μουσικά όργανα, λύρα, τύμπανον, αυλός και κιθάρα. Η ομάς αυτή των προφητών θα προφέρη λόγια ιερά και ιερά άσματα, από την έμπνευσιν του Πνεύματος του Κυρίου.
Α Βασ. 10,6 καὶ ἐφαλεῖται ἐπὶ σὲ πνεῦμα Κυρίου, καὶ προφητεύσεις μετ᾿ αὐτῶν καὶ στραφήσῃ εἰς ἄνδρα ἄλλον.
Α Βασ. 10,6 Τοτε θα έλθη έξαφνα και εις σε και θα σε καταλάβη Πνεύμα Κυρίου και μαζή με αυτούς θα λέγης και συ ιερά λόγια και ιερά άσματα. Θα γίνης άλλος άνθρωπος.
Α Βασ. 10,7 καὶ ἔσται ὅταν ἥξει τὰ σημεῖα ταῦτα ἐπὶ σέ, ποίει πάντα, ὅσα ἐὰν εὕρῃ ἡ χείρ σου, ὅτι Θεὸς μετὰ σοῦ.
Α Βασ. 10,7 Οταν δε πραγματοποιηθούν εις σε αυτά τα τρία σημεία, κάμε όλα όσα αι περιστάσεις σου επιβάλλουν, διότι ο Κυριος είναι πλέον μαζή σου.
Α Βασ. 10,8 καὶ καταβήσῃ ἔμπροσθεν τῆς Γαλγάλ, καὶ ἰδοὺ καταβαίνω πρός σε ἀνενεγκεῖν ὁλοκαύτωσιν καὶ θυσίας εἰρηνικάς· ἑπτὰ ἡμέρας διαλείψεις ἕως τοῦ ἐλθεῖν με πρός σε, καὶ γνωρίσω σοι ἃ ποιήσεις.
Α Βασ. 10,8 Κατόπιν θα προχωρήσης εμπρός και θα έλθης εις Γαλγαλα. Σου δηλώνω δε ότι θα έλθω και εγώ εκεί προς σέ, δια να προσφέρω ολοκαυτώματα και γενικάς θυσίας προς τον Θεόν. Θα περιμένης επτά ημέρας μέχρις ότου έλθω και εγώ εκεί, όπου και θα σου είπω, τι πρέπει να κάμης”.
Α Βασ. 10,9 καὶ ἐγενήθη ὥστε ἐπιστραφῆναι τῷ ὤμῳ αὐτοῦ ἀπελθεῖν ἀπὸ Σαμουήλ, μετέστρεψεν αὐτῷ ὁ Θεὸς καρδίαν ἄλλην· καὶ ἦλθε πάντα τὰ σημεῖα ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ.
Α Βασ. 10,9 Αμέσως μόλις ο Σαούλ, έκπληκτος δι' όσα ήκουσε, έστρεψε τα νώτα του δια να αναχωρήση από τον Σαμουήλ, ο Θεός μετέβαλε αυτού την καρδίαν, ώστε να γίνη ο Σαούλ άλλος άνθρωπος. Επραγματοποιήθησαν δε κατά την ημέραν εκείνην όλα εκείνα τα σημεία, που του είχε προείπει ο Σαμουήλ.
Α Βασ. 10,10 καὶ ἔρχεται ἐκεῖθεν εἰς τὸν βουνόν, καὶ ἰδοὺ χορὸς προφητῶν ἐξεναντίας αὐτοῦ· καὶ ἥλατο ἐπ᾿ αὐτὸν πνεῦμα Θεοῦ, καὶ προεφήτευσεν ἐν μέσῳ αὐτῶν.
Α Βασ. 10,10 Ηλθεν από εκεί ο Σαούλ στο υψωμα και ιδού μία ομάς προφητών απέναντί του. Επεσεν εις αυτόν Πνεύμα Θεού και εδίδασκε και αυτός εν μέσω αυτών λόγια Θεού.
Α Βασ. 10,11 καὶ ἐγενήθησαν πάντες οἱ εἰδότες αὐτὸν ἐχθὲς καὶ τρίτης καὶ εἶδον καὶ ἰδοὺ αὐτὸς ἐν μέσῳ τῶν προφητῶν. καὶ εἶπεν ὁ λαὸς ἕκαστος πρὸς τὸν πλησίον αὐτοῦ· τί τοῦτο τὸ γεγονὸς τῷ υἱῷ Κίς; ἦ καὶ Σαοὺλ ἐν προφήταις;
Α Βασ. 10,11 Ολοι δε εκείνοι, οι οποίοι εγνώριζον αυτόν προηγουμένως και είδον και ιδού ότι αυτός ευρίσκετο εν μέσω των προφητών προφητεύων, διηρωτήθησαν και έλεγεν ο ένας προς τον άλλον· “τι είναι αυτό το οποίον συνέβη στο παιδί του Κις; Πράγματι και ο Σαούλ ανήκει εις την τάξιν των προφητών;”
Α Βασ. 10,12 καὶ ἀπεκρίθη τις αὐτῶν καὶ εἶπε· καὶ τίς πατὴρ αὐτοῦ; καὶ διὰ τοῦτο ἐγενήθη εἰς παραβολήν, ἦ καὶ Σαοὺλ ἐν προφήταις;
Α Βασ. 10,12 Καποιος δε από τον λαόν απεκρίθη περιφρονητικώς και είπε· “ποιός είναι ο πατέρας του;” Δια τούτο η φράσις αυτή “πράγματι και ο Σαούλ είναι μεταξύ των προφητών;” Εγινε πλέον παροιμιώδης μεταξύ των Ισραηλιτών.
Α Βασ. 10,13 καὶ συνετέλεσε προφητεύων καὶ ἔρχεται εἰς τὸν βουνόν.
Α Βασ. 10,13 Οταν ο Σαούλ ετελείωσε τους ιερούς λόγους, μετέβη στο ύψωμα του Θεού.
Α Βασ. 10,14 καὶ εἶπεν ὁ οἰκεῖος αὐτοῦ πρὸς αὐτὸν καὶ πρὸς τὸ παιδάριον αὐτοῦ· ποῦ ἐπορεύθητε; καὶ εἶπαν· ζητεῖν τὰς ὄνους· καὶ εἴδαμεν ὅτι οὐκ εἰσί, καὶ εἰσήλθομεν πρὸς Σαμουήλ.
Α Βασ. 10,14 Ενας συγγενής του είπεν εις αυτόν και στον νεαρόν δούλον του· “που επήγατε;” Εκείνοι απάντησαν· “επήγαμεν εις αναζήτησιν των όνων. Επειδή όμως δεν τους ευρήκαμε πουθενά, επανήλθομεν εις την πόλιν όπου ήτο ο Σαμουήλ”.
Α Βασ. 10,15 καὶ εἶπεν ὁ οἰκεῖος πρὸς Σαούλ· ἀπάγγειλον δή μοι, τί εἶπέ σοι Σαμουήλ;
Α Βασ. 10,15 Ο συγγενής αυτός του Σαούλ είπεν στον Σαούλ· “πές μου λοιπόν, τι είπεν εις σε ο Σαμουήλ;”
Α Βασ. 10,16 καὶ εἶπε Σαοὺλ πρὸς τὸν οἰκεῖον αὐτοῦ· ἀπήγγειλεν ἀπαγγέλλων μοι ὅτι εὕρηνται αἱ ὄνοι. τὸ δὲ ῥῆμα τῆς βασιλείας οὐκ ἀπήγγειλεν αὐτῷ.
Α Βασ. 10,16 Ο Σαούλ απήντησε προς τον συγγενή του· “μας επληροφόρησεν ότι ευρέθησαν αι όνοι”. Το ζήτημα της βασιλείας δεν το ανέφερεν στον συγγενή του.
Α Βασ. 10,17 Καὶ παρήγγειλε Σαμουὴλ παντὶ τῷ λαῷ πρὸς Κύριον εἰς Μασσηφὰθ
Α Βασ. 10,17 Ο Σαμουήλ παρήγγειλλε και ήλθεν όλος ο λαός ο ισραηλιτικός εις Μασσηφάθ ενώπιον του Κυρίου.
Α Βασ. 10,18 καὶ εἶπε πρὸς υἱοὺς Ἰσραήλ· τάδε εἶπε Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραὴλ λέγων· ἐγὼ ἀνήγαγον τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ ἐξ Αἰγύπτου καὶ ἐξειλάμην ὑμᾶς ἐκ χειρὸς Φαραὼ βασιλέως Αἰγύπτου καὶ ἐκ πασῶν τῶν βασιλειῶν τῶν θλιβουσῶν ὑμᾶς·
Α Βασ. 10,18 Είπε δε προς τους συγκεντρωθέντος Ισραηλίτας· “αυτά λέγει ο Κυριος ο Θεός του Ισραηλιτικού λαού· Εγώ έβγαλα ελευθέρους τους Ισραηλίτας από την Αίγυπτον· σας έβγαλα από τα χέρια του Φαραώ του βασιλέως της Αιγύπτου και κατόπιν σας έσωσα από όλα τα έθνη, τα οποία σας κατέθλιβον.
Α Βασ. 10,19 καὶ ὑμεῖς σήμερον ἐξουδενήκατε τὸν Θεόν, ὃς αὐτός ἐστιν ὑμῶν σωτὴρ ἐκ πάντων τῶν κακῶν ὑμῶν καὶ θλίψεων ὑμῶν, καὶ εἴπατε· οὐχί, ἀλλ᾿ ἢ ὅτι βασιλέα καταστήσεις ἐφ᾿ ἡμῶν· καὶ νῦν κατάστητε ἐνώπιον Κυρίου κατὰ τὰ σκῆπτρα ὑμῶν καὶ κατὰ τὰς φυλὰς ὑμῶν.
Α Βασ. 10,19 Σεις όμως σήμερα περιεφρονήσατε εμέ τον Θεόν σας, ο οποίος υπήρξα ο σωτήρ σας από όλας τας περιπετείας και τας συμφοράς σας, και είπατε· Τιποτε άλλο δεν θέλομεν πλην του να εγκαταστήσης βασιλέα εις ημάς. Παρουσιασθήτε λοιπόν ενώπιον του Κυρίου κατά φυλάς και κατά δήμους”.
Α Βασ. 10,20 καὶ προσήγαγε Σαμουὴλ πάντα τὰ σκῆπτρα Ἰσραήλ, καὶ κατακληροῦται σκῆπτρον Βενιαμίν·
Α Βασ. 10,20 Ο Σαμουηλ, προκειμένου να κάμη την εκλογήν του βασιλέως, διέταξε να προσέλθουν όλαι αι φυλαί των Ισραηλιτών. Εβαλε δε κλήρους και ο κλήρος έπεσεν εις την φυλήν του Βενιαμίν, εκ της οποίας θα έπρεπε να εκλεγή ο βασιλεύς.
Α Βασ. 10,21 καὶ προσάγει σκῆπτρον Βενιαμὶν εἰς φυλάς, καὶ κατακληροῦται φυλὴ Ματταρί· καὶ προσάγουσι τὴν φυλὴν Ματταρὶ εἰς ἄνδρας, καὶ κατακληροῦται Σαοὺλ υἱὸς Κίς. καὶ ἐζήτει αὐτόν, καὶ οὐχ εὑρίσκετο.
Α Βασ. 10,21 Προσήλθεν η φυλή Βενιαμίν κατά δήμους, έγινε πάλιν κλήρωσις και δια κλήρου ωρίσθη ο δήμος Ματταρί, από όπου έπρεπε να εκλεγή ο βασιλεύς. Ενεφανίσθη ο δήμος Ματταρί κατ' άνδρας και ερρίφθη κλήρος και ο κλήρος έπεσεν στον Σαούλ, τον υιόν του Κις. Ο Σαμουήλ εζήτει αυτόν αλλά δεν τον εύρικεν.
Α Βασ. 10,22 καὶ ἐπηρώτησε Σαμουὴλ ἔτι ἐν Κυρίῳ· εἰ ἔρχεται ὁ ἀνὴρ ἐνταῦθα; καὶ εἶπε Κύριος· ἰδοὺ αὐτὸς κέκρυπται ἐν τοῖς σκεύεσι.
Α Βασ. 10,22 Ο Σαμουήλ ηρώτησε και πάλιν τότε τον Κυριον· “θα έλθη αυτός ο άνθρωπος εδώ;” Ο Κυριος απήντησεν· “ιδού, αυτός είναι κρυμμένος εις τας αποσκευάς”.
Α Βασ. 10,23 καὶ ἔδραμε καὶ λαμβάνει αὐτὸν ἐκεῖθεν καὶ κατέστησεν ἐν μέσῳ τοῦ λαοῦ, καὶ ὑψώθη ὑπὲρ πάντα τὸν λαὸν ὑπερωμίαν καὶ ἐπάνω.
Α Βασ. 10,23 Ο Σαμουήλ έτρεξε, επήρεν αυτόν από εκεί και τον ετοποθέτησεν εν μέσω του Ισραηλιτικού λαού. Ο Σαούλ, χάρις στο μεγάλο ανάστημά του, ήτο υψηλότερος ανάμεσα εις όλους τους άλλους, από τους ώμους και επάνω, και διεκρίνετο μεταξύ των Ισραηλιτών.
Α Βασ. 10,24 καὶ εἶπε Σαμουὴλ πρὸς πάντα τὸν λαόν· εἰ ἑωράκατε ὃν ἐκλέλεκται ἑαυτῷ Κύριος, ὅτι οὐκ ἔστιν ὅμοιος αὐτῷ ἐν πᾶσιν ὑμῖν; καὶ ἔγνωσαν πᾶς ὁ λαὸς καὶ εἶπαν· ζήτω ὁ βασιλεύς.
Α Βασ. 10,24 Ο Σαμουήλ είπε προς όλον τον λαόν· “δεν είδατε αυτόν, τον οποίον ο Κυριος εξέλεξεν ως βασιλέα σας; Δεν υπάρχει άλλος όμοιος με αυτόν μεταξύ όλων των Ισραηλιτών”. Ολος ο λαός ανεγνώρισε και παρεδέχθη την εκλογήν αυτήν του βασιλέως και εφώναξαν· “ζήτω ο βασιλεύς”.
Α Βασ. 10,25 καὶ εἶπε Σαμουὴλ πρὸς τὸν λαὸν τὸ δικαίωμα τοῦ βασιλέως καὶ ἔγραψεν ἐν βιβλίῳ καὶ ἔθηκεν ἐνώπιον Κυρίου. καὶ ἐξαπέστειλε Σαμουὴλ πάντα τὸν λαόν, καὶ ἀπῆλθεν ἕκαστος εἰς τὸν τόπον αὐτοῦ.
Α Βασ. 10,25 Ανεκοίνωσε τότε ο Σαμουήλ στον λαόν τα δικαιώματα του βασιλέως και έγραψεν αυτά εις βιβλίον, το οποίον και ετοποθέτησε πλησίον εις την Ιεράν Κιβωτόν. Μετά ταύτα ο Σαμουήλ διέλυσεν όλον τον λαόν και ο κάθε Ισραηλίτης μετέβη εις την πόλιν του.
Α Βασ. 10,26 καὶ Σαοὺλ ἀπῆλθεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ εἰς Γαβαά· καὶ ἐπορεύθησαν υἱοὶ δυνάμεων, ὧν ἥψατο Κύριος καρδίας αὐτῶν μετὰ Σαούλ.
Α Βασ. 10,26 Και ο Σαούλ μετέβη στον οίκον του εις Γαβαά. Μερικοί δε γενναίοι άνδρες, των οποίων τας καρδίας ο Κυριος είχε παρακινήσει, επορεύθησαν μαζή με τον Σαούλ.
Α Βασ. 10,27 καὶ υἱοὶ λοιμοὶ εἶπαν· τίς σώσει ὑμᾶς οὗτος; καὶ ἠτίμασαν αὐτὸν καὶ οὐκ ἤνεγκαν αὐτῷ δῶρα.
Α Βασ. 10,27 Παρ όλα όμως αυτά τα σημεία ευρέθησαν και μερικοί ασεβείς άνθρωποι, οι οποίοι είπαν περιφρονητικώς· “ποίος είναι αυτός ο Σαούλ, ο οποίος θα μας σώση;” Ετσι δε περιεφρόνησαν τον Σαούλ και δεν προσέφεραν κανένα δώρον προς αυτόν ως προς βασιλέα.
Α Βασ. 11,1 Καὶ ἐγενήθη ὡς μετὰ μῆνα καὶ ἀνέβη Νάας ὁ Ἀμμανίτης καὶ παρεμβάλλει ἐπὶ Ἰαβὶς Γαλαάδ. καὶ εἶπαν πάντες οἱ ἄνδρες Ἰαβὶς πρὸς Νάας τὸν Ἀμμανίτην· διάθου ἡμῖν διαθήκην, καὶ δουλεύσομέν σοι.
Α Βασ. 11,1 Ενα μήνα έπειτα από τα γεγονότα αυτά ο Ναας ο βασιλεύς των Αμμωνιτών επροχώρησε με στρατόν προς βορράν και εστρατοπέδευσε πλησίον της Ιαβίς της πρωτευούσης της χώρας Γαλαάδ. Οι Ισραηλίται, οι κάτοικοι της Ιαβίς, είπαν προς τον Ναας τον Αμμωνίτην· “κάμε συμφωνίαν φιλίας με ημάς και ημείς θα γίνωμεν δούλοι σου.
Α Βασ. 11,2 καὶ εἶπε πρὸς αὐτοὺς Νάας ὁ Ἀμμανίτης· ἐν ταύτῃ διαθήσομαι διαθήκην ὑμῖν, ἐν τῷ ἐξορύξαι ὑμῶν πάντα ὀφθαλμὸν δεξιόν, καὶ θήσομαι ὄνειδος ἐπὶ Ἰσραήλ.
Α Βασ. 11,2 Ο Ναας με αγερωχίαν πολλήν απήντησε προς αυτούς· “ιδού υπό ποίον όρον θα κλείσω συμφωνίαν φιλίας μαζή σας· αν θα βγάλω το δέξι μάτι από όλους τους Ισραηλίτας και έτσι θα προσάψω εντροπήν εις όλον τον λαόν του Ισραήλ”.
Α Βασ. 11,3 καὶ λέγουσιν αὐτῷ οἱ ἄνδρες Ἰαβίς· ἄνες ἡμῖν ἑπτὰ ἡμέρας, καὶ ἀποστελοῦμεν ἀγγέλους εἰς πᾶν ὅριον Ἰσραήλ· ἐὰν μὴ ᾖ ὁ σώζων ἡμᾶς, ἐξελευσόμεθα πρὸς ὑμᾶς.
Α Βασ. 11,3 Οι κάτοικοι της Ιαβίς απήντησαν εις αυτόν· “δώσε μας προθεσμίαν επτά ημερών, δια να στείλωμεν αγγελιοφόρους εις όλην την χώραν των Ισραηλιτών. Εάν δε δεν παρουσιασθή κανείς να μας σώση, θα εξέλθωμεν και θα παραδοθώμεν χωρίς όρους εις τα χέρια σας”.
Α Βασ. 11,4 καὶ ἔρχονται οἱ ἄγγελοι εἰς Γαβαὰ πρὸς Σαοὺλ καὶ λαλοῦσι τοὺς λόγους εἰς τὰ ὦτα τοῦ λαοῦ, καὶ ᾖραν πᾶς ὁ λαὸς τὴν φωνὴν αὐτῶν καὶ ἔκλαυσαν.
Α Βασ. 11,4 Αγγελιαφόροι της Ιαβίς μετέβησαν εις Γαβαά, πλησίον του Σαούλ, και ανέφεραν την δεινήν θέσιν των ενώπιον όλου του εκεί λαού. Ολος ο λαός, μόλις ήκουσαν την φοβεράν θέσιν των, εφώναξαν δυνατά και έκλαυσαν.
Α Βασ. 11,5 καὶ ἰδοὺ Σαοὺλ ἤρχετο μετὰ τὸ πρωΐ ἐξ ἀγροῦ, καὶ εἶπε Σαούλ· τί ὅτι κλαίει ὁ λαός; καὶ διηγοῦνται αὐτῷ τὰ ῥήματα τῶν ἀνδρῶν Ἰαβίς.
Α Βασ. 11,5 Και ιδού, ο Σαούλ επέστρεφεν από τους αγρούς του, όταν η ημέρα είχε πλέον προχωρήσει. Ηρώτησε τότε· “διατί κλαίει αυτός ο λαός;” Ανέφεραν εις αυτόν τα λόγια των κατοίκων της Ιαβίς.
Α Βασ. 11,6 καὶ ἐφήλατο πνεῦμα Κυρίου ἐπὶ Σαοὺλ ὡς ἤκουσε τὰ ῥήματα ταῦτα, καὶ ἐθυμώθη ἐπ᾿ αὐτοὺς ὀργῇ αὐτοῦ σφόδρα.
Α Βασ. 11,6 Ο Σαούλ, αμέσως μόλις ήκουσε τα λόγια αυτά, συνηρπάσθη από πνεύμα Θεού, ωργίσθη με πάρα πολύ μεγάλον θυμόν εναντίον των Αμμωνιτών και του Ναας.
Α Βασ. 11,7 καὶ ἔλαβε δύο βόας καὶ ἐμέλισεν αὐτὰς καὶ ἀπέστειλεν εἰς πᾶν ὅριον Ἰσραὴλ ἐν χειρὶ ἀγγέλων λέγων· ὃς οὐκ ἔστιν ἐκπορευόμενος ὀπίσω Σαοὺλ καὶ ὀπίσω Σαμουήλ, κατὰ τάδε ποιήσουσι τοῖς βουσὶν αὐτοῦ. καὶ ἐπῆλθεν ἔκστασις Κυρίου ἐπὶ τὸν λαὸν Ἰσραήλ, καὶ ἐβόησαν ὡς ἀνὴρ εἷς.
Α Βασ. 11,7 Επήρε δύο αγελάδας τας διεμέλισε και τα κομμάτια των απέστειλε με αγγελιαφόρους εις όλην την περιοχήν του Ισραηλιτικού λαού λέγων· “εκείνος, που δεν θα ακολουθήση τον Σαούλ και τον Σαμουήλ στον πόλεμον εναντίον των Αμμωνιτών, αυτός θα τιμωρηθή· αυτήν την τύχην θα έχουν τα βόδια του”. Τρόμος δε από Θεού έπεσεν εις όλον τον ισραηλιτικόν λαόν και όλοι εφώναζαν, ως εάν ήσαν ενας άνθρωπος, και εδέχθησαν την πρόσκλησιν του Σαούλ.
Α Βασ. 11,8 καὶ ἐπισκέπτεται αὐτοὺς Ἀβιεζὲκ ἐν Βαμᾷ, πάντα ἄνδρα Ἰσραὴλ ἑξακοσίας χιλιάδας καὶ ἄνδρας Ἰούδα ἑβδομήκοντα χιλιάδας.
Α Βασ. 11,8 Συνεκέντρωσεν ο Σαούλ εις Αβιεζέκ, η οποία ευρίσκετο εις υψηλόν τόπον, όλους τους Ισραηλίτας, οι οποίοι ανήλθον εις εξακοσίας χιλιάδας ανδρών. Μονη η φυλή του Ιούδα έδωσε στρατιώτας, οι οποίοι ανήλθον εις εβδομήκοντα χιλιάδας άνδρας.
Α Βασ. 11,9 καὶ εἶπε τοῖς ἀγγέλοις τοῖς ἐρχομένοις· τάδε ἐρεῖτε τοῖς ἀνδράσιν Ἰαβίς· αὔριον ὑμῖν ἡ σωτηρία διαθερμάναντος τοῦ ἡλίου. καὶ ἦλθον οἱ ἄγγελοι εἰς τὴν πόλιν καὶ ἀπαγγέλλουσι τοῖς ἀνδράσιν Ἰαβίς, καὶ εὐφράνθησαν.
Α Βασ. 11,9 Ο Σαούλ είπε τότε στους αγγελιαφόρους της Ιαβίς· “αυτά θα πήτε στους κατοίκους της Ιαβίς· Αύριον το πρωϊ, μόλις ο ήλιος αρχίση να θερμαίνη, η σωτηρία σας θα γίνη πραγματικότης”. Οι αγγελιαφόροι ήλθον εις την πόλιν των την Ιαβίς και ανήγγειλαν στους κατοίκους αυτά, και όλοι εχάρησαν.
Α Βασ. 11,10 καὶ εἶπον οἱ ἄνδρες Ἰαβὶς πρὸς Νάας τὸν Ἀμμανίτην· αὔριον ἐξελευσόμεθα πρὸς ὑμᾶς, καὶ ποιήσετε ἡμῖν τὸ ἀγαθὸν ἐνώπιον ὑμῶν.
Α Βασ. 11,10 Οι κάτοικοι της Ιαβίς είπαν στον Ναας τον Αμμωνίτην· “αύριον θα εξέλθωμεν από την πόλιν μας και κάμετέ μας, όπως σας αρέσει”.
Α Βασ. 11,11 καὶ ἐγενήθη μετὰ τὴν αὔριον καὶ ἔθετο Σαοὺλ τὸν λαὸν εἰς τρεῖς ἀρχάς, καὶ εἰσπορεύονται μέσον τῆς παρεμβολῆς ἐν φυλακῇ τῇ ἑωθινῇ καὶ ἔτυπτον τοὺς υἱοὺς Ἀμμὼν ἕως διεθερμάνθη ἡ ἡμέρα, καὶ ἐγενήθη καὶ ὑπολελειμμένοι διεσπάρησαν, καὶ οὐχ ὑπελείφθησαν ἐν αὐτοῖς δύο κατὰ τὸ αὐτό.
Α Βασ. 11,11 Κατά την επομένην ημέραν ο Σαούλ διήρεσε τον στρατόν του εις τρία τμήματα και επετέθη με δύναμιν στο κέντρον της παρατάξεως των Αμμωνιτών κατά τας πρωϊνάς ώρας. Οι Ισραηλίται θαρραλέοι εκτυπούσαν και εφόνευαν τους εχθρούς των, μέχρις ότου εζέστανεν η ημέρα. Οι απομείναντες από τους Αμμωνίτας διεσκορπίσθησαν και εκυριεύθησαν από τόσον μεγάλον φόβον, ώστε δεν υπήρχον ούτε δύο μαζή.
Α Βασ. 11,12 καὶ εἶπεν ὁ λαὸς πρὸς Σαμουήλ· τίς ὁ εἴπας ὅτι Σαοὺλ οὐ βασιλεύσει ἡμῶν; παράδος τοὺς ἄνδρας, καὶ θανατώσομεν αὐτούς.
Α Βασ. 11,12 Ο λαός είπε τότε προς τον Σαμουήλ· “ποίοι είναι αυτοί, οι οποίοι είπαν ότι ο Σαούλ δεν θα είναι βασιλεύς μας; Φέρετε αυτούς τους άνδρας εδώ, δια να τους φονεύσωμεν”.
Α Βασ. 11,13 καὶ εἶπε Σαούλ· οὐκ ἀποθανεῖται οὐδεὶς ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ, ὅτι σήμερον ἐποίησε Κύριος σωτηρίαν ἐν Ἰσραήλ.
Α Βασ. 11,13 Ο Σαούλ όμως είπε· “κανείς δεν θα φονευθή κατά την ημέραν αυτήν, διότι σήμερον ο Κυριος έστειλε την σωτηρίαν στον ισραηλιτικόν λαόν”.
Α Βασ. 11,14 καὶ εἶπε Σαμουὴλ πρὸς τὸν λαὸν λέγων· πορευθῶμεν εἰς Γάλγαλα, καὶ ἐγκαινίσωμεν ἐκεῖ τὴν βασιλείαν.
Α Βασ. 11,14 Ο Σαμουήλ είπε προς τον λαόν· “ας πάμε εις τα Γαλγαλα, δια να εγκαινιάσωμεν επισήμως την εκλογήν του Σαούλ ως βασιλέως”.
Α Βασ. 11,15 καὶ ἐπορεύθη πᾶς ὁ λαὸς εἰς Γάλγαλα, καὶ ἔχρισε Σαμουὴλ ἐκεῖ τὸν Σαοὺλ εἰς βασιλέα ἐνώπιον Κυρίου ἐν Γαλγάλοις καὶ ἔθυσεν ἐκεῖ θυσίας καὶ εἰρηνικὰς ἐνώπιον Κυρίου· καὶ εὐφράνθη Σαμουὴλ καὶ πᾶς Ἰσραὴλ ὥστε λίαν.
Α Βασ. 11,15 Πράγματι μετέβησαν εις τα Γαλγαλα, όπου ο Σαμουήλ έχρισε δι' ελαίου τον Σαούλ βασιλέα εις τα Γαλγαλα ενώπιον του Θεού. Εκεί ο Σαμουήλ προσέφερε διαφόρους θυσίας και θυσίας ειρηνικάς προς τον Κυριον. Ηυφράνθησαν δε πάρα πολύ ο Σαμουήλ και όλος ο ισραηλιτικός λαός.
Α Βασ. 12,1 Καὶ εἶπε Σαμουὴλ πρὸς πάντα Ἰσραήλ· ἰδοὺ ἤκουσα φωνῆς ὑμῶν εἰς πάντα, ὅσα εἴπατέ μοι, καὶ ἐβασίλευσα ἐφ᾿ ὑμᾶς βασιλέα.
Α Βασ. 12,1 Είπε τότε ο Σαμουήλ προς όλους τους Ισραηλίτας· “ιδού, εγώ ήκουσα το αίτημά σας, όλα όσα μου είπατε, και εγκατέστησα ως κυβερνήτην σας βασιλέα.
Α Βασ. 12,2 καὶ νῦν ἰδοὺ ὁ βασιλεὺς διαπορεύεται ἐνώπιον ὑμῶν, κἀγὼ γεγήρακα καὶ καθήσομαι, καὶ οἱ υἱοί μου ἰδοὺ ἐν ὑμῖν· κἀγὼ ἰδοὺ διελήλυθα ἐνώπιον ὑμῶν ἐκ νεότητος καὶ ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης.
Α Βασ. 12,2 Και τώρα ιδού, ο βασιλεύς σας πηγαινοέρχεται αναμεταξύ σας. Εγώ όμως έχω γηράσει πλέον και πρέπει να αναπαυθώ. Τα παιδιά μου ευρίσκονται μεταξύ σας, χωρίς να έχουν καμμίαν αξίωσιν δια να με διαδεχθούν εις την εξουσίαν. Εγώ επέρασα την ζωήν μου ενώπιόν σας από της νεότητός έως την ημέραν αυτήν.
Α Βασ. 12,3 ἰδοὺ ἐγώ, ἀποκρίθητε κατ᾿ ἐμοῦ ἐνώπιον Κυρίου καὶ ἐνώπιον χριστοῦ αὐτοῦ· μόσχον τίνος εἴληφα ἢ ὄνον τίνος εἴληφα ἢ τίνα κατεδυνάστευσα ὑμῶν ἢ τίνα ἐξεπίεσα ἢ ἐκ χειρὸς τίνος εἴληφα ἐξίλασμα καὶ ὑπόδημα; ἀποκρίθητε κατ᾿ ἐμοῦ, καὶ ἀποδώσω ὑμῖν.
Α Βασ. 12,3 Ιδού εγώ θέτω τώρα τον εαυτόν μου και την συμπεριφοράν μου ως Κριτού υπό την κρίσιν σας. Ενώπιον του Θεού και του βασιλέως είπατε ελεύθερα, εάν έχετε κανένα παράπονον εναντίον μου. Μηπως τυχόν και αφήρεσα τον μόσχον από κανένα σας, η τον όνον του; Μηπως ετυράννησα η απλώς επίεσα κανένα από σας; Μηπως επήρα δώρον από κάποιον, δια να εξιλεωθή αυτός απέναντί μου η επήρα έστω και υποδήματα; Εάν σας έχω αδικήσει είπέτε το, δια να επιστρέψω εις σας ο,τι αδίκως έλαβα”.
Α Βασ. 12,4 καὶ εἶπαν πρὸς Σαμουήλ· οὐκ ἠδίκησας ἡμᾶς καὶ οὐ κατεδυνάστευσας ἡμᾶς καὶ οὐκ ἔθλασας ἡμᾶς καὶ οὐκ εἴληφας ἐκ χειρὸς οὐδενὸς οὐδέν.
Α Βασ. 12,4 Ο ισραηλιτικός λαός απήντησε προς τον Σαμουήλ· “ούτε μας ηδίκησες, ούτε μας ετυράννησες, ούτε μας συνέτριψες και τίποτε δεν επήρες από τα χέρια κανενός”.
Α Βασ. 12,5 καὶ εἶπε Σαμουὴλ πρὸς τὸν λαόν· μάρτυς Κύριος ἐν ὑμῖν καὶ μάρτυς χριστὸς αὐτοῦ σήμερον ἐν ταύτῃ τῇ ἡμέρᾳ, ὅτι οὐχ εὑρήκατε ἐν χειρί μου οὐδέν. καὶ εἶπαν· μάρτυς.
Α Βασ. 12,5 Ο Σαμουήλ είπε τότε προς τον λαόν· “επομένως είναι μάρτυς ενώπιόν σας ο Κυριος και ο χρισθείς βασιλεύς Σαούλ κατά την ημέραν αυτήν, ότι τίποτε το άδικον δεν ευρήκατε εις την ζωήν μου και τας χείράς μου”. Ο λαός απήντησε· “ναι, μάρτυρες των όσων είπομεν είναι ο Θεός και ο βασιλεύς μας”.
Α Βασ. 12,6 καὶ εἶπε Σαμουὴλ πρὸς τὸν λαὸν λέγων· μάρτυς Κύριος ὁ ποιήσας τὸν Μωυσῆν καὶ τὸν Ἀαρών, ὁ ἀναγαγὼν τοὺς πατέρας ἡμῶν ἐξ Αἰγύπτου.
Α Βασ. 12,6 Ο Σαμουήλ ωμίλησε τότε προς τον λαόν και είπε· “μάρτυς είναι πράγματι ο Κυριος, ο οποίος έφερεν εις την ζωήν τον Μωϋσήν και τον Ααρών και ο οποίος έβγαλε τους προγόνους μας από την Αίγυπτον.
Α Βασ. 12,7 καὶ νῦν κατάστητε, καὶ δικάσω ὑμᾶς ἐνώπιον Κυρίου καὶ ἀπαγγελῶ ὑμῖν τὴν πᾶσαν δικαιοσύνην Κυρίου, ἃ ἐποίησεν ἐν ὑμῖν καὶ ἐν τοῖς πατράσιν ὑμῶν·
Α Βασ. 12,7 Και τώρα ελάτε και σταθήτε να σας δικάσω ενώπιον του Κυρίου και να διακηρύξω την αχαριστίαν σας απέναντι της καλωσύνης του Κυρίου και της δικαιοσύνης την οποίαν ο Κυριος έδειξεν εις σας και στους προγόνους σας.
Α Βασ. 12,8 ὡς εἰσῆλθεν Ἰακὼβ καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ εἰς Αἴγυπτον, καὶ ἐταπείνωσεν αὐτοὺς Αἴγυπτος, καὶ ἐβόησαν οἱ πατέρες ἡμῶν πρὸς Κύριον, καὶ ἀπέστειλε Κύριος τὸν Μωυσῆν καὶ τὸν Ἀαρὼν καὶ ἐξήγαγον τοὺς πατέρας ἡμῶν ἐξ Αἰγύπτου καὶ κατῴκισεν αὐτοὺς ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ.
Α Βασ. 12,8 Οταν ο Ιακώβ μαζή με τα παιδιά του εισήλθον εις την Αίγυπτον, οι Αιγύπτιοι τους επίεσαν και τους εξουθένωσαν. Τοτε οι πρόγονοί μας εβόησαν δια της προσευχής των προς τον Κυριον ζητούντες απελευθέρωσιν. Ο Κυριος έστειλε τον Μωϋσήν και τον Ααρών, οι οποίοι έβγαλαν πράγματι τους προπάτορας μας από την Αίγυπτον και τους έφερεν ο Θεός και τους εγκατέστησεν στον τόπον αυτόν, εις την γην της επαγγελίας.
Α Βασ. 12,9 καὶ ἐπελάθοντο Κυρίου τοῦ Θεοῦ αὐτῶν, καὶ ἀπέδοτο αὐτοὺς εἰς χεῖρας Σισάρᾳ ἀρχιστρατήγῳ Ἰαβὶν βασιλέως Ἀσὼρ καὶ εἰς χεῖρας ἀλλοφύλων καὶ εἰς χεῖρας βασιλέως Μωάβ, καὶ ἐπολέμησαν ἐν αὐτοῖς.
Α Βασ. 12,9 Εκείνοι όμως ελησμόνησαν τον Θεόν και δια τούτο ο Θεός τους παρέδωσεν ως δούλους εις τα χέρια του Σισάρα, του αρχιστρατήγου του βασιλέως Ιαβίν, ο οποίος είχε την έδραν του εις την πόλιν Ασώρ. Τους παρέδωσεν επίσης ως δούλους εις την εξουσίαν των Φιλισταίων και εις την εξουσίαν του βασιλέως των Μωαβιτών, εναντίον των οποίων και επολέμησαν, αλλά ματαίως.
Α Βασ. 12,10 καὶ ἐβόησαν πρὸς Κύριον καὶ ἔλεγον· ἡμάρτομεν, ὅτι ἐγκατελίπομεν τὸν Κύριον καὶ ἐδουλεύσαμεν τοῖς Βααλὶμ καὶ τοῖς ἄλσεσι· καὶ νῦν ἐξελοῦ ἡμᾶς ἐκ χειρὸς ἐχθρῶν ἡμῶν, καὶ δουλεύσομέν σοι.
Α Βασ. 12,10 Παρεκάλεσαν τότε τον Κυριον και εβόησαν προς αυτόν· Ημαρτήσαμεν, διότι εγκατελείψαμεν τον Κυριον και ελατρεύσαμεν τα αγάλματα του Βααλ, τα ιερά άλση και τα αγάλματα της Αστάρτης, και τώρα γλύτωσέ μας από τα χέρια των εχθρών μας και υποσχόμεθα να λατρεύσωμεν σέ.
Α Βασ. 12,11 καὶ ἀπέστειλε Κύριος τὸν Ἱεροβάαλ καὶ τὸν Βαρὰκ καὶ τὸν Ἰεφθάε καὶ τὸν Σαμουὴλ καὶ ἐξείλατο ἡμᾶς ἐκ χειρὸς ἐχθρῶν ἡμῶν τῶν κυκλόθεν, καὶ κατῳκεῖτε πεποιθότες.
Α Βασ. 12,11 Ο Κυριος έστειλε τότε ελευθερωτάς τους Κριτάς Γεδεών, Βαράκ, Ιεφθάε και εμέ τον Σαμουήλ και σας έβγαλεν από τα χέρια των γύρω εχθρών μας και έτσι τώρα σεις κατοικείτε εδώ ασφαλείς και ήσυχοι.
Α Βασ. 12,12 καὶ ἴδετε ὅτι Νάας βασιλεὺς υἱῶν Ἀμμὼν ἦλθεν ἐφ᾿ ὑμᾶς, καὶ εἴπατε· οὐχί, ἀλλ᾿ ἢ ὅτι βασιλεὺς βασιλεύσει ἐφ᾿ ἡμῶν· καὶ Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν βασιλεὺς ἡμῶν.
Α Βασ. 12,12 Και όταν είδατε ότι ο βασιλεύς των Αμμωνιτών επήλθεν εναντίον σας, είπατε· Δεν θέλομεν παρά ο βασιλεύς να μας κυβερνά, αν και υπήρχε βασιλεύς ιδικός σας, ο Κυριος μας.
Α Βασ. 12,13 καὶ νῦν ἰδοὺ ὁ βασιλεύς, ὃν ἐξελέξασθε, καὶ ἰδοὺ δέδωκε Κύριος ἐφ᾿ ὑμᾶς βασιλέα.
Α Βασ. 12,13 Και τώρα ιδού ο βασιλεύς, τον οποίον εξελέξατε να σας κυβερνά. Ιδού σας έδωκεν ο Κυριος βασιλέα.
Α Βασ. 12,14 ἐὰν φοβηθῆτε τὸν Κύριον καὶ δουλεύσητε αὐτῷ καὶ ἀκούσητε τῆς φωνῆς αὐτοῦ καὶ μὴ ἐρίσητε τῷ στόματι Κυρίου καὶ ἦτε καὶ ὑμεῖς καὶ ὁ βασιλεὺς ὁ βασιλεύων ἐφ᾿ ὑμῶν ὀπίσω Κυρίου πορευόμενοι·
Α Βασ. 12,14 Εάν λοιπόν τώρα φοβήσθε τον Κυριον και λατρεύετε αυτόν και υπακούετε εις τας εντολάς του και δεν γογγύζετε δια τας εντολάς τας οποίας αυτός έχει ορίσει, τουναντίον δε σεις και ο βασιλεύς σας συνεχίζετε να υπακούετε εις τας εντολάς του Κυρίου και να πορεύεσθε σύμφωνα με αυτάς, τότε ο Θεός θα σας ευλογήση.
Α Βασ. 12,15 ἐὰν δὲ μὴ ἀκούσητε τῆς φωνῆς Κυρίου καὶ ἐρίσητε τῷ στόματι Κυρίου, καὶ ἔσται χεὶρ Κυρίου ἐφ᾿ ὑμᾶς καὶ ἐπὶ τὸν βασιλέα ὑμῶν.
Α Βασ. 12,15 Εάν όμως δεν υπακούσετε εις την φωνήν του Κυρίου, γογγύζετε δε και ανθίστασθε εις την εκπλήρωσιν των εντολών του, η τιμωρός χειρ του Κυρίου βαρειά θα πέση επάνω σας και επάνω στον βασιλέα σας.
Α Βασ. 12,16 καὶ νῦν κατάστητε καὶ ἴδετε τὸ ῥῆμα τό μέγα τοῦτο, ὃ ὁ Κύριος ποιήσει ἐν ὀφθαλμοῖς ὑμῶν.
Α Βασ. 12,16 Και τώρα σταθήτε, να ιδήτε το μέγα και θαυμαστόν γεγονός, το οποίον ο Κυριος θα πραγματοποιήση εμπρός εις τα μάτια σας.
Α Βασ. 12,17 οὐχὶ θερισμὸς πυρῶν σήμερον; ἐπικαλέσομαι Κύριον, καὶ δώσει φωνὰς καὶ ὑετόν, καὶ γνῶτε καὶ ἴδετε ὅτι ἡ κακία ὑμῶν μεγάλη, ἣν ἐποιήσατε ἐνώπιον Κυρίου, αἰτήσαντες ἑαυτοῖς βασιλέα.
Α Βασ. 12,17 Εποχή θερισμού είναι τώρα και επομένως είναι εποχή ξηρασίας. Εγώ όμως θα παρακαλέσω τον Κυριον και θα δώση αστραπάς και βροντάς και βροχήν. Από το θαύμα δε αυτό θα πεισθήτε, ότι η αμαρτία, την οποίαν διεπράξατε ενώπιον του Κυρίου, ήτο μεγάλη, με το να ζητήσετε δηλαδή δια τον εαυτόν σας και να έχετε βασιλέα, όπως τα γύρω σας ειδωλολατρικά έθνη”.
Α Βασ. 12,18 καὶ ἐπεκαλέσατο Σαμουὴλ τὸν Κύριον, καὶ ἔδωκε Κύριος φωνὰς καὶ ὑετὸν ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ· καὶ ἐφοβήθησαν πᾶς ὁ λαὸς τὸν Κύριον σφόδρα καὶ τὸν Σαμουήλ.
Α Βασ. 12,18 Πράγματι ο Σαμουήλ παρεκάλεσε τον Κυριον και ο Κυριος έδωσε κατά την ημέραν εκείνην αστραπάς και βροντάς και βροχήν. Από το γεγονός αυτό όλος ο ισραηλιτικός λαός εφοβήθη πολύ τον Θεόν και τον Σαμουήλ.
Α Βασ. 12,19 καὶ εἶπαν πᾶς ὁ λαὸς πρὸς Σαμουήλ· πρόσευξαι ὑπὲρ τῶν δούλων σου πρὸς Κύριον Θεόν σου, καὶ οὐ μὴ ἀποθάνωμεν, ὅτι προστεθείκαμεν πρὸς πάσας τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν κακίαν αἰτήσαντες ἑαυτοῖς βασιλέα.
Α Βασ. 12,19 Ολος τότε ο Ισραηλιτικός λαός είπε προς τον Σαμουήλ· “να προσεύχεσαι προς τον Θεόν δι' ημάς τους δούλους σου, δια να μη θανατωθώμεν. Διότι μέσα εις όλας τας άλλας αμαρτίας μας προσεθέσαμεν και αυτήν, με το να ζητήσωμεν δια τον εαυτόν μας βασιλέα”.
Α Βασ. 12,20 καὶ εἶπε Σαμουὴλ πρὸς τὸν λαόν· μὴ φοβεῖσθε· ὑμεῖς πεποιήκατε τὴν πᾶσαν κακίαν ταύτην, πλὴν μὴ ἐκκλίνητε ἀπό ὄπισθεν Κυρίου καὶ δουλεύσατε τῷ Κυρίῳ ἐν ὅλῃ καρδίᾳ ὑμῶν
Α Βασ. 12,20 Ο Σαμουήλ είπε προς τον λαόν· “μη φοβείσθε τώρα. Είναι αλήθεια ότι σεις διεπράξατε όλην αυτήν την κακίαν ζητήσαντες βασιλέα, πλην όμως μη απομακρύνεσθε από τον Κυριον, αλλά να λατρεύετε τον Κυριον με όλην σας την καρδίαν.
Α Βασ. 12,21 καὶ μὴ παραβῆτε ὀπίσω τῶν μηθὲν ὄντων, οἳ οὐ περανοῦσιν οὐθὲν καὶ οἳ οὐκ ἐξελοῦνται, ὅτι οὐθέν εἰσιν.
Α Βασ. 12,21 Μη ακολουθήσετε και μη πορευθήτε οπίσω από τα είδωλα, τα οποία εις την πραγματικότητα είναι ανύπαρκτοι θεοί και οι οποίοι δεν κατορθώνουν ποτέ να φέρουν τίποτε εις πέρας και δεν έχουν την δύναμιν να σας απαλλάξουν από τας συμφοράς σας, διότι δεν είναι τίποτε είναι ανύπαρκτοι.
Α Βασ. 12,22 ὅτι οὐκ ἀπώσεται Κύριος τὸν λαὸν αὐτοῦ διὰ τὸ ὄνομα αὐτοῦ τὸ μέγα, ὅτι ἐπιεικῶς Κύριος προσελάβετο ὑμᾶς εἰς λαόν.
Α Βασ. 12,22 Μη αποκαρδιώνεσθε όμως, διότι ο Κυριος χάριν του ονόματός του δεν θα απορρίψη τον λαόν του. Θα δείξη επιείκειαν και ευσπλαγχνίαν προς σας, διότι σας έχει προσλάβει ως ιδιαίτερόν του λαόν.
Α Βασ. 12,23 καὶ ἐμοὶ μηδαμῶς τοῦ ἁμαρτεῖν τῷ Κυρίῳ ἀνιέναι τοῦ προσεύχεσθαι περὶ ὑμῶν, καὶ δουλεύσω τῷ Κυρίῳ καὶ δείξω ὑμῖν τὴν ὁδὸν τὴν ἀγαθὴν καὶ τὴν εὐθεῖαν·
Α Βασ. 12,23 Εγώ δέ ποτέ δεν θα διαπράξω την αμαρτίαν να σταματήσω προσευχόμενος δια σας. Εξ αντιθέτου, θα εξακολουθώ να υπηρετώ τον Κυριον, να διδάσκω εις σας την καλήν και την ευθείαν οδόν του Κυρίου.
Α Βασ. 12,24 πλὴν φοβεῖσθε τὸν Κύριον καὶ δουλεύσατε αὐτῷ ἐν ἀληθείᾳ καὶ ἐν ὅλῃ καρδίᾳ ὑμῶν, ὅτι ἴδετε ἃ ἐμεγάλυνε μεθ᾿ ὑμῶν,
Α Βασ. 12,24 Σεις όμως να φοβήσθε τον Κυριον, να λατρεύετε αυτόν εν αλήθεία και με όλην σας την καρδίαν, διότι είδατε ποίας και πόσας θαυμαστάς ευεργεσίας έκαμε προς σας ο Θεός.
Α Βασ. 12,25 καὶ ἐὰν κακίᾳ κακοποιήσητε, καὶ ὑμεῖς καὶ ὁ βασιλεὺς ὑμῶν προστεθήσεσθε.
Α Βασ. 12,25 Εάν όμως τυχόν και εκτραπήτε και επιμείνετε εις την κακίαν σας, τότε και σεις και ο βασιλεύς σας μαζή θα καταστραφήτε”.
Α Βασ. 13,1 Καὶ ἐκλέγεται ἑαυτῷ Σαοὺλ τρεῖς χιλιάδας ἀνδρῶν ἐκ τῶν ἀνδρῶν Ἰσραήλ, καὶ ἦσαν μετὰ Σαοὺλ δισχίλιοι οἱ ἐν Μαχμάς, καὶ ἐν τῷ ὄρει Βαιθήλ, καὶ χίλιοι ἦσαν μετὰ Ἰωνάθαν ἐν Γαβαὰ τοῦ Βενιαμίν, καὶ τὸ κατάλοιπον τοῦ λαοῦ ἐξαπέστειλεν ἕκαστον εἰς τὸ σκήνωμα αὐτοῦ.
Α Βασ. 13,1 Ο Σαούλ εξέλεξε από όλον τον ισραηλιτικόν λαόν ως σωματοφύλακάς του τρεις χιλιάδας άνδρας. Από αυτούς αι μεν δύο χιλιάδες ήσαν μαζή με τον Σαούλ εις Μαχμάς, εις την ορεινήν περιοχήν της Βαιθήλ. Οι άλλοι χίλιοι ήσαν μαζή με τον Ιωνάθαν εις Γαβαά της φυλής Βενιαμίν. Τους υπολοίπους Ισροηλίτας ο Σαούλ έστειλε τον καθένα εις την κατοικίαν του.
Α Βασ. 13,3 καὶ ἐπάταξεν Ἰωνάθαν τὸν Νασὶβ τὸν ἀλλόφυλον τὸν ἐν τῷ βουνῷ· καὶ ἀκούουσιν οἱ ἀλλόφυλοι. καὶ Σαοὺλ σάλπιγγι σαλπίζει εἰς πᾶσαν τὴν γῆν λέγων· ἠθετήκασιν οἱ δοῦλοι.
Α Βασ. 13,3 Ο Ιωνάθαν εκτύπησε τον Νασίβ τον Φιλισταίον, ο οποίος ευρίσκετο με φρουράν εις ένα ύψωμα. Οι Φιλισταίοι επληροφορήθησαν την επιχείρησιν του Ιωνάθαν εναντίον της φρουράς των. Ο Σαούλ επήρε θάρρος από την νίκην αυτήν του Ιωνάθαν και διέταξε να σαλπίσουν εις όλην την χώραν της Παλαιστίνης, ότι οι έως τώρα σκλαβωμένοι Ισραηλίται επανεστάτησαν εναντίον των Φιλισταίων.
Α Βασ. 13,4 καὶ πᾶς Ἰσραὴλ ἤκουσε λεγόντων· πέπαικε Σαοὺλ τὸν Νασὶβ τὸν ἀλλόφυλον, καὶ ᾐσχύνθησαν Ἰσραὴλ ἐν τοῖς ἀλλοφύλοις. καὶ ἀνέβησαν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ ὀπίσω Σαοὺλ ἐν Γαλγάλοις.
Α Βασ. 13,4 Ολοι οι Ισραηλίται επληροφορήθησαν την είδησιν, ότι ο Σαούλ προσέβαλε τον αλλόφυλον Νασίβ και εκυρίευσε το φυλάκιον εκείνο των Φιλισταίων, δια τούτο ο Ισραηλτικός λαός κατεφρονήθη περισσότερον από τους Φιλισταίους. Ο ισραηλιτικός λαός ηκολούθησε τον Σαούλ και συνεκεντρώθη εις τα Γαλγαλα.
Α Βασ. 13,5 καὶ οἱ ἀλλόφυλοι συνάγονται εἰς πόλεμον ἐπὶ Ἰσραήλ, καὶ ἀναβαίνουσιν ἐπὶ Ἰσραὴλ τριάκοντα χιλιάδες ἁρμάτων καὶ ἓξ χιλιάδες ἱππέων καὶ λαὸς ὡς ἡ ἄμμος ἡ παρὰ τὴν θάλασσαν τῷ πλήθει· καὶ ἀναβαίνουσι καὶ παρεμβάλλουσιν ἐν Μαχμὰς ἐξ ἐναντίας Βαιθωρὼν κατὰ νότου.
Α Βασ. 13,5 Οι Φιλισταίοι συνηθροίσθησαν, δια να πολεμήσουν τους Ισραηλίτας. Ανέβησαν εναντίον των Ισραηλιτών με τριάκοντα χιλιάδας πολεμικά άρματα και εξ χιλιάδας ιππείς και με στρατόν τόσον κατά το πλήθος, όση είναι η άμμος η πλησίον της θαλάσσης. Οι Φιλισταίοι συνεκεντρώθησαν και εστρατοπέδευσαν εις Μαχμάς, απέναντι και προς νότον της Βαιθωρών.
Α Βασ. 13,6 καὶ ἀνὴρ Ἰσραὴλ εἶδεν ὅτι στενῶς αὐτῷ μὴ προσάγειν αὐτόν, καὶ ἐκρύβη ὁ λαὸς ἐν τοῖς σπηλαίοις καὶ ἐν ταῖς μάνδραις καὶ ἐν ταῖς πέτραις καὶ ἐν τοῖς βόθροις καὶ ἐν τοῖς λάκκοις,
Α Βασ. 13,6 Οι Ισραηλίται, ολιγάριθμοι καθώς ήσαν, όταν είδαν ότι ευρίσκοντο εις αδυναμίαν να πολεμήσουν εναντίον τόσον πολλών εχθρών, εκρύβησαν άλλοι εις τα σπήλαια, άλλοι εις τας μάνδρας, άλλοι στους βράχους, άλλοι στους βόθρους και άλλοι στους λάκκους.
Α Βασ. 13,7 καὶ οἱ διαβαίνοντες διέβησαν τὸν Ἰορδάνην εἰς γῆν Γὰδ καὶ Γαλαάδ. καὶ Σαοὺλ ἔτι ἦν ἐν Γαλγάλοις, καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἐξέστη ὀπίσω αὐτοῦ.
Α Βασ. 13,7 Μερικοί δε διέβησαν τον Ιορδάνην ποταμόν και ήλθαν εις την χώραν Γαδ και την χώραν Γαλαάδ. Ο Σαούλ όμως ευρίσκετο ακόμη εις τα Γαλγαλα και ο άλλος Ισραηλιτικός λαός, ο οποίος τον ακολουθούσε, ήτο καταπτοημένος.
Α Βασ. 13,8 καὶ διέλιπεν ἑπτὰ ἡμέρας τῷ μαρτυρίῳ, ὡς εἶπε Σαμουὴλ, καὶ οὐ παρεγένετο Σαμουὴλ εἰς Γάλγαλα, καὶ διεσπάρη ὁ λαὸς αὐτοῦ ἀπ᾿ αὐτοῦ.
Α Βασ. 13,8 Ο Σαούλ επερίμενε τον Σαμουήλ επί επτά ημέρας σύμφωνα με την εντολήν του Σαμουήλ, αλλά ακόμη δεν είχεν έλθει ο Σαμουήλ εις τα Γαλγαλα. Ο ισραηλιτικός λαός διεσπάρη και έφυγε μακράν από τον Σαούλ.
Α Βασ. 13,9 καὶ εἶπε Σαούλ· προσαγάγετε, ὅπως ποιήσω ὁλοκαύτωσιν καὶ εἰρηνικάς· καὶ ἀνήνεγκε τὴν ὁλοκαύτωσιν.
Α Βασ. 13,9 Είπε τότε ο Σαούλ· “φέρετέ μου να προσφέρω εγώ θυσίαν ολοκαυτώματος και θυσίαν ειρηνικήν”. Ο Σαούλ προσέφερε πράγματι την θυσίαν του ολοκαυτώματος.
Α Βασ. 13,10 καὶ ἐγένετο ὡς συνετέλεσεν ἀναφέρων τὴν ὁλοκαύτωσιν, καὶ Σαμουὴλ παραγίνεται· καὶ ἐξῆλθε Σαοὺλ εἰς ἀπάντησιν αὐτοῦ εὐλογῆσαι αὐτόν.
Α Βασ. 13,10 Οταν ετελείωσε την προσφοράν της θυσίας, ήλθεν ο Σαμουήλ. Ο Σαούλ εβγήκεν εις προϋπάντησίν του, δια να τον χαιρετήση ειρηνικώς.
Α Βασ. 13,11 καὶ εἶπε Σαμουήλ· τί πεποίηκας; καὶ εἶπε Σαούλ· ὅτι εἶδον ὡς διεσπάρη ὁ λαὸς ἀπ᾿ ἐμοῦ καὶ σὺ οὐ παρεγένου ὡς διετάξω ἐν τῷ μαρτυρίῳ τῶν ἡμερῶν, καὶ οἱ ἀλλόφυλοι συνήχθησαν εἰς Μαχμάς,
Α Βασ. 13,11 Ο Σαμουήλ ηρώτησε τότε τον Σαούλ· “τι έκαμες; Διατί εθυσίασες;” Ο Σαούλ απήντησεν· “εθυσίασα διότι είδον ότι ο λαός διεσκορπίσθη μακράν από εμέ και διότι ακόμη συ δεν είχες έλθει, όπως μου είχες υποσχεθή, κατά την ωρισμένην ημέραν. Και επί πλέον, διότι οι Φιλισταίοι ευρίσκονται εις Μαχμάς.
Α Βασ. 13,12 καὶ εἶπα· νῦν καταβήσονται οἱ ἀλλόφυλοι πρός με εἰς Γάλγαλα καὶ τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου οὐκ ἐδεήθην· καὶ ἐνεκρατευσάμην καὶ ἀνήνεγκα τὴν ὁλοκαύτωσιν.
Α Βασ. 13,12 Ενώπιον αυτής της καταστάσεως εσκέφθην και είπα· Τωρα θα επέλθουν οι Φιλισταίοι εναντίον μου εις Γαλγαλα και ακόμη δεν έχω παρακαλέσει τον Κυριον. Τοτε επίεσα τον εαυτόν μου και απεφάσισα και εθυσίασα το ολοκαύτωμα”.
Α Βασ. 13,13 καὶ εἶπε Σαμουὴλ πρὸς Σαούλ· μεματαίωταί σοι, ὅτι οὐκ ἐφύλαξας τὴν ἐντολήν μου, ἣν ἐνετείλατό σοι Κύριος, ὡς νῦν ἡτοίμασε Κύριος τὴν βασιλείαν σου ἐπὶ Ἰσραὴλ ἕως αἰῶνος·
Α Βασ. 13,13 Ο Σαμουήλ είπεν στον Σαούλ· “ενήργησες κατά τρόπον ανόητον και αμαρτωλόν, διότι δεν εσεβάσθης την εντολήν μου, την οποίαν εντολήν ο Κυριος σε διέταξε. Εάν δεν εφέρεσο με αυτόν τον τρόπον, ο Κυριος είχεν ετοιμάσει, ώστε να είναι παντοτεινή η βασιλεία σου.
Α Βασ. 13,14 καὶ νῦν ἡ βασιλεία σου οὐ στήσεταί σοι, καὶ ζητήσει Κύριος ἑαυτῷ ἄνθρωπον κατὰ τὴν καρδίαν αὐτοῦ, καὶ ἐντελεῖται Κύριος αὐτῷ εἰς ἄρχοντα ἐπὶ τὸν λαὸν αὐτοῦ, ὅτι οὐκ ἐφύλαξας ὅσα ἐνετείλατό σοι Κύριος.
Α Βασ. 13,14 Αλλά τώρα η βασιλεία σου δεν θα παραμείνη πλέον εις σέ. Ο Κυριος θα ζητήση και θα εύρη άνδρα, όπως τον ποθεί ο ίδιος. Ο Κυριος θα δώση εις αυτόν την εντολήν να βασιλεύση, επειδή συ δεν ετήρησες όσα σε διέταζεν ο Κυριος”.
Α Βασ. 13,15 καὶ ἀνέστη Σαμουὴλ καὶ ἀπῆλθεν ἐκ Γαλγάλων εἰς ὁδὸν αὐτοῦ, καὶ τὸ κατάλειμμα τοῦ λαοῦ ἀνέβη ὀπίσω Σαοὺλ εἰς ἀπάντησιν ὀπίσω τοῦ λαοῦ τοῦ πολεμιστοῦ. αὐτῶν παραγενομένων ἐκ Γαλγάλων εἰς Γαβαὰ Βενιαμὶν καὶ ἐπεσκέψατο Σαοὺλ τὸν λαὸν τὸν εὑρεθέντα μετ᾿ αὐτοῦ ὡς ἑξακοσίους ἄνδρας.
Α Βασ. 13,15 Ο Σαμουήλ ηγέρθη και έφυγεν από τα Γαλγαλα ακολουθών τον δρόμον του. Οι υπόλοιποι άνδρες του Ισραηλιτικού λαού ηκολούθησαν τον Σαούλ, δια να συναντήσουν τον στρατόν και ασφαλισθούν εις τα μετόπισθεν. Οταν αυτοί ήλθον από τα Γαλγαλα εις την Γαβαά, της φυλής Βενιαμίν, ο Σαούλ επιθεώρησε τον στρατόν του, ο οποίος ευρέθη μαζή του, και είδε ότι ήσαν εξακόσιοι μόνον άνδρες.
Α Βασ. 13,16 καὶ Σαοὺλ καὶ Ἰωνάθαν υἱὸς αὐτοῦ καὶ ὁ λαὸς οἱ εὑρεθέντες μετ᾿ αὐτῶν ἐκάθισαν ἐν Γαβαὰ Βενιαμὶν καὶ ἔκλαιον, καὶ οἱ ἀλλόφυλοι παρεμβεβλήκεισαν ἐν Μαχμάς.
Α Βασ. 13,16 Ο Σαούλ και ο υιός του Ιωνάθαν και ο λαός, ο οποίος ευρίσκετο μαζή του, εκάθισαν εις την Γαβαά της φυλής Βενιαμίν και έκλαιον, επειδή οι Φιλισταίοι είχον πλέον στρατοπεδεύσει πλησίον των εις την Μαχμάς.
Α Βασ. 13,17 καὶ ἐξῆλθε διαφθείρων ἐξ ἀγροῦ ἀλλοφύλων τρισὶν ἀρχαῖς· ἡ ἀρχὴ ἡ μία ἐπιβλέπουσα ὁδὸν Γοφερὰ ἐπὶ γῆν Σωγάλ,
Α Βασ. 13,17 Από κάποιον δε αγρόν των Φιλισταίων εβγήκαν τρία τμήματα στρατού των αλλοφύλων, δια να λεηλατήσουν την χώραν των Ισραηλιτών. Το πρώτον τμήμα του εχθρικού στρατού εστράφη προς την οδόν, η οποία ωδηγούσε εις Γοφεράν, εις την χώραν Σωγάλ.
Α Βασ. 13,18 καὶ ἡ ἀρχὴ ἡ μία ἐπιβλέπουσα ὁδὸν Βαιθωρών, καὶ ἡ ἀρχὴ ἡ μία ἐπιβλέπουσα ὁδὸν Γαβαὲ τὴν εἰσκύπτουσαν ἐπὶ Γαὶ τὴν Σαβίμ.
Α Βασ. 13,18 Το δεύτερον τμήμα του στρατού εστράφη προς την πόλιν Βαιθωρών και το τρίτον τμήμα του στρατού έλαβε την οδόν, η οποία κατευθύνεται προς την Γαβαά την πόλιν Γαι της Σαβίμ.
Α Βασ. 13,19 καὶ τέκτων σιδήρου οὐχ εὑρίσκετο ἐν πάσῃ γῇ Ἰσραήλ, ὅτι εἶπον οἱ ἀλλόφυλοι· μὴ ποιήσωσιν οἱ Ἑβραῖοι ῥομφαίαν καὶ δόρυ.
Α Βασ. 13,19 Σιδηρουργός δεν υπήρχεν εις όλην την ώραν των Ισραηλιτών, διότι οι αλλόφυλοι είχον διατάξει να μη κατασκευάσουν οι Εβραίοι ρομφαίας και δόρατα.
Α Βασ. 13,20 καὶ κατέβαινον πᾶς Ἰσραὴλ εἰς γῆν ἀλλοφύλων χαλκεύειν ἕκαστος τὸ θέριστρον αὐτοῦ καὶ τὸ σκεῦος αὐτοῦ καὶ ἕκαστος τὴν ἀξίνην αὐτοῦ καὶ τὸ δρέπανον αὐτοῦ.
Α Βασ. 13,20 Δια τούτο όλοι οι Ισραηλίται κατέβαιναν εις την χώραν των Φιλισταίων, δια να σφυρηλατήση ο καθένας το θεριστήριόν του και κάθε άλλο οικιακόν εργαλείον, δηλαδή την αξίνην του, το δρέπανόν του.
Α Βασ. 13,21 καὶ ἦν ὁ τρυγητὸς ἕτοιμος τοῦ θερίζειν· τὰ δὲ σκεύη ἦν τρεῖς σίκλοι εἰς τὸν ὀδόντα, καὶ τῇ ἀξίνῃ καὶ τῷ δρεπάνῳ ὑπόστασις ἦν ἡ αὐτή.
Α Βασ. 13,21 Ο θερισμός επλησίαζεν, τα δε γεωργικά εργαλεία ήσαν πανάκριβα. Τρεις σίκλους εστοίχιζε το υνί και η αυτή τιμή ήτο δια την αξίναν και δια το δρέπανον.
Α Βασ. 13,22 καὶ ἐγενήθη ἐν ταῖς ἡμέραις τοῦ πολέμου Μαχμὰς καὶ οὐχ εὑρέθη ῥομφαία καὶ δόρυ ἐν χειρὶ παντὸς τοῦ λαοῦ τοῦ μετὰ Σαοὺλ καὶ μετὰ Ἰωνάθαν, καὶ εὑρέθη τῷ Σαοὺλ καὶ τῷ Ἰωνάθαν υἱῷ αὐτοῦ.
Α Βασ. 13,22 Συνέβη όμως κατά τας ημέρας του πολέμου εις την Μαχμάς μεταξύ Φιλισταίων και Ισραηλιτών να μη ευρίσκεται ούτε δόρυ, ούτε ρομφαία εις τα χέρια του λαού, ο οποίος ήτο μαζή με τον Σαούλ και με τον Ιωνάθαν. Μονον ο Σαούλ και ο υιός του ο Ιωνάθαν είχον όπλον.
Α Βασ. 13,23 καὶ ἐξῆλθεν ἐξ ὑποστάσεως τῶν ἀλλοφύλων τὴν ἐν τῷ πέραν Μαχμάς.
Α Βασ. 13,23 Και ιδού ότι ένα τμήμα του στρατού των Φιλισταίων ήλθε και επροχώρησεν σε τοποθεσίαν, η οποία ευρίσκετο πέραν από την περιοχήν Μαχμάς.
Α Βασ. 14,1 Καὶ γίνεται ἡ ἡμέρα καὶ εἶπεν Ἰωνάθαν υἱὸς Σαοὺλ τῷ παιδαρίῳ τῷ αἴροντι τὰ σκεύη αὐτοῦ· δεῦρο, καὶ διαβῶμεν εἰς Μεσσὰβ τῶν ἀλλοφύλων τὴν ἐν τῷ πέραν ἐκείνῳ· καὶ τῷ πατρὶ αὐτοῦ οὐκ ἀπήγγειλε.
Α Βασ. 14,1 Οταν εξημέρωσεν, ο Ιωνάθαν ο υιός του Σαούλ είπεν εις ένα νεαρόν δούλον του, ο οποίος έφερε τον οπλισμόν του· “έλα, ας περάσωμεν στο φυλάκιον των Φιλισταίων, που ευρίσκεται εκεί εις την άλλην πλευράν”. Δεν ανέφερε δε τίποτε στον πατέρα του δια το διάβημα αυτό.
Α Βασ. 14,2 καὶ Σαοὺλ ἐκάθητο ἐπ᾿ ἄκρου τοῦ βουνοῦ ὑπὸ τὴν ῥοὰν τὴν ἐν Μαγδών, καὶ ἦσαν μετ᾿ αὐτοῦ ὡς ἑξακόσιοι ἄνδρες·
Α Βασ. 14,2 Ο Σαούλ ευρίσκετο στο άκρον του υψώματος και εκάθητο κάτω από μίαν ροδιάν εις Μαγδών. Μαζή του ήσαν εξακόσιοι περίπου άνδρες.
Α Βασ. 14,3 καὶ Ἀχιὰ υἱὸς Ἀχιτὼβ ἀδελφοῦ Ἰωχαβὴδ υἱοῦ Φινεὲς υἱοῦ Ἡλὶ ἱερεὺς τοῦ Θεοῦ ἐν Σηλὼμ αἴρων ἐφούδ. καὶ ὁ λαὸς οὐκ ᾔδει ὅτι πεπόρευται Ἰωνάθαν.
Α Βασ. 14,3 Επίσης μαζή του ήτο και ο αρχιερεύς Αχιά, υιός του Αχιτώβ του αδελφού του Ιωχαβήδ, ο οποίος ήτο υιός του Φινεές υιού του Ηλί. Ο Αχιά ήτο αρχιερεύς εις Σηλώμ φορών το αρχιερατικόν εφούδ. Ούτε δε ο λαός εγνώριζε τίποτε δια το διάβημα αυτό του Ιωνάθαν.
Α Βασ. 14,4 καὶ ἀνὰ μέσον τῆς διαβάσεως, οὗ ἐζήτει Ἰωνάθαν διαβῆναι εἰς τὴν ὑπόστασιν τῶν ἀλλοφύλων, καὶ ὁδοὺς πέτρας ἐκ τούτου καὶ ὁδοὺς πέτρας ἐκ τούτου, ὄνομα τῷ ἑνὶ Βασὲς καὶ ὄνομα τῷ ἄλλῳ Σεννά·
Α Βασ. 14,4 Από το ένα μέρος και το άλλο της στενωπού, που ήθελε να διαβή ο Ιωνάθαν δια να φθάση εκεί όπου υπήρχον οι Φιλισταίοι, ήσαν δύο απότομοι βράχοι, ο ένας εις την μίαν πλευράν και ο άλλος εις την άλλην. Το όνομα του ενός βράχου ήτο Βασές, το δε όνομα του δευτέρου Σεννά.
Α Βασ. 14,5 ἡ ὁδὸς ἡ μία ἀπὸ βοῤῥᾶ ἐρχομένῳ Μαχμὰς καὶ ἡ ὁδὸς ἡ ἄλλη ἀπὸ νότου ἐρχομένῳ Γαβαέ.
Α Βασ. 14,5 Δυο δε δρόμοι ωδηγούσαν προς τους Φιλισταίους, ο ένας προς βορράν απέναντι της Μαχμάς, ο δε άλλος δρόμος ήτο προς νότον απέναντι της Γαβαά.
Α Βασ. 14,6 καὶ εἶπεν Ἰωνάθαν πρὸς τὸ παιδάριον τὸ αἶρον τὰ σκεύη αὐτοῦ· δεῦρο διαβῶμεν εἰς Μεσσὰβ τῶν ἀπεριτμήτων τούτων, εἴτι ποιήσαι Κύριος ἡμῖν· ὅτι οὐκ ἔστι τῷ Κυρίῳ συνεχόμενον σῴζειν ἐν πολλοῖς ἢ ἐν ὀλίγοις.
Α Βασ. 14,6 Ο Ιωνάθαν είπεν στον νεαρόν δούλον του, ο οποίος εκρατούσε τον οπλισμόν του· “έλα, ας περάσωμεν το φυλάκιον των απεριτμήτων αυτών. Πιθανόν ο Κυριος να μας βοηθήση, διότι τίποτε δεν ημπορεί να εμποδίση τον Κυριον στο να σώση, δια πολλών η δι' ολίγων, κάποιον, που ευρίσκεται εις στενόχωρον θέσιν”.
Α Βασ. 14,7 καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ αἴρων τὰ σκεύη αὐτοῦ· ποίει πᾶν, ὃ ἐὰν ἡ καρδία σου ἐκλίνῃ, ἰδοὺ ἐγὼ μετὰ σοῦ, ὡς ἡ καρδία σου καρδία μου.
Α Βασ. 14,7 Ο νεαρός δούλος, ο φέρων το οπλισμόν του Ιωνάθαν, είπεν εις αυτόν· “κάμε ο,τι ποθεί η καρδιά σου. Εγώ ιδού, θα είμαι μαζή σου. Η καρδιά σου είναι καρδιά μου, το θέλημά σου θέλημά μου”.
Α Βασ. 14,8 καὶ εἶπεν Ἰωνάθαν· ἰδοὺ ἡμεῖς διαβαίνομεν πρὸς τοὺς ἄνδρας καὶ κατακυλισθησόμεθα πρὸς αὐτούς·
Α Βασ. 14,8 Ο Ιωνάθαν είπεν· “ιδού, ημείς μεταβαίνομεν προς τους Φιλισταίους, του άνδρας της προφυλακής. Θα παρουσιασθώμεν έξαφνα ενώπιόν των.
Α Βασ. 14,9 ἐὰν τάδε εἴπωσι πρὸς ἡμᾶς· ἀπόστητε ἐκεῖ ἕως ἂν ἀπαγγείλωμεν ὑμῖν, καὶ στησόμεθα ἐφ᾿ ἑαυτοῖς καὶ οὐ μὴ ἀναβῶμεν ἐπ᾿ αὐτούς·
Α Βασ. 14,9 Εάν λοιπόν εκείνοι οι άνδρες μας είπουν· Σταθήτε αυτού και θα σας δώσωμεν απάντησιν δεν θα προχωρήσωμεν εναντίον των.
Α Βασ. 14,10 ἐὰν τάδε εἴπωσι πρὸς ἡμᾶς· ἀνάβητε πρὸς ἡμᾶς, καὶ ἀναβησόμεθα, ὅτι παραδέδωκεν αὐτοὺς Κύριος εἰς χεῖρας ἡμῶν· τοῦτο ἡμῖν τὸ σημεῖον.
Α Βασ. 14,10 Εάν όμως μας είπουν· Ελάτε κοντά μου θα μεταβώμεν τότε προς αυτούς, διότι αυτό σημαίνει ότι ο Κυριος τους παρέδωκεν εις τα χέρια μας. Αυτό θα είναι το σημείον της νίκης μας”.
Α Βασ. 14,11 καὶ εἰσῆλθον ἀμφότεροι εἰς Μεσσὰβ τῶν ἀλλοφύλων· καὶ λέγουσιν οἱ ἀλλόφυλοι· ἰδοὺ Ἑβραῖοι ἐκπορεύονται ἐκ τῶν τρωγλῶν αὐτῶν, οὗ ἐκρύβησαν ἐκεῖ.
Α Βασ. 14,11 Και οι δύο, ο Ιανάθαν και ο δούλος του, ενεφανίσθησα στο φυλάκιον των Φιλισταίων. Οι άνδρε του φυλακίου εκείνου είπαν μεταξύ των· “ιδού, οι Εβραίοι βγαίνουν από τας τρώγλας όπου είχαν κρυφθή”.
Α Βασ. 14,12 καὶ ἀπεκρίθησαν οἱ ἄνδρες Μεσσὰβ πρὸς Ἰωνάθαν καὶ πρὸς τὸν αἴροντα τὰ σκεύη αὐτοῦ καὶ λέγουσιν· ἀνάβητε πρὸς ἡμᾶς, καὶ γνωριοῦμεν ὑμῖν ῥῆμα. καὶ εἶπεν Ἰωνάθαν πρὸς τὸν αἴροντα τὰ σκεύη αὐτοῦ· ἀνάβηθι ὀπίσω μου, ὅτι παρέδωκεν αὐτοὺς Κύριος εἰς χεῖρας Ἰσραήλ.
Α Βασ. 14,12 Ωμίλησαν δε οι άνδρες του φυλακίου προς τον Ιωνάθαν και προς τον υπηρέτην, που είχεν τον πολεμικόν οπλισμόν του Ιωνάθαν, και τους είπαν· “ανεβήτε προς ημάς και έχομεν να σας ανακοινώσωμεν κάτι”. Είπε τότε ο Ιωνάθαν προς αυτόν, που έφερε τον οπλισμόν του· “ανέβα υστέρα από εμέ, διότι ο Κυριος έχει παραδώσει αυτούς εις τα χέρια ημών των Ισραηλιτών”.
Α Βασ. 14,13 καὶ ἀνέβη Ἰωνάθαν ἐπὶ τὰς χεῖρας αὐτοῦ καὶ ἐπὶ τοὺς πόδας αὐτοῦ καὶ ὁ αἴρων τὰ σκεύη αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ· καὶ ἐπέβλεψαν κατὰ πρόσωπον Ἰωνάθαν, καὶ ἐπάταξεν αὐτούς, καὶ ὁ αἴρων τὰ σκεύη αὐτοῦ ἐπεδίδου ὀπίσω αὐτοῦ.
Α Βασ. 14,13 Ο Ιωνάθαν ανερριχήθη με τα χέρια και με τα πόδια και μαζή του, έπειτα από αυτόν, ακολουθούσε και ο νεαρός δούλος του, που έφερε τον οπλισμόν του. Ο Φιλισταίοι είδον ενώπιόν των τον Ιωνάθαν. Ο Ιωνάθαν ώρμησε τότε και εφόνευσεν αυτούς. Πισω από αυτόν ο δούλος που έφερε τον οπλισμόν του, έδιδεν ει τον Ιωνάθαν ακόντια και λίθους, δια να κτυπά τους Φιλισταίους.
Α Βασ. 14,14 καὶ ἐγενήθη ἡ πληγὴ ἡ πρώτη, ἣν ἐπάταξεν Ἰωνάθαν καὶ ὁ αἴρων τὰ σκεύη αὐτοῦ, ὡς εἴκοσιν ἄνδρες ἐν βολίσι καὶ ἐν πετροβόλοις καὶ ἐν κόχλαξι τοῦ πεδίου.
Α Βασ. 14,14 Η αιφνιδιαστική αυτή και ορμητική επίθεσις του Ιωνάθαν και του δούλου, που έφερε τον ο πλισμόν του, εναντίον των Φιλισταίων τούτων, είχεν ως αποτέλεσμα τον θάνατον είκοσι ανδρών, οι οποίοι εφονεύθησαν με ακόντιον, με πετροβολισμούς και με χαλίκια ακόμα της υπαίθρου.
Α Βασ. 14,15 καὶ ἐγενήθη ἔκστασις ἐν τῇ παρεμβολῇ καὶ ἐν ἀγρῷ, καὶ πᾶς ὁ λαὸς ὁ ἐν Μεσσὰβ καὶ οἱ διαφθείροντες ἐξέστησαν, καὶ αὐτοὶ οὐκ ἤθελον ποιεῖν· καὶ ἐθάμβησεν ἡ γῆ, καὶ ἐγενήθη ἔκστασις παρὰ Κυρίου.
Α Βασ. 14,15 Συγχυσις και πανικός επεκράτησεν στο στρατόπεδον των Φιλισταίων εις την ύπαιθρον και εις όλον τον λαόν του φυλακίου. Και αυτό το κύριον σώμα του στρατού των Φιλισταίων κατελήφθη από τρόμον και δεν ήθελαν να κάμουν τίποτε εις απόκρουσιν της επιθέσεως. Εσείσθη η γη και τρόμος παρά Κυρίου κατέλαβεν όλους
Α Βασ. 14,16 καὶ εἶδον οἱ σκοποὶ τοῦ Σαοὺλ ἐν Γαβαὰ Βενιαμὶν καὶ ἰδοὺ ἡ παρεμβολὴ τεταραγμένη ἔνθεν καὶ ἔνθεν.
Α Βασ. 14,16 Οι σκοποί του Σαούλ, που ήσαν εκ Γαβαά της φυλής Βενιαμίν, παρετήρησαν με έκπληξιν ότι το στρατόπεδον των Φιλισταίων είχε περιέλθει εις μεγάλην ταραχήν και σύγχυσιν, οι δε στρατιώται επγαινοήρχοντο από εδώ και από εκεί.
Α Βασ. 14,17 καὶ εἶπε Σαοὺλ τῷ λαῷ τῷ μετ᾿ αὐτοῦ· ἐπισκέψασθε δὴ καὶ ἴδετε τίς πεπόρευται ἐξ ὑμῶν· καὶ ἐπεσκέψαντο, καὶ ἰδοὺ οὐχ εὑρίσκετο Ἰωνάθαν καὶ ὁ αἴρων τὰ σκεύη αὐτοῦ.
Α Βασ. 14,17 Είπε τότε ο Σαούλ στους ανθρώπους, τους στρατιώτας που τον περιέβαλλαν· “εξετάσατε, λοιπόν, και εξακριβώσατε ποιός έχει φύγει από ημάς”. Εξήτασαν, και αίφνης είδον ότι δεν ευρίσκετο ο Ιωνάθαν μαζή των και ο φέρων τον οπλισμόν νεαρός δούλος του.
Α Βασ. 14,18 καὶ εἶπε Σαοὺλ τῷ Ἀχιᾷ· προσάγαγε τὸ ἐφούδ· ὅτι αὐτὸς ᾖρε τὸ ἐφοὺδ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἐνώπιον Ἰσραήλ.
Α Βασ. 14,18 Ο Σαούλ είπεν στον Αχιά· “φέρε εδώ το εφούδ και ρώτησε τον Θεόν, τι πρέπει να κάμωμεν”. Αυτός, ο Αχιά, ως αρχιερεύς που ήτο, εφορούσε κατά την εποχήν εκείνην ενώπιον των Ισραηλιτών το ιερατικόν άμφιον, το εφούδ.
Α Βασ. 14,19 καὶ ἐγενήθη ὡς ἐλάλει Σαοὺλ πρὸς τὸν ἱερέα, καὶ ὁ ἦχος ἐν τῇ παρεμβολῇ τῶν ἀλλοφύλων ἐπορεύετο πορευόμενος καὶ ἐπλήθυνε· καὶ εἶπε Σαοὺλ πρὸς τὸν ἱερέα· συνάγαγε τὰς χεῖράς σου.
Α Βασ. 14,19 Καθ' ον χρόνον ωμιλούσεν ο Σαούλ προς τον αρχιερέα τον Αχιά, ο θόρυβος και η οχλοβοή, που προήρχετο από το πανικοβληθέν στρατόπεδον των Φιλισταίων, ολοένα και εμεγάλωνεν. Ο Σαούλ είπε τότε προς τον αρχιερέα Αχιά· “απόσυρε τα χέρια σου και παύσε να ερωτάς τον Θεόν”.
Α Βασ. 14,20 καὶ ἀνέβη Σαοὺλ καὶ πᾶς ὁ λαὸς ὁ μετ᾿ αὐτοῦ καὶ ἔρχονται ἕως τοῦ πολέμου, καὶ ἰδοὺ ἐγένετο ῥομφαία ἀνδρὸς ἐπὶ τὸν πλησίον αὐτοῦ, σύγχυσις μεγάλη σφόδρα.
Α Βασ. 14,20 Επειτα ο ίδιος ο Σαούλ και όλος ο στρατός, που ήτο μαζή του, επροχώρησαν και έφθασαν στο στρατόπεδον των Φιλισταίων εις την πεδιάδα της μάχης. Και ιδού, είδον ότι η ρομφαία του ενός Φιλισταίου εστρέφετο φονική κατά του άλλου και έτσι επικρατούσε μεταξύ των πολύ μεγάλη σύγχυσις.
Α Βασ. 14,21 καὶ οἱ δοῦλοι οἱ ὄντες ἐχθὲς καὶ τρίτην ἡμέραν μετὰ τῶν ἀλλοφύλων οἱ ἀναβάντες εἰς τὴν παρεμβολὴν ἐπεστράφησαν καὶ αὐτοὶ εἶναι μετὰ Ἰσραὴλ τῶν μετὰ Σαοὺλ καὶ Ἰωνάθαν.
Α Βασ. 14,21 Οι δε δούλοι των Φιλισταίων, οι Εβραίοι, οι οποίοι είχον λιποτακτήσει προηγουμένως στο στρατόπεδον των Φιλισταίων, επέστρεψαν προς τους ομοεθνείς των τους Ισραηλίτας, οι οποίοι ήσαν μαζή με τον Σαούλ και με τον Ιωνάθαν.
Α Βασ. 14,22 καὶ πᾶς Ἰσραὴλ οἱ κρυπτόμενοι ἐν τῷ ὄρει Ἐφραὶμ καὶ ἤκουσαν ὅτι πεφεύγασιν οἱ ἀλλόφυλοι, καὶ συνάπτουσι καὶ αὐτοὶ ὀπίσω αὐτῶν εἰς πόλεμον.
Α Βασ. 14,22 Ολοι δε οι Ισραηλίται, οι οποίοι εκρύπτοντο εις την ορεινήν περιοχήν της φυλής Εφραίμ, όταν επληφορήθησαν ότι οι Φιλισταίοι ετράπησαν εις φυγήν, έσπευσαν και ηνώθησαν με τους άλλους Ισραηλίτας και έλαβον μέρος εις την καταδίωξιν των Φιλισταίων.
Α Βασ. 14,23 καὶ ἔσωσε Κύριος ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τὸν Ἰσραήλ. Καὶ ὁ πόλεμος διῆλθε τὴν Βαμώθ, καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἦν μετὰ Σαοὺλ ὡς δέκα χιλιάδες ἀνδρῶν· καὶ ἦν ὁ πόλεμος διεσπαρμένος εἰς ὅλην τὴν πόλιν ἐν τῷ ὄρει Ἐφραίμ.
Α Βασ. 14,23 Ετσι ο Κυριος έσωσε κατά την ημέραν εκείνην τον ισραηλιτικόν λαόν από τους Φιλισταίους. Η μάχη όμως εσυνεχίζετο και έφθασε μέχρι της Βαμώθ. Ολος ο ισραηλιτικος λαός, ο οποίος ήτο μαζή με τον Σαούλ, ανήρχετο τώρα εις δέκα χιλιάδες άνδρας. Ο δε πόλεμος είχεν επεκταθή εις όλας τας πόλεις της ορεινής περιοχής της φυλής Εφραίμ.
Α Βασ. 14,24 καὶ Σαοὺλ ἠγνόησεν ἄγνοιαν μεγάλην ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ καὶ ἀρᾶται τῷ λαῷ λέγων· ἐπικατάρατος ὁ ἄνθρωπος, ὃς φάγεται ἄρτον ἕως ἑσπέρας, καὶ ἐκδικήσω τὸν ἐχθρόν μου· καὶ οὐκ ἐγεύσατο πᾶς ὁ λαὸς ἄρτου. καὶ πᾶσα ἡ γῆ ἠρίστα.
Α Βασ. 14,24 Κατά την ημέραν εκείνην της καταδιώξεως των Φιλισταίων ο Σαούλ διέπραξε μίαν μεγάλην απερισκεψίαν, διότι ώρκισε τον λαόν του ειπών· “κατηραμένος θα είναι ο άνθρωπος εκείνος, που θα φάγη κάτι κατά την ημέραν αυτήν έως την εσπέραν. Διότι θέλω να εξοντώσω τους εχθρούς μου τους Φιλισταίους”. Κανείς πράγματι από τον λαόν δεν έφαγε τίποτε. Ολοι ενήστευσαν.
Α Βασ. 14,25 καὶ Ἰάαλ δρυμὸς ἦν μελισσῶνος κατὰ πρόσωπον τοῦ ἀγροῦ,
Α Βασ. 14,25 Εις το δάσος της Ιάαλ υπήρχε μελισσών εις μίαν ανοικτήν περιοχήν.
Α Βασ. 14,26 καὶ εἰσῆλθεν ὁ λαὸς εἰς τὸν μελισσῶνα, καὶ ἰδοὺ ἐπορεύετο λαλῶν, καὶ ἰδοὺ οὐκ ἦν ἐπιστρέφων τὴν χεῖρα αὐτοῦ εἰς τὸ στόμα αὐτοῦ, ὅτι ἐφοβήθη ὁ λαὸς τὸν ὅρκον Κυρίου.
Α Βασ. 14,26 Ο ισραηλιτικός λαός διήλθε δια του μελισσώνος αυτού και επροχωρούσε συζητών. Κανείς όμως δεν ετόλμησε να φέρη με το χέρι του στο στόμα του τροφήν και να φάγη κάτι, διότι όλοι εφοβήθησαν το τάξιμον που είχε κάμει ο Σαουλ στον Κυριον.
Α Βασ. 14,27 καὶ Ἰωνάθαν οὐκ ἀκηκόει ἐν τῷ ὁρκίζειν τὸν πατέρα αὐτοῦ τὸν λαόν· καὶ ἐξέτεινε τὸ ἄκρον τοῦ σκήπτρου αὐτοῦ τοῦ ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ καὶ ἔβαψεν αὐτὸ εἰς τὸ κηρίον τοῦ μέλιτος καὶ ἐπέστρεψε τὴν χεῖρα αὐτοῦ εἰς τὸ στόμα αὐτοῦ, καὶ ἀνέβλεψαν οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ.
Α Βασ. 14,27 Ο Ιωνάθαν όμως δεν είχεν ακούσει τον πατέρα του, όταν ενόρκως εδέσμευε τον λαόν να μη φάγη τίποτε έως την εσπέραν. Δι' αυτό άπλωσε την ράβοον, που εκρατούσε εις το χέρι του, και εβύθισε το άκρον αυτής εις κηρήθραν. Εστρεψε κατόπιν το άκρον της ράβδου του, που κρατούσε στο χέρι του, το έφερε στο στόμα του και έφαγε το μέλι που είχε κολλήσει εις αυτήν. Ετσι οι οφθαλμοί του με την ελαχίστην αυτήν τροφήν εζωήρευσαν.
Α Βασ. 14,28 καὶ ἀπεκρίθη εἷς ἐκ τοῦ λαοῦ καὶ εἶπεν· ὁρκίσας ὥρκισε τὸν λαὸν ὁ πατήρ σου λέγων· ἐπικατάρατος ὁ ἄνθρωπος, ὃς φάγεται ἄρτον σήμερον, καὶ ἐξελύθη ὁ λαός.
Α Βασ. 14,28 Ενας δε εκ του λαού απεκρίθη και είπεν στον Ιωνάθαν· “ο πατήρ σου εδέσμευσε με όρκον τον λαόν και είπε· Καταράμενος ο άνθρωπος, που θα φάγη σήμερον οποιαδήποτε τροφήν”. Ετσι δε ο λαός είχεν εξαντληθή από την πείναν.
Α Βασ. 14,29 καὶ ἔγνω Ἰωνάθαν καὶ εἶπεν· ἀπήλλαχεν ὁ πατήρ μου τὴν γῆν· ἰδὲ δὴ ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου ὅτι ἐγευσάμην βραχύ τι τοῦ μέλιτος τούτου·
Α Βασ. 14,29 Οταν ο Ιωνάθαν έμαθε τον όρκον του πατρός του, είπεν· “ο πατέρας μου έβλαψε τον λαόν. Κυττάξτε ότι το φως των οφθαλμών μου εζωήρευσε με το ολίγον μέλι το οποίον εγεύθην.
Α Βασ. 14,30 ἀλλ᾿ ὅτι εἰ ἔφαγεν ἔσθων σήμερον ὁ λαὸς τῶν σκύλων τῶν ἐχθρῶν αὐτῶν, ὧν εὗρεν, ὅτι νῦν ἂν μείζων ἦν ἡ πληγὴ ἡ ἐν τοῖς ἀλλοφύλοις.
Α Βασ. 14,30 Εάν ο λαός έτρωγε σήμερον από την πολεμικήν λείαν, από τα λάφυρα που περιήλθον εις τα χέρια του, θα ενισχύετο και η θραύσις κατά των Φιλισταίων θα ήτο πολύ μεγαλύτερα”.
Α Βασ. 14,31 καὶ ἐπάταξεν ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἐκ τῶν ἀλλοφύλων ἐν Μαχμάς, καὶ ἐκοπίασεν ὁ λαὸς σφόδρα.
Α Βασ. 14,31 Ο Ισραηλιτικός λαός εν τούτοις κατά την ημέραν αυτήν εκτύπησε το τμήμα των Φιλισταίων, που ευρίσκετο εις Μαχμάς, αλλά εκοπίασε πολύ και περιέπεσεν εις μεγάλην εξάντλησιν λόγω της πείνης.
Α Βασ. 14,32 καὶ ἐκλήθη ὁ λαὸς εἰς τὰ σκῦλα, καὶ ἔλαβεν ὁ λαὸς ποίμνια καὶ βουκόλια καὶ τέκνα βοῶν καὶ ἔσφαξεν ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ ἤσθιεν ὁ λαὸς σὺν τῷ αἵματι.
Α Βασ. 14,32 Μετά το πέρας της νηστείας, ο λαός προσεκλήθη εις τα λάφυρα των Φιλισταίων να λάβη και να φάγη. Ελαβαν λοιπόν πρόβατα, βόδια, μοσχάρια, τα οποία έσφαζαν κάτω στο χώμα και έφαγαν το κρέας πριν ακόμη στραγγίση το αίμα.
Α Βασ. 14,33 καὶ ἀπηγγέλη Σαοὺλ λέγοντες· ἡμάρτηκεν ὁ λαὸς τῷ Κυρίῳ φαγὼν σὺν τῷ αἵματι. καὶ εἶπε Σαοὺλ ἐκ Γεθθαίμ· κυλίσατέ μοι λίθον ἐνταῦθα μέγαν.
Α Βασ. 14,33 Εγνωστοποιήθη στον Σαούλ τούτο, ότι δηλαδή ο λαός ημάρτησεν απέναντι του Κυρίου, διότι έφαγε κρέας μαζή με το αίμα, πράγμα το οποίον απηγόρευεν ο Θεός. Ο Σαούλ ο οποίος ευρίσκετο εις Γεθθαίμ, είπε· “κυλίσατέ μου και φέρετε εδώ ένα μεγάλον λίθον.
Α Βασ. 14,34 καὶ εἶπε Σαούλ· διασπάρητε ἐν τῷ λαῷ καὶ εἴπατε αὐτοῖς προσαγαγεῖν ἐνταῦθα ἕκαστος τὸν μόσχον αὐτοῦ καὶ ἕκαστος τὸ πρόβατον αὐτοῦ, καὶ σφαζέτω ἐπὶ τούτου, καὶ οὐ μὴ ἁμάρτητε τῷ Κυρίῳ τοῦ ἐσθίειν σὺν τῷ αἵματι· καὶ προσῆγεν ὁ λαὸς ἕκαστος τὸ ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ καὶ ἔσφαζον ἐκεῖ.
Α Βασ. 14,34 Είπεν ακόμη Σαούλ· “διασκορπισθήτε ανάμεσα εις όλον τον λαόν και είπατε στους ανθρώπους να φέρη ο καθένας από αυτούς εδώ το μοσχάρι του, το πρόβατόν του και ας σφάξουν αυτά εις το μέρος τούτο. Ετσι, δεν θα αμαρτήσετε τρώγοντες τας σάρκας μαζή με το αίμα”. Πράγματι ο καθένας εκ του λαού έφερε το ζώον, που ήτο εις την κατοχήν του, το έσφαζεν εκεί και το αίμα εχύνετο κοντά στον λίθον, που επείχε θέσιν θυσιαστηρίου.
Α Βασ. 14,35 καὶ ᾠκοδόμησεν ἐκεῖ Σαοὺλ θυσιαστήριον τῷ Κυρίῳ· τοῦτο ἤρξατο Σαοὺλ οἰκοδομῆσαι θυσιαστήριον τῷ Κυρίῳ.
Α Βασ. 14,35 Ετσι ο Σαούλ οικοδόμησεν εκεί θυσιαστήριον προς τιμήν του Κυρίου. Αυτό δε ήτο το πρώτον θυσιαστήριον, το οποίον οικοδόμησεν ο Σαούλ προς τιμήν του Κυρίου.
Α Βασ. 14,36 Καὶ εἶπε Σαούλ· καταβῶμεν ὀπίσω τῶν ἀλλοφύλων τὴν νύκτα καὶ διαρπάσωμεν ἐν αὐτοῖς ἕως διαφαύσῃ ἡμέρα, καὶ μὴ ὑπολείπωμεν ἐν αὐτοῖς ἄνδρα. καὶ εἶπαν· πᾶν τὸ ἀγαθὸν ἐνώπιόν σου ποίει. καὶ εἶπεν ὁ ἱερεύς· προσέλθωμεν ἐνταῦθα πρὸς τὸν Θεόν.
Α Βασ. 14,36 Είπε τότε ο Σαούλ στον λαόν του· “ας καταβώμεν και να συνεχίσωμεν την καταδίωξιν των Φιλισταίων κατά την νύκτα. Ας λεηλατήσωμεν αυτούς, έως ότου εξημερώση, και ας μη αφήσωμεν κανένα από αυτούς να ζήση”. Οι Ισραηλίται απήντησαν· “ο,τι σου φαίνεται καλόν, αυτό και κάμε”. Ο δε αρχιερεύς Αχιά επρότεινεν· “ας πλησιάσωμεν και ας ερωτήσωμεν δια τούτο τον Θεόν”.
Α Βασ. 14,37 καὶ ἐπηρώτησε Σαοὺλ τὸν Θεόν· εἰ καταβῶ ὀπίσω τῶν ἀλλοφύλων, εἰ παραδώσεις αὐτοὺς εἰς χεῖρας Ἰσραήλ; καὶ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῷ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ.
Α Βασ. 14,37 Ο Σαούλ ηρώτησε τον Θεόν· “να καταβώ και να συνεχίσω την καταδίωξιν των Φιλισταίων; Θα παραδώσής αυτούς εις τα χέρια ημών των Ισραηλιτών;» Ο Θεός δεν του απήντησε κατά την ημέραν εκείνην.
Α Βασ. 14,38 καὶ εἶπε Σαούλ· προσαγάγετε ἐνταῦθα πάσας τὰς γωνίας τοῦ Ἰσραὴλ καὶ γνῶτε καὶ ἴδετε ἐν τίνι γέγονεν ἡ ἁμαρτία αὕτη σήμερον·
Α Βασ. 14,38 Ο Σαούλ έδωσεν εντολήν και είπε· “φέρετε εδώ όλους τους αρχηγούς του λαού. Εξετάσατε και μάθετε, ποίος διέπραξε την αμαρτίαν αυτήν σήμερον.
Α Βασ. 14,39 ὅτι ζῇ Κύριος ὁ σώσας τὸν Ἰσραήλ, ὅτι ἐὰν ἀποκριθῇ κατὰ Ἰωνάθαν τοῦ υἱοῦ μου, θανάτῳ ἀποθανεῖται. καὶ οὐκ ἦν ὁ ἀποκρινόμενος ἐκ παντὸς τοῦ λαοῦ.
Α Βασ. 14,39 Διότι, ορκίζομαι στον ζώντα Κυριον, ο οποίος έσωσε τον ισραηλιτικόν λαόν, ότι και αν ακόμη η απάντησις είναι εναντίον του υιού μου του Ιωνάθαν, θα καταδικασθή και αυτός εις θάνατον”. Κανείς όμως από τον λαόν δεν απήντησεν εις την ένορκον αυτήν έκκλησιν του Σαούλ.
Α Βασ. 14,40 καὶ εἶπε παντὶ ἀνδρὶ Ἰσραήλ· ὑμεῖς ἔσεσθε εἰς δουλείαν, καὶ ἐγὼ καὶ Ἰωνάθαν ὁ υἱός μου ἐσόμεθα εἰς δουλείαν. καὶ εἶπεν ὁ λαὸς πρὸς Σαούλ· τὸ ἀγαθὸν ἐνώπιόν σου ποίει.
Α Βασ. 14,40 Ο Σαούλ είπε τότε στους σιωπώντας Ισραηλίτας· “σεις με την σιωπήν σας, που δεν αποκαλύπτετε τον ένοχον, οδηγείτε τον εαυτόν σας εις υποδούλωσιν. Μαζή δέ με σας θα γίνωμεν δούλοι των Φιλισταίων και εγώ και ο Ιωνάθαν”. Ο λαός τότε απήντησε· “κάμε ο,τι θέλεις”.
Α Βασ. 14,41 καὶ εἶπε Σαούλ· Κύριε ὁ Θεὸς Ἰσραήλ, τί ὅτι οὐκ ἀπεκρίθης τῷ δούλῳ σου σήμερον; εἰ ἐν ἐμοὶ ἢ ἐν Ἰωνάθαν τῷ υἱῷ μου ἡ ἀδικία; Κύριε ὁ Θεὸς Ἰσραὴλ δὸς δήλους· καὶ ἐὰν τάδε εἴπῃς, ἐν τῷ λαῷ σου Ἰσραήλ, δὸς δὴ ὁσιότητα. καὶ κληροῦται Ἰωνάθαν καὶ Σαούλ, καὶ ὁ λαὸς ἐξῆλθε.
Α Βασ. 14,41 Είπε τότε ο Σαούλ προς τον Θεόν· “Κυριε, Θεέ του Ισραηλιτικού λαού, διατί δεν απήντησες εις εμέ τον δούλον σου σήμερον, που σε ηρώτησα; Εάν η παράβασις έγινεν από εμέ η από τον Ιωνάθαν, ω Κυριε, Θεέ του Ισραηλιτικού λαού, φανέρωσε τούτο με την δήλωσίν που υπάρχει στο αρχιερατικόν εφούδ. Εάν όμως η ενοχή βαρύνη τον λαόν, φανέρωσον τούτο με την αλήθειαν που υπάρχει στο εφούδ”. Εγινε κλήρος και ο κλήρος έπεσε και ώρισεν ως ενόχους τον Ιωνάθαν και τον Σαούλ. Ο λαός απηλλάγη από κάθε ευθύνην.
Α Βασ. 14,42 καὶ εἶπε Σαούλ· βάλετε ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ ἀνὰ μέσον Ἰωνάθαν τοῦ υἱοῦ μου· ὃν ἂν κατακληρώσηται Κύριος, ἀποθανέτω. καὶ εἶπεν ὁ λαὸς πρὸς Σαούλ· οὐκ ἔστι τὸ ῥῆμα τοῦτο. καὶ κατεκράτησε Σαοὺλ τοῦ λαοῦ, καὶ βάλλουσιν ἀνὰ μέσον αὐτοῦ καὶ ἀνὰ μέσον Ἰωνάθαν τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, καὶ κατακληροῦται Ἰωνάθαν.
Α Βασ. 14,42 Είπε τότε ο Σαούλ· “βάλτε κλήρους δι' εμέ και δια τον υιόν μου τον Ιωνάθαν. Εκείνος δέ, τον οποίον δια του κλήρου θα δείξη ο Κυριος, θα καταδικασθή εις θάνατον”. Ο λαός απήντησε· “δεν ημπορεί να γίνη κάτι τέτοιο”. Αλλά, η γνώμη του Σαούλ επεκράτησεν. Εγινε κλήρωσις μεταξύ αυτού και του υιού του του Ιωνάθαν, ο δε κλήρος έδειξεν ως ένοχον τον Ιωνάθαν.
Α Βασ. 14,43 καὶ εἶπε Σαοὺλ πρὸς Ἰωνάθαν· ἀπάγγειλόν μοι τί πεποίηκας. καὶ ἀπήγγειλεν αὐτῷ Ἰωνάθαν καὶ εἶπε· γευόμενος ἐγευσάμην ἐν ἄκρῳ τῷ σκήπτρῳ τῷ ἐν τῇ χειρί μου βραχὺ μέλι, καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ἀποθνήσκω.
Α Βασ. 14,43 Ο Σαούλ ηρώτησε τον Ιωνάθαν· “πές μου, τι έκαμες;” Ο Ιωνάθαν ανέφερεν εις αυτόν και είπεν· “με το άκρον της ράβδου μου, που ευρίσκετο εις τα χέρια μου, επήρα και εγεύθην ολίγον μέλι. Και να, τώρα εγώ δια τούτο καταδικάζομαι εις θάνατον”.
Α Βασ. 14,44 καὶ εἶπεν αὐτῷ Σαούλ· τάδε ποιήσαι μοι ὁ Θεὸς καὶ τάδε προσθείη, ὅτι θανάτῳ ἀποθανῇ σήμερον.
Α Βασ. 14,44 Ο Σαούλ είπεν εις αυτόν· “οιανδήποτε τιμωρίαν και αν θέλη ας μου επιβάλη ο Κυριος, και την ακόμη βαρυτέραν ας προσθέση, εάν δεν καταδικασθής σήμερον εις θάνατον”.
Α Βασ. 14,45 καὶ εἶπεν ὁ λαὸς πρὸς Σαούλ· εἰ σήμερον θανατωθήσεται ὁ ποιήσας τὴν σωτηρίαν τὴν μεγάλην ταύτην ἐν Ἰσραήλ; ζῇ Κύριος, εἰ πεσεῖται τριχὸς τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ ἐπὶ τὴν γῆν· ὅτι ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ ἐποίησε τὴν ἡμέραν ταύτην. καὶ προσηύξατο ὁ λαὸς περὶ Ἰωνάθαν ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ, καὶ οὐκ ἀπέθανε.
Α Βασ. 14,45 Ο ισραηλιτικός όμως λαός είπεν στον Σαούλ· “θα θανατωθή λοιπόν ο Ιωνάθαν σήμερον, αυτός ο οποίος υπήρξεν ο αίτιος της μεγάλης νίκης των Ισραηλιτών; Ο Κυριος ζη και δεν θα πέση ούτε τρίχα από την κεφαλήν του Ιωνάθαν”. Ο λαός του Θεού, ο οποίος επέτυχε την νίκην εκείνην, αυτός προσηυχήθη υπέρ του Ιωνάθαν κατά την ημέραν εκείνην και έτσι δεν κατεδικάσθη αυτός εις θάνατον.
Α Βασ. 14,46 καὶ ἀνέβη Σαοὺλ ἀπὸ ὄπισθεν τῶν ἀλλοφύλων, καὶ οἱ ἀλλόφυλοι ἀπῆλθον εἰς τὸν τόπον αὐτῶν.
Α Βασ. 14,46 Ο Σαούλ συνέχισε την καταδίωξιν των Φιλισταίων εις Γαβαά, οι δε Φιλισταίοι πανικόβλητοι επανήλθον εις την χώραν των.
Α Βασ. 14,47 Καὶ Σαοὺλ κατακληροῦται ἔργον ἐπὶ Ἰσραήλ. καὶ ἐπολέμει κύκλῳ πάντας τούς ἐχθροὺς αὐτοῦ, εἰς τὸν Μωὰβ καὶ εἰς τοὺς υἱοὺς Ἀμμὼν καὶ εἰς τοὺς υἱοὺς Ἐδὼμ καὶ εἰς τὸν Βαιθεὼρ καὶ εἰς βασιλέα Σουβὰ καὶ εἰς τοὺς ἀλλοφύλους· οὗ ἂν ἐστράφη, ἐσώζετο.
Α Βασ. 14,47 Ο Σαούλ είχε λάβει με θείον κλήρον την βασιλικήν εξουσίαν επί του Ισραηλιτικού λαού και επολέμησε τους γύρω εχθρούς του, δηλαδή τους Μωαβίτας, τους Αμμωνίτας, τους Ιδουμαίους, τους κατοικούντας Βαιθεώρ, τον βασιλέα Σουβά και τους Φιλισταίους. Οπουδήποτε δε και αν έστρεφε τας πολεμικάς του επιχειρήσεις, ενικούσε.
Α Βασ. 14,48 καὶ ἐποίησε δύναμιν καὶ ἐπάταξε τὸν Ἀμαλὴκ καὶ ἐξείλατο τὸν Ἰσραὴλ ἐκ χειρὸς τῶν καταπατούντων αὐτόν.
Α Βασ. 14,48 Συνεκέντρωσε δε πολύν στρατόν και επολέμησε τους Αμαληκίτας, τους ενίκησε και έτσι απήλλαξε τον ισραηλιτικόν λαόν από τα χέρια των εχθρών των, κάτω από την εξουσίαν των οποίων ευρίσκοντο και συνεχώς ελεηλατούντο.
Α Βασ. 14,49 καὶ ἦσαν οἱ υἱοὶ Σαοὺλ Ἰωνάθαν καὶ Ἰεσσιοὺ καὶ Μελχισά· καὶ ὀνόματα τῶν δύο θυγατέρων αὐτοῦ, ὄνομα τῇ πρωτοτόκῳ Μερόβ, καὶ ὄνομα τῇ δευτέρᾳ Μελχόλ·
Α Βασ. 14,49 Οι υιοί του Σαούλ ήσαν· Ο Ιωνάθαν, ο Ιεσσιού και ο Μελχισά. Αι δε δύο θυγατέρες του ωνομάζοντο, η μεν πρωτοτόκος ωνομάζετο Μερόβ, η δε δευτερότοκος ωνομάζετο Μελχόλ.
Α Βασ. 14,50 καὶ ὄνομα τῇ γυναικὶ αὐτοῦ Ἀχινοὸμ θυγάτηρ Ἀχιμάας. καὶ ὄνομα τῷ ἀρχιστρατήγῳ αὐτοῦ Ἀβεννήρ, υἱὸς Νήρ, υἱοῦ οἰκείου Σαούλ·
Α Βασ. 14,50 Η σύζυγος του Σαούλ ωνομάζετο Αχινοόμ, ήτο δε θυγάτηρ του Αχιμάας. Ο αρχιστράτηγός του ωνομάζετο Αβεννήρ και ήτο υιός του Νηρ, υιού του θείου του Σαούλ.
Α Βασ. 14,51 καὶ Κὶς πατὴρ Σαοὺλ καὶ Νὴρ πατὴρ Ἀβεννὴρ υἱὸς Ἰαμὶν υἱοῦ Ἀβιήλ.
Α Βασ. 14,51 Ο πατήρ του Σαούλ ωνομάζετο Κις. Ο δε πατήρ του Αβεννήρ ωνομάζετο Νηρ, ήτο δε υιός του Ιαμίν, ο οποίος πάλιν ήτο υιός του Αβιήλ.
Α Βασ. 14,52 καὶ ἦν ὁ πόλεμος κραταιὸς ἐπὶ τοὺς ἀλλοφύλους πάσας τὰς ἡμέρας Σαούλ. καὶ ἰδὼν Σαοὺλ πάντα ἄνδρα δυνατὸν καὶ πάντα ἄνδρα υἱὸν δυνάμεως καὶ συνήγαγεν αὐτοὺς πρὸς αὐτόν.
Α Βασ. 14,52 Καθ' όλον το διάστημα της ζωής του Σαούλ ο πόλεμος των Ισραηλιτών εναντίον των Φιλισταίων υπήρξεν έντονος. Ο Σαούλ, όταν έβλεπε άνδρα δυνατόν και ικανόν, τον προσελάμβανεν εις την υπηρεσίαν του.
Α Βασ. 15,1 Καὶ εἶπε Σαμουὴλ πρὸς Σαούλ· ἐμὲ ἀπέστειλε Κύριος χρῖσαί σε εἰς βασιλέα ἐπὶ Ἰσραήλ, καὶ νῦν ἄκουε τῆς φωνῆς Κυρίου·
Α Βασ. 15,1 Ο Σαμουήλ είπεν στον Σαούλ· “εμέ έστειλεν ο Θεός να σε χρίσω βασιλέα του Ισραηλιτικού λαού. Ακουσε λοιπόν τώρα την εντολήν του Κυρίου.
Α Βασ. 15,2 τάδε εἶπε Κύριος Σαβαώθ· νῦν ἐκδικήσω ἃ ἐποίησεν Ἀμαλὴκ τῷ Ἰσραήλ, ὡς ἀπήντησεν αὐτῷ ἐν τῇ ὁδῷ ἀναβαίνοντος αὐτοῦ ἐξ Αἰγύπτου·
Α Βασ. 15,2 Αυτά διατάσσει Κυριος ο παντοκράτωρ· Τωρα εγώ θα τιμωρήσω τους Αμαλικίτας δι' όσα εκείνοι έπραξαν εναντίον των Ισραηλιτών, όταν τους συνήντησαν καθ' οδόν, καθώς ανέβαιναν από την Αίγυπτον.
Α Βασ. 15,3 καὶ νῦν πορεύου καὶ πατάξεις τὸν Ἀμαλὴκ καὶ Ἱερὶμ καὶ πάντα τὰ αὐτοῦ καὶ οὐ περιποιήσῃ ἐξ αὐτοῦ καὶ ἐξολοθρεύσεις αὐτὸν καὶ ἀναθεματιεῖς αὐτὸν καὶ πάντα τὰ αὐτοῦ καὶ οὐ φείσῃ ἀπ᾿ αὐτοῦ καὶ ἀποκτενεῖς ἀπὸ ἀνδρὸς καὶ ἕως γυναικὸς καὶ ἀπὸ νηπίου ἕως θηλάζοντος καὶ ἀπὸ μόσχου ἕως προβάτου καὶ ἀπὸ καμήλου ἕως ὄνου.
Α Βασ. 15,3 Πηγαινε λοιπόν τώρα να κτυπήσης τους Αμαληκίτας και αναθεμάτισε αυτούς και όλα τα υπάρχοντά των. Δεν θα λυπηθής κανένα, αλλά θα εξολθρεύσης αυτούς, θα αναθεματίσης αυτούς και τα υπάρχοντά των. Κανένα από αυτούς δεν θα λυπηθής αλλά θα φονεύσης όλους, από άνδρα έως γυναίκα, από νήπιον μέχρι και θηλάζον, από μοσχάρι μέχρι προβάτον, από καμήλαν μέχρι όνον”.
Α Βασ. 15,4 καὶ παρήγγειλε Σαοὺλ τῷ λαῷ καὶ ἐπισκέπτεται αὐτοὺς ἐν Γαλγάλοις τετρακοσίας χιλιάδας ταγμάτων καὶ τὸν Ἰούδαν τριάκοντα χιλιάδας ταγμάτων.
Α Βασ. 15,4 Ο Σαούλ έκαμε αυτά γνωστά εις όλον τον λαόν και ώρισεν ως συγκέντρωσιν του στρατού τα Γαλγαλα. Εκεί επεθεώρησε και ηρίθμησεν ο Σαούλ τον στρατόν του, ο οποίος ευρέθη από μεν τας άλλας φυλάς ότι ανήρχετο εις τετρακοσίας χιλιάδας πεζών, από δε την φυλήν του Ιούδα εις τριάκοντα χιλιάδας πεζούς.
Α Βασ. 15,5 καὶ ἦλθε Σαοὺλ ἕως τῶν πόλεων Ἀμαλὴκ καὶ ἐνήδρευσεν ἐν τῷ χειμάῤῥῳ.
Α Βασ. 15,5 Ο Σαούλ με τον στρατόν αυτόν επροχώρησεν έως εις τας πόλεις των Αμαληκιτών και έστησεν ενέδρας εις κάποιον ξηροπόταμον.
Α Βασ. 15,6 καὶ εἶπε Σαοὺλ πρὸς τὸν Κιναῖον· ἄπελθε καὶ ἔκκλινον ἐκ μέσου τοῦ Ἀμαληκίτου, μὴ προσθῶ σε μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ σὺ ἐποίησας ἔλεος μετὰ τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ ἐν τῷ ἀναβαίνειν αὐτοὺς ἐξ Αἰγύπτου· καὶ ἐξέκλινεν ὁ Κιναῖος ἐκ μέσου Ἀμαλήκ.
Α Βασ. 15,6 Ο Σαούλ, πριν επιχειρήση τι κατά των Αμαληκιτών, είπεν στους Κιναίους απογόνους του πενθερού του Μωϋσέως· “φύγετε, εξέλθετε εκ μέσου των Αμαληκιτών, δια να μη συμπεριλάβη και σας η τιμωρία, που θα επιπέση εναντίον εκείνων, πράγμα που δεν επιθυμώ, διότι οι πρόγονοί σας εβοήθησαν τους Ισραηλίτας, όταν ανέβαιναν από την Αίγυπτον”. Οι Κιναίοι πράγματι απεμακρύνθησαν εκ μέσου των Αμαληκιτών.
Α Βασ. 15,7 καὶ ἐπάταξε Σαοὺλ τὸν Ἀμαλὴκ ἀπὸ Εὐιλὰτ ἕως Σοὺρ ἐπὶ προσώπου Αἰγύπτου.
Α Βασ. 15,7 Κατόπιν ο Σαούλ επετέθη και κατενίκησε τους Αμαληκίτας από την Ευϊλάτ έως την Σουρ ανατολικά από την Αίγυπτον.
Α Βασ. 15,8 καὶ συνέλαβε τὸν Ἀγὰγ βασιλέα Ἀμαλὴκ ζῶντα καὶ πάντα τὸν λαὸν καὶ Ἱερὶμ ἀπέκτεινεν ἐν στόματι ῥομφαίας.
Α Βασ. 15,8 Συνέλαβε δε αιχμάλωτον τον Αγάγ τον βασιλέα των Αμαληκιτών, τον οποίον και εκράτησεν εις την ζωήν, ενώ όλον τον άλλον λαόν των Αμαληκιτών κατά τον αναθεματισμόν τον επέρασεν εν στόματι μαχαίρας.
Α Βασ. 15,9 καὶ περιεποιήσατο Σαοὺλ καὶ πᾶς ὁ λαὸς τὸν Ἀγὰγ ζῶντα καὶ τὰ ἀγαθὰ τῶν ποιμνίων καὶ τῶν βουκολίων καὶ τῶν ἐδεσμάτων καὶ τῶν ἀμπελώνων καὶ πάντων τῶν ἀγαθῶν καὶ οὐκ ἐβούλοντο ἐξολοθρεῦσαι αὐτά· καὶ πᾶν ἔργον ἠτιμωμένον καὶ ἐξουδενωμένον ἐξωλόθρευσαν.
Α Βασ. 15,9 Ο Σαούλ και ο ισραηλιτικός λαός ελυπήθησαν και δεν εφόνευσαν τον Αγάγ, τον εκράτησαν ζώντα. Και δεν κατέστρεψαν τα εκλεκτά από τα πρόβατά του, από τα βόδια του, από τα φαγητά του, τους αμπελώνας του και γενικώς όλα εκείνα τα εκλεκτά αγαθά που είχε. Δεν ηθέλησαν να τα καταστρέψουν, όπως ο Θεός τους είχε διατάξει, αλλά κατέστρεψαν κάθε τι μηδαμινόν και ευτελές.
Α Βασ. 15,10 Καὶ ἐγενήθη ῥῆμα Κυρίου πρὸς Σαμουὴλ λέγων·
Α Βασ. 15,10 Ο Κυριος είπε τότε προς τον Σαμουήλ τα εξής·
Α Βασ. 15,11 παρακέκλημαι ὅτι ἐβασίλευσα τὸν Σαοὺλ εἰς βασιλέα, ὅτι ἀπέστρεψεν ἀπὸ ὄπισθέν μου καὶ τοὺς λόγους μου οὐκ ἐτήρησε. καὶ ἠθύμησε Σαμουὴλ καὶ ἐβόησε πρὸς Κύριον ὅλην τὴν νύκτα.
Α Βασ. 15,11 “μετεμεληθην διότι κατέστησα τον Σαούλ βασιλέα, επειδή αυτός απεμακρύνθη από τον δρόμον μου και δεν ετήρησε τας εντολάς μου”. Ο Σαμουήλ όταν ήκουσεν αυτά, περιέπεσεν εις μεγάλην λύπην και με θερμήν προσευχήν όλην την νύκτα εβόησε προς τον Κυριον.
Α Βασ. 15,12 καὶ ὤρθρισε Σαμουὴλ καὶ ἐπορεύθη εἰς ἀπάντησιν Ἰσραὴλ τὸ πρωΐ. καὶ ἀπηγγέλη τῷ Σαοὺλ λέγοντες· ἥκει Σαμουὴλ εἰς Κάρμηλον καὶ ἀνέστακεν αὐτῷ χεῖρα καὶ ἐπέστρεψε τὸ ἅρμα. καὶ κατέβη εἰς Γάλγαλα πρὸς Σαούλ, καὶ ἰδοὺ αὐτὸς ἀνέφερεν ὁλοκαύτωσιν τῷ Κυρίῳ τὰ πρῶτα τῶν σκύλων, ὧν ἤνεγκεν ἐξ Ἀμαλήκ.
Α Βασ. 15,12 Εσηκώθη δε λίαν πρωϊ και επορεύθη, δια να συναντήση τους Ισραηλίτας. Εγνωστοποιήθη στον Σαούλ το γεγονός και του είπαν· “έχει έλθει ο Σαμουήλ στο Καρμηλον όρος”. Εκεί ο Σαούλ είχεν ανεγείρει τρόπαιον. Ο Σαμουήλ ιδών το τρόπαιον αυτού ήλλαξε κατεύθυνσιν του άρματός του. Κατέβη εις τα Γαλγαλα προς τον Σαούλ. Και ιδού είδεν αυτόν να προσφέρη θυσίαν ολοκαυτώματος προς τον Κυριον τα εκλεκτότερα από τα λάφυρα, που είχε πάρει κατά τον πόλεμον εναντίον των Αμαληκιτών.
Α Βασ. 15,13 καὶ παρεγένετο Σαμουὴλ πρὸς Σαούλ, καὶ εἶπεν αὐτῷ Σαούλ· εὐλογητὸς σὺ τῷ Κυρίῳ· ἔστησα πάντα, ὅσα ἐλάλησε Κύριος.
Α Βασ. 15,13 Ο Σαμουήλ ήλθε προς τον Σαούλ, ο δε Σαούλ τον εχαιρέτησεν ειρηνικώς και είπε προς αυτόν· “ευλογημένος ας είσαι από τον Κυριον. Εγώ ετήρησα όλα όσα ο Κυριος είχε διατάξει”.
Α Βασ. 15,14 καὶ εἶπε Σαμουήλ· καὶ τίς ἡ φωνὴ τοῦ ποιμνίου τούτου ἐν τοῖς ὠσί μου καὶ φωνὴ τῶν βοῶν, ὧν ἐγὼ ἀκούω;
Α Βασ. 15,14 Ο Σαμουήλ τον ηρώτησε· “τι είναι αυτά τα βελάσματα προβάτων, που φθάνουν εις τα αυτιά μου και τι σημαίνουν οι μυκηθμοί αυτοί των βοών, που ακούω;”
Α Βασ. 15,15 καὶ εἶπε Σαούλ· ἐξ Ἀμαλὴκ ἤνεγκα αὐτά, ἃ περιεποιήσατο ὁ λαὸς τὰ κράτιστα τοῦ ποιμνίου καὶ τῶν βοῶν, ὅπως τυθῇ Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου, καὶ τὰ λοιπὰ ἐξωλόθρευσα.
Α Βασ. 15,15 Ο Σαούλ απήντησεν· “αυτά προέρχονται από τους Αμαληκίτας. Είναι δε τα καλύτερα από τα πρόβατά τους και από τα βόδια τους, τα οποία ο λαός δεν εξωλόθρευσε, δια να τα προσφέρη θυσίαν εις Κυριον τον Θεόν· όλα δε τα αλλά τα κατέστρεψα”.
Α Βασ. 15,16 καὶ εἶπε Σαμουὴλ πρὸς Σαούλ· ἄνες καὶ ἀπαγγελῶ σοι ἃ ἐλάλησε Κύριος πρός με τὴν νύκτα· καὶ εἶπεν αὐτῷ· λάλησον.
Α Βασ. 15,16 Είπε τότε ο Σαμουήλ προς τον Σαούλ· “άφησε αυτάς τας δικαιολογίας. Θα σου αναγγείλω όσα μου είπεν ο Θεός κατά την νύκτα αυτήν”. Ο Σαούλ απήντησεν· “ειπέ τα”.
Α Βασ. 15,17 καὶ εἶπε Σαμουὴλ πρὸς Σαούλ· οὐχὶ μικρὸς εἶ σὺ ἐνώπιον αὐτοῦ ἡγούμενος σκήπτρου φυλῆς Ἰσραήλ; καὶ ἔχρισέ σε Κύριος εἰς βασιλέα ἐπὶ Ἰσραήλ.
Α Βασ. 15,17 Ο Σαμουήλ είπε τότε προς αυτόν· “συ δεν ήσουνα πολύ μικρός ενώπιον του Θεού, όταν έγινες βασιλεύς και έλαβες εις τα χέρια σου το σκήπτρον των φύλων του Ισραηλιτικού λαού, τότε που ο Θεός σε εχρισε βασιλέα του λαού αυτού;
Α Βασ. 15,18 καὶ ἀπέστειλέ σε Κύριος ἐν ὁδῷ καὶ εἶπέ σοι· πορεύθητι καὶ ἐξολόθρευσον τοὺς ἁμαρτάνοντας εἰς ἐμέ, τὸν Ἀμαλήκ, καὶ πολεμήσεις αὐτοὺς ἕως συντελέσῃς αὐτούς.
Α Βασ. 15,18 Ο Θεός σε ωδήγησεν στον δρόμον εκείνον της καταστροφής των Αμαληκιτών και είπε προς σέ· Πηγαινε, εξολόθρευσε αυτούς, οι οποίοι ημάρτησαν απέναντί μου, τους Αμαληκίτας. Θα πολεμήσης, μέχρις ότου ότι ολοκληρώσης τον όλεθρόν των.
Α Βασ. 15,19 καὶ ἱνατί οὐκ ἤκουσας φωνῆς Κυρίου, ἀλλ᾿ ὥρμησας τοῦ θέσθαι ἐπὶ τὰ σκῦλα καὶ ἐποίησας τὸ πονηρὸν ἐνώπιον Κυρίου;
Α Βασ. 15,19 Διατί δεν ήκουσες την εντολήν του Κυρίου, αλλά ερρίφθης και άπλωσες τα χέρια σου εις τα λάφυρα και έτσι διέπραξες την μεγάλην αυτήν παράβασιν ενώπιον του Κυρίου;”
Α Βασ. 15,20 καὶ εἶπε Σαοὺλ πρὸς Σαμουήλ· διὰ τὸ ἀκοῦσαί με τῆς φωνῆς τοῦ λαοῦ· καὶ ἐπορεύθην τῇ ὁδῷ, ᾗ ἀπέστειλέ με Κύριος, καὶ ἤγαγον τὸν Ἀγὰγ βασιλέα Ἀμαλὴκ καὶ τὸν Ἀμαλὴκ ἐξωλόθρευσα·
Α Βασ. 15,20 Ο Σαούλ απήντησε προς τον Σαμουήλ· “υπήκουσα εις την φωνήν του λαού. Επορεύθην στον δρόμον, στον οποίον με είχε στείλει ο Κυριος και έφερα ζωντανόν τον βασιλέα των Αμαληκιτών τον Αγάγ, αλλά τους Αμαληκίτας τους εξωλόθρευσα.
Α Βασ. 15,21 καὶ ἔλαβεν ὁ λαὸς τῶν σκύλων ποίμνια καὶ βουκόλια, τὰ πρῶτα τοῦ ἐξολοθρεύματος, θῦσαι ἐνώπιον Κυρίου Θεοῦ ἡμῶν ἐν Γαλγάλοις.
Α Βασ. 15,21 Ο λαός επήρεν από τα καλύτερα εκ των αναθεματισμένων λαφύρων, πρόβατα και βόδια, δια να θυσιάση αυτά προς τον Κυριον εις τα Γαλγαλα”.
Α Βασ. 15,22 καὶ εἶπε Σαμουήλ· εἰ θελητὸν τῷ Κυρίῳ ὁλοκαυτώματα καὶ θυσίας ὡς τὸ ἀκοῦσαι φωνῆς Κυρίου; ἰδοὺ ἀκοὴ ὑπὲρ θυσίαν ἀγαθὴν καὶ ἡ ἐπακρόασις ὑπὲρ στέαρ κριῶν·
Α Βασ. 15,22 Ο Σαμουήλ είπε· “νομίζεις ότι είναι προτιμότερα δια τον Κυριον τα ολοκαυτώματα και αι άλλαι θυσίαι, από το να υπακούη κανείς εις την εντολήν του; Η υπακοή εις την εντολήν του είναι ανωτέρα από κάθε θυσίαν και η προσεκτική ακρόασις του θελήματός του είναι προτιμοτέρα και από το λίπος των κριών.
Α Βασ. 15,23 ὅτι ἁμαρτία οἰώνισμά ἐστιν, ὀδύνην καὶ πόνους θεραφὶν ἐπάγουσιν· ὅτι ἐξουδένωσας τὸ ῥῆμα Κυρίου, καὶ ἐξουδενώσει σε Κύριος μὴ εἶναι βασιλέα ἐπὶ Ἰσραήλ.
Α Βασ. 15,23 Είναι δε αμαρτία, ομοιάζει με ειδωλολατρικήν θυσίαν και φέρει οδύνην και πόνον η προσφορά θυσιών χωρίς υπακοήν στο θείον θέλημα. Επειδή δε κατεφρόνησες την εντολήν του Κυρίου, δια τούτο θα σε αποδοκιμάση ο Κυριος, ώστε να μη είσαι πλέον βασιλεύς στους Ισραηλίτας”.
Α Βασ. 15,24 καὶ εἶπε Σαοὺλ πρὸς Σαμουήλ· ἡμάρτηκα ὅτι παρέβην τὸν λόγον Κυρίου καὶ τὸ ῥῆμά σου, ὅτι ἐφοβήθην τὸν λαὸν καὶ ἤκουσα τῆς φωνῆς αὐτῶν·
Α Βασ. 15,24 Είπε τότε συγκινημένος ο Σαουλ προς τον Σαμουήλ· “ημάρτηκα, διότι παρέβην την εντολήν του Κυρίου και τον ιδικόν σου λόγον. Εκαμα όμως αυτό, διότι εφοβήθην τον λαόν και την φωνήν του λαού ήκουσα.
Α Βασ. 15,25 καὶ νῦν ἆρον δὴ τὸ ἁμάρτημά μου καὶ ἀνάστρεψον μετ᾿ ἐμοῦ, καὶ προσκυνήσω Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου.
Α Βασ. 15,25 Τωρα συγχώρησέ με και εξάλειψε το αμάρτημά μου και έλα πάλιν μαζή μου και θα λατρεύσω τον Κυριον τον Θεόν σου”.
Α Βασ. 15,26 καὶ εἶπε Σαμουὴλ πρὸς Σαούλ· οὐκ ἀναστρέφω μετὰ σοῦ, ὅτι ἐξουδένωσας τὸ ῥῆμα Κυρίου, καί ἐξουδενώσει σε Κύριος τοῦ μὴ εἶναι βασιλέα ἐπὶ τὸν Ἰσραήλ.
Α Βασ. 15,26 Ο Σαμουήλ είπε προς τον Σαούλ· “δεν θα είμαι πλέον μαζή σου, διότι κατεφρόνησες την εντολήν του Κυρίου. Δια τούτο θα σε εξουθενώση ο Κυριος, ώστε να μη είσαι πλέον βασιλεύς του Ισραηλιτικού λαού”.
Α Βασ. 15,27 καὶ ἐπέστρεψε Σαμουὴλ τὸ πρόσωπον αὐτοῦ τοῦ ἀπελθεῖν. καὶ ἐκράτησε Σαοὺλ τοῦ πτερυγίου τῆς διπλοΐδος αὐτοῦ καὶ διέῤῥηξεν αὐτό·
Α Βασ. 15,27 Και ο Σαμουήλ εγύρισε το πρόσωπόν του, δια να απομακρυνθή από τον Σαούλ. Εκείνος εκράτησε το άκρον από το επανωφόριον του Σαμουήλ και το έσχισεν.
Α Βασ. 15,28 καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν Σαμουήλ· διέῤῥηξε Κύριος τὴν βασιλείαν σου ἀπὸ Ἰσραὴλ ἐκ χειρός σου σήμερον καὶ δώσει αὐτὴν τῷ πλησίον σου τῷ ἀγαθῷ ὑπὲρ σέ·
Α Βασ. 15,28 Ο Σαμουήλ του είπε τότε· “έσχισεν ο Κυριος την βασιλείαν σου επί του Ισραηλιτικού λαού σήμερον. Την επήρε από τα χέρια σου και θα την δώση στον πλησίον σου, ο οποίος θα είναι πολύ καλύτερος από σέ.
Α Βασ. 15,29 καὶ διαιρεθήσεται Ἰσραὴλ εἰς δύο, καὶ οὐκ ἀποστρέψει οὐδὲ μετανοήσει, ὅτι οὐχ ὡς ἄνθρωπός ἐστι τοῦ μετανοῆσαι αὐτός.
Α Βασ. 15,29 Ο δε Ισραηλιτικός λαός θα διαιρεθή εις δύο βασίλεια. Ο Θεός θα πραγματοποιήση τούτο και δεν θα αλλάξη γνώμην, ούτε θα μετανοήση, διότι δεν είναι άνθρωπος ώστε να μετανοή”.
Α Βασ. 15,30 καὶ εἶπε Σαούλ· ἡμάρτηκα, ἀλλὰ δόξασόν με δὴ ἐνώπιον πρεσβυτέρων Ἰσραὴλ καὶ ἐνώπιον λαοῦ μου καὶ ἀνάστρεψον μετ᾿ ἐμοῦ, καὶ προσκυνήσω Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου.
Α Βασ. 15,30 Ο Σαούλ είπε πάλιν· “ομολογώ ότι ημάρτησα. Σε παρακαλώ όμως αποκατάστησέ με, όπως ήμουνα πριν ενώπιον των πρεσβυτέρων και του Ισραηλιτικού λαού. Ελα και συ μαζή μου και σου υπόσχομαι ότι θα λατρεύσω Κυριον τον Θεόν σου”.
Α Βασ. 15,31 καὶ ἀνέστρεψε Σαμουὴλ ὀπίσω Σαοὺλ καὶ προσεκύνησε τῷ Κυρίῳ.
Α Βασ. 15,31 Ο Σαμουήλ επέστρεψε πράγματι και ηκολούθησε τον Σαούλ, ο οποίος και ελάτρευσε τον Κυριον.
Α Βασ. 15,32 καὶ εἶπε Σαμουήλ· προσαγάγετέ μοι τὸν Ἀγὰγ βασιλέα Ἀμαλήκ. καὶ προσῆλθε πρὸς αὐτὸν Ἀγὰγ τρέμων, καὶ εἶπεν Ἀγάγ· εἰ οὕτω πικρὸς ὁ θάνατος;
Α Βασ. 15,32 Ο Σαμουήλ έδωσεν εντολήν και είπε· “φέρετε εδώ τον Αγάγ τον βασιλέα των Αμαληκιτών”. Και τον έφεραν. Προσήλθεν ο Αγάγ πλησίον στον Σαμουήλ τρέμων. Βλέπων δε τον θάνατον που επήρχετο, είπε· “τόσον λοιπόν πικρός είναι ο θάνατος !”
Α Βασ. 15,33 καὶ εἶπε Σαμουὴλ πρὸς Ἀγάγ· καθότι ἠτέκνωσε γυναῖκας ἡ ῥομφαία σου, οὕτως ἀτεκνωθήσεται ἐκ γυναικῶν ἡ μήτηρ σου, καὶ ἔσφαξε Σαμουὴλ τὸν Ἀγὰγ ἐνώπιον Κυρίου ἐν Γαλγάλ.
Α Βασ. 15,33 Ο Σαμουήλ είπε προς τον Αγάγ· “όπως η ρομφαία σου αφήκε μητέρας χωρίς παιδιά, έτσι και εν μέσω των άλλων μητέρων η δική σου μητέρα θα μείνη χωρίς σέ, το τέκνον της”. Ο Σαμουήλ έσφαξε τον Αγάγ εις Γαλγαλα ενώπιον του Κυρίου.
Α Βασ. 15,34 καὶ ἀπῆλθε Σαμουὴλ εἰς Ἀρμαθαίμ, καὶ Σαοὺλ ἀνέβη εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ εἰς Γαβαά.
Α Βασ. 15,34 Ανεχώρησεν ο Σαμουήλ δια την ιδιαιτέραν του πατρίδα, την Αρμαθαίμ, ο δε Σαούλ ανέβη στον οίκον του εις Γαβαά.
Α Βασ. 15,35 καὶ οὐ προσέθετο ἔτι Σαμουὴλ ἰδεῖν τὸν Σαοὺλ ἕως ἠμέρας θανάτου αὐτοῦ, ὅτι ἐπένθει Σαμουὴλ ἐπὶ Σαούλ· καὶ Κύριος μετεμελήθη ὅτι ἐβασίλευσε τὸν Σαοὺλ ἐπὶ Ἰσραήλ.
Α Βασ. 15,35 Ο Σαμουήλ δεν επεδίωξε να επανίδη πλέον τον Σαούλ μέχρι του θανάτου του και εθρήνει δια το κατάντημα του Σαούλ. Ο δε Κυριος μετεμελήθη, διότι κατέστησε βασιλέα του Ισραηλιτικού λαού τον Σαούλ.
Α Βασ. 16,1 Καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Σαμουήλ· ἕως πότε σὺ πενθεῖς ἐπὶ Σαούλ, κἀγὼ ἐξουδένωκα αὐτὸν μὴ βασιλεύειν ἐπὶ Ἰσραήλ; πλῆσον τὸ κέρας σου ἐλαίου, καὶ δεῦρο ἀποστείλω σε πρὸς Ἰεσσαὶ ἕως Βηθλεέμ, ὅτι ἑώρακα ἐν τοῖς υἱοῖς αὐτοῦ ἐμοὶ βασιλέα.
Α Βασ. 16,1 Είπε δε ο Κυριος προς τον Σαμουήλ· “έως πότε συ θα πένθής δια τον Σαούλ; Εγώ εξουθένωσα και απέρριψα αυτόν, ώστε να μη είναι πλέον βασιλεύς στον ισραηλιτικόν λαόν. Γέμισε το δοχείον σου με έλαιον και έλα, διότι θα σε στείλω προς τον Ιεσσαί έως την Βηθλεέμ, επειδή είδα μεταξύ των υιών του εκείνον, ο οποίος θα είναι βασιλεύς όπως εγώ τον θέλω”.
Α Βασ. 16,2 καὶ εἶπε Σαμουήλ· πῶς πορευθῶ; καὶ ἀκούσεται Σαοὺλ καὶ ἀποκτενεῖ με. καὶ εἶπε Κύριος· δάμαλιν βοῶν λαβὲ ἐν τῇ χειρί σου καὶ ἐρεῖς· θῦσαι τῷ Κυρίῳ ἥκω·
Α Βασ. 16,2 Ο Σαμουήλ απήντησε· “πως να πορευθώ; Ο Σαούλ θα πληροφορηθή το γεγονός αυτό και θα με φονεύση”. Ο Κυριος απήντησε· “πάρε μίαν δάμαλιν από τα βόδια, την οποίαν θα οδηγήσης μέχρι της Βηθλεέμ, και εκεί θα πης· Ηλθα να θυσιάσω αυτήν στον Κυριον.
Α Βασ. 16,3 καὶ καλέσεις τὸν Ἰεσσαὶ εἰς τὴν θυσίαν, καὶ γνωριῶ σοι ἃ ποιήσεις, καὶ χρίσεις ὃν ἂν εἴπω πρός σε.
Α Βασ. 16,3 Κατά δε την θυσίαν θα προσκαλέσης τον Ιεσσαί και εκεί εγώ θα σου αποκαλύψω, τι πρέπει να κάμης. Θα χρίσης δηλαδή βασιλέα εκείνον, τον οποίον εγώ θα σου υποδείξω”.
Α Βασ. 16,4 καὶ ἐποίησε Σαμουὴλ πάντα, ἃ ἐλάλησεν αὐτῷ Κύριος, καὶ ἦλθεν εἰς Βηθλεέμ. καὶ ἐξέστησαν οἱ πρεσβύτεροι τῆς πόλεως τῇ ἀπαντήσει αὐτοῦ καὶ εἶπαν· εἰρήνη ἡ εἴσοδός σου, ὁ βλέπων;
Α Βασ. 16,4 Ο Σαμουήλ έκαμεν όλα όσα διέταξεν αυτόν ο Κυριος. Και ήλθεν εις την Βηθλεέμ. Οι πρεσβύτεροι της Βηθλεέμ, όταν τον είδαν εκεί, εξεπλάγησαν και είπαν· “ο ερχομός σου είναι ειρηνικός και ευχάριστος δι' ημάς, ω προφήτα;”
Α Βασ. 16,5 καὶ εἶπεν· εἰρήνη· θῦσαι τῷ Κυρίῳ ἥκω, ἁγιάσθητε καὶ εὐφράνθητε μετ᾿ ἐμοῦ σήμερον, καὶ ἡγίασε τὸν Ἰεσσαὶ καὶ τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ καὶ ἐκάλεσεν αὐτοὺς εἰς τὴν θυσίαν.
Α Βασ. 16,5 Ο Σαμουήλ απήντησε “ναι, ειρηνικός και ευχάριστος είναι. Ηλθα να θυσιάσω προς τον Κυριον. Ετοιμασθήτε να λάβετε μέρος και σεις μαζή μου εις την θυσίαν σήμερον”. Ο Σαμουήλ εξήγνισε, σύμφωνα με τον Νομον, τον Ιεσσαί και τα παιδιά του και έπειτα προσεκάλεσε και αυτούς εις την θυσίαν.
Α Βασ. 16,6 καὶ ἐγενήθη ἐν τῷ εἰσιέναι αὐτοὺς καὶ εἶδε τὸν Ἐλιὰβ καὶ εἶπεν· ἀλλὰ καὶ ἐνώπιον Κυρίου χριστὸς αὐτοῦ.
Α Βασ. 16,6 Μετά την θυσίαν, όταν ο Σαμουήλ μαζή με τον Ιεσσαί και τα παιδιά του εισήλθαν εις την οικίαν του Ιεσσαί, είδε τον μεγαλύτερον υιόν του Ιεσσαί τον Ελιάβ, και εσκέφθη από μέσα του και είπε· “αυτός είναι εκείνος ο οποίος ενώπιον του Κυρίου θα είναι άξιος να χρισθή βασιλεύς”.
Α Βασ. 16,7 καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Σαμουήλ· μὴ ἐπιβλέψῃς ἐπὶ τὴν ὄψιν αὐτοῦ μηδὲ εἰς τὴν ἕξιν μεγέθους αὐτοῦ, ὅτι ἐξουδένωκα αὐτόν· ὅτι οὐχ ὡς ἐμβλέψεται ἄνθρωπος, ὄψεται ὁ Θεός, ὅτι ἄνθρωπος ὄψεται εἰς πρόσωπον, ὁ δὲ Θεὸς ὄψεται εἰς καρδίαν.
Α Βασ. 16,7 Ο Κυριος όμως είπεν στον Σαμουήλ· “μη προσέχης και μη παρασύρεσαι από την εξωτερικήν του όψιν, από την ωραιότητά του, ούτε από το ανάστημά του, διότι εγώ απέρριψα αυτόν. Ο Θεός δεν βλέπει, όπως βλέπουν οι άνθρωποι. Ο άνθρωπος βλέπει το πρόσωπον. Ο Θεός βλέπει την καρδίαν”.
Α Βασ. 16,8 καὶ ἐκάλεσεν Ἰεσσαὶ τὸν Ἀμιναδάβ, καὶ παρῆλθε κατὰ πρόσωπον Σαμουήλ, καὶ εἶπεν· οὐδὲ τοῦτον ἐξελέξατο ὁ Θεός.
Α Βασ. 16,8 Ο Ιεσσαί εκάλεσε κατόπιν τον άλλον υιόν του τον Αμιναδάβ, ο οποίος προσήλθεν ενώπιον του Σαμουήλ. Ο Σαμουήλ είπεν· “ούτε αυτόν εξέλεξεν ο Θεός ως βασιλέα”.
Α Βασ. 16,9 καὶ παρήγαγεν Ἰεσσαὶ τὸν Σαμά· καὶ εἶπε· καὶ ἐν τούτῳ οὐκ ἐξελέξατο Κύριος.
Α Βασ. 16,9 Κατόπιν ο Ιεσσαί ωδήγησεν ενώπιον του Σαμουήλ τον τρίτον υιόν του, τον Σαμά. Ο Σαμουήλ είπεν από μέσα του· “ούτε αυτόν εξέλεξεν ο Κυριος ως βασιλέα”.
Α Βασ. 16,10 καὶ παρήγαγεν Ἰεσσαὶ τοὺς ἑπτὰ υἱοὺς αὐτοῦ ἐνώπιον Σαμουήλ· καὶ εἶπε Σαμουήλ· οὐκ ἐξελέξατο Κύριος ἐν τούτοις.
Α Βασ. 16,10 Ο Ιεσσαί ωδήγησεν ενώπιον του Σαμουήλ και τους άλλους τέσσαρας υιούς του, εν όλω επτά. Ο Σαμουήλ είπε· “κανένα από αυτούς δεν εξέλεξεν ο Κυριος ως βασιλέα”.
Α Βασ. 16,11 καὶ εἶπε Σαμουὴλ πρὸς Ἰεσσαί· ἐκλελοίπασι τὰ παιδάρια; καὶ εἶπεν· ἔτι ὁ μικρὸς ἰδοὺ ποιμαίνει ἐν τῷ ποιμνίῳ. καὶ εἶπε Σαμουὴλ πρὸς Ἰεσσαί· ἀπόστειλον καὶ λαβὲ αὐτόν, ὅτι οὐ μὴ κατακλιθῶμεν ἕως τοῦ ἐλθεῖν αὐτόν.
Α Βασ. 16,11 Η ρώτησε τότε ο Σαμουήλ τον Ιεσσαί· “δεν έχεις άλλα παιδιά;” Ο Ιεσαί απήντησεν· “έχω και κάποιον νεαρόν, ο οποίος βόσκει τα πρόβατα”. Του είπεν ο Σαμουήλ· “στείλε άνθρωπον και φέρε τον εδώ, διότι δεν θα καθήσωμεν εις την τράπεζαν του φαγητού, πριν έλθη και αυτός”.
Α Βασ. 16,12 καὶ ἀπέστειλε καὶ εἰσήγαγεν αὐτόν· καὶ αὐτὸς πυῤῥάκης μετὰ κάλλους ὀφθαλμῶν καὶ ἀγαθὸς ὁράσει Κυρίῳ. καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Σαμουήλ· ἀνάστα καὶ χρῖσον τὸν Δαυίδ, ὅτι οὗτός ἐστιν ἀγαθός.
Α Βασ. 16,12 Ο Ιεσσαί έστειλε και έφερεν αυτόν και τον παρουσίασεν στον Σαμουήλ. Ο νεαρός αυτός υιός του Ιεσσαί ήτο ξανθός, είχεν ωραία μάτια και ήτα αγαθός ενώπιον του Κυρίου. Είπε τότε ο Κυριος προς τον Σαμουήλ· “σήκω και χρίσε ως βασιλέα τον Δαυίδ, διότι αυτός είναι αγαθός και άξιος ενώπιόν μου”.
Α Βασ. 16,13 καὶ ἔλαβε Σαμουὴλ τὸ κέρας τοῦ ἐλαίου καὶ ἔχρισεν αὐτὸ ἐν μέσῳ τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ, καὶ ἐφήλατο πνεῦμα Κυρίου ἐπὶ Δαυὶδ ἀπὸ τῆς ἡμέρας ἐκείνης καὶ ἐπάνω. καὶ ἀνέστη Σαμουὴλ καὶ ἀπῆλθεν εἰς Ἀρμαθαίμ.
Α Βασ. 16,13 Ο Σαμουήλ επήρε το δοχείον με το έλαιον και από όλους τους άλλους αδελφούς αυτόν έχρισεν ως βασιλέα. Από δε την ημέραν εκείνην και έπειτα Πνεύμα Κυρίου επλημμύρισε τον Δαυίδ και τον καθωδηγούσε. Κατόπιν αυτών ο Σαμουήλ εσηκώθη και ανεχώρησε δια την πατρίδα του την Αρμαθαίμ.
Α Βασ. 16,14 Καὶ πνεῦμα Κυρίου ἀπέστη ἀπὸ Σαούλ, καὶ ἔπνιγεν αὐτὸν πνεῦμα πονηρὸν παρὰ Κυρίου.
Α Βασ. 16,14 Κατά τον καιρόν εκείνον το Πνεύμα του Κυρίου είχεν απομακρυνθή από τον Σαούλ. Ενα δε άλλο πνεύμα, κατά παραχώρησιν Θεού, πνεύμα πονηρόν ετάρασσεν αυτόν.
Α Βασ. 16,15 καὶ εἶπαν οἱ παῖδες Σαοὺλ πρὸς αὐτόν· ἰδοὺ δὴ πνεῦμα Κυρίου πονηρὸν πνίγει σε·
Α Βασ. 16,15 Οι δούλοι του Σαούλ του είπαν· “ιδού, λοιπόν, ότι ένα πνεύμα πονηρόν κατά παραχώρησιν του Κυρίου σε πνίγει.
Α Βασ. 16,16 εἰπάτωσαν δὴ οἱ δοῦλοί σου ἐνώπιόν σου, καὶ ζητησάτωσαν τῷ Κυρίῳ ἡμῶν ἄνδρα εἰδότα ψάλλειν ἐν κινύρᾳ, καὶ ἔσται ἐν τῷ εἶναι πνεῦμα πονηρὸν ἐπί σοι καὶ ψαλῇ ἐν τῇ κινύρᾳ αὐτοῦ καὶ ἀγαθόν σοι ἔσται καὶ ἀναπαύσει σε.
Α Βασ. 16,16 Και τώρα άκουσε και την γνώμην ημών των δούλων σου. Επίτρεψόν μας να ζητήσωμεν δια σε τον κύριόν μας ένα άνδρα, που να γνωρίζη να παίζη κιθάραν, ώστε, όταν το πονηρόν πνεύμα σε καταλαμβάνη, να παίζη αυτός την κιθάραν του και το παίξιμόν του θα σου κάμνη καλόν, διότι θα σου φέρη ανάπαυσιν και ηρεμίαν”.
Α Βασ. 16,17 καὶ εἶπε Σαοὺλ πρὸς τοὺς παῖδας αὐτοῦ· ἴδετε δή μοι ἄνδρα ὀρθῶς ψάλλοντα καὶ εἰσαγάγετε αὐτὸν πρός με.
Α Βασ. 16,17 Είπε τότε ο Σαουλ προς τους δούλους του· “ερευνήσατε, λοιπόν, και εύρετε ένα τέτοιον άνδρα, ο οποίος να παίζη καλά την κιθάραν και φέρετέ τον πρς εμέ”.
Α Βασ. 16,18 καὶ ἀπεκρίθη εἷς τῶν παιδαρίων αὐτοῦ καὶ εἶπεν· ἰδοὺ ἑώρακα υἱὸν τῷ Ἰεσσαὶ Βηθλεεμίτην καὶ αὐτὸν εἰδότα ψαλμόν, καὶ ὁ ἀνὴρ συνετὸς καὶ πολεμιστὴς καὶ σοφὸς λόγῳ, καὶ ὁ ἀνὴρ ἀγαθὸς τῷ εἴδει, καὶ Κύριος μετ᾿ αὐτοῦ.
Α Βασ. 16,18 Ενας από τους νεαρούς δούλους του είπε προς τον Σαούλ· “ιδού, εγώ γνωρίζω τον υιόν του Ιεσσαί του Βηθλεεμίτου, ο οποίος γνωρίζει να παίζη κιθάραν. Επί πλέον ο ανήρ αυτός είναι συνετός, πολεμιστής, σοφός εις τα λόγια του, ανήρ ωραίος κατά την όψιν ο δε Κυριος είναι μαζή του”.
Α Βασ. 16,19 καὶ ἀπέστειλε Σαοὺλ ἀγγέλους πρὸς Ἰεσσαὶ λέγων· ἀπόστειλον πρός με τὸν υἱόν σου Δαυὶδ τὸν ἐν τῷ ποιμνίῳ σου.
Α Βασ. 16,19 Ο Σαούλ έστειλεν αγγελιαφόρους προς τον Ιεσσαί και του είπαν· “στείλε μου το παιδί σου, τον Δαυίδ, ο οποίος τώρα φυλάσσει τα πρόβατά σου”.
Α Βασ. 16,20 καὶ ἔλαβεν Ἰεσσαὶ γομὸρ ἄρτων καὶ ἀσκὸν οἶνου καὶ ἔριφον αἰγῶν ἕνα καὶ ἐξαπέστειλεν ἐν χειρὶ Δαυὶδ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ πρὸς Σαούλ.
Α Βασ. 16,20 Ο Ιεσσαί επήρε δύο περίπου κιλά άρτους, ένα ασκί κρασί ένα ερίφιον από τα γίδια του και έστειλεν αυτά δια του Δαυίδ ως δώρα προς τον Σαούλ.
Α Βασ. 16,21 καὶ εἰσῆλθε Δαυὶδ πρὸς Σαοὺλ καὶ παρειστήκει ἐνώπιον αὐτοῦ· καὶ ἠγάπησεν αὐτὸν σφόδρα, καὶ ἐγενήθη αὐτῷ αἴρων τὰ σκεύη αὐτοῦ.
Α Βασ. 16,21 Ο Δαυίδ εισήλθεν εις τα ανάκτορα του Σαούλ και παρουσιάσθη ενώπιόν του. Ο Σαούλ τον ηγάπησε πάρα πολύ και τον έκαμε οπλοφόρον του.
Α Βασ. 16,22 καὶ ἀπέστειλε Σαοὺλ πρὸς Ἰεσσαὶ λέγων· παριστάσθω δὴ Δαυὶδ ἐνώπιον ἐμοῦ, ὅτι εὗρε χάριν ἐν ὀφθαλμοῖς μου.
Α Βασ. 16,22 Εστειλε δε ο Σαούλ προς τον Ιεσσαί ανθρώπους, δια να του είπουν· “ας παραμένη κοντά μου ο Δαυίδ, διότι τον έχω εκτιμήσει και αγαπήσει πολύ”.
Α Βασ. 16,23 καὶ ἐγενήθη ἐν τῷ εἶναι πνεῦμα πονηρὸν ἐπὶ Σαοὺλ καὶ ἐλάμβανε Δαυὶδ τὴν κινύραν καὶ ἔψαλλεν ἐν χειρὶ αὐτοῦ. καὶ ἀνέψυχε Σαούλ, καὶ ἀγαθὸν αὐτῷ. καὶ ἀφίστατο ἀπ᾿ αὐτοῦ τὸ πνεῦμα τὸ πονηρόν.
Α Βασ. 16,23 Οταν λοιπόν το πονηρόν πνεύμα κατελάμβανε και συνετάρασσε τον Σαούλ, ο Δαυίδ έπαιρνε την κιθάραν, έπαιζεν αυτήν με τα δάκτυλά του και έφερεν αναψυχήν και ανακούφισιν στον Σαούλ, ο οποίος και εγαλήνευσε, διότι το πονηρόν πνεύμα απεμακρύνετο από αυτόν.
Α Βασ. 17,1 Καὶ συνάγουσιν ἀλλόφυλοι τὰς παρεμβολὰς αὐτῶν εἰς πόλεμον καὶ συνάγονται εἰς Σοκχὼθ τῆς Ἰουδαίας καὶ παρεμβάλλουσιν ἀνὰ μέσον Σοκχὼθ καὶ ἀνὰ μέσον Ἀζηκὰ Ἐφερμέμ.
Α Βασ. 17,1 Οι Φιλισταίοι συνήθροισαν τα στρατεύματα των προς πόλεμον κατά των Ισραηλιτών, συνεκεντρώθησαν εις Σοκχώθ της Ιουδαίας και εκεί εστρατοπέδευσαν εις Εφερμέμ μεταξύ της Σοκχώθ και της Αζηκά.
Α Βασ. 17,2 καὶ Σαοὺλ καὶ οἱ ἄνδρες Ἰσραὴλ συνάγονται καὶ παρεμβάλλουσιν ἐν τῇ κοιλάδι αὐτοὶ καὶ παρατάσσονται εἰς πόλεμον ἐξεναντίας τῶν ἀλλοφύλων.
Α Βασ. 17,2 Ο δε Σαούλ και οι στρατιώται του Ισραήλ συνεκεντρώθησαν και εστρατοπέδευσαν εις την κοιλάδα. Παρετάχθησαν δε απέναντι από τους Φιλισταίους, έτοιμοι δια την μάχην.
Α Βασ. 17,3 καὶ ἀλλόφυλοι ἵστανται ἐπὶ τοῦ ὄρους ἐνταῦθα, καὶ Ἰσραὴλ ἵσταται ἐπὶ τοῦ ὄρους ἐνταῦθα, καὶ ὁ αὐλὼν ἀνὰ μέσον αὐτῶν.
Α Βασ. 17,3 Ετσι οι Φιλισταίοι ευρίσκοντο εις την πλαγιάν του ενός βουνού, οι δε Ισραηλίται εις την πλαγιάν του άλλου, μεταξύ δε αυτών υπήρχεν η κοιλάς.
Α Βασ. 17,4 καὶ ἐξῆλθεν ἀνὴρ δυνατὸς ἐκ τῆς παρατάξεως τῶν ἀλλοφύλων Γολιὰθ ὄνομα αὐτῶν ἐκ Γέθ, ὕψος αὐτοῦ τεσσάρων πήχεων καὶ σπιθαμῆς·
Α Βασ. 17,4 Από την παράταξιν των Φιλισταίων εξήλθεν ενας ανήρ ισχυρός ονομαζόμενος Γολιάθ, καταγόμενος από την πόλιν Γέθ, του οποίου το ύψος του σώματος ήτο δυόμισυ περίπου μέτρα.
Α Βασ. 17,5 καὶ περικεφαλαία ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ, καὶ θώρακα ἁλυσιδωτὸν αὐτὸς ἐνδεδυκώς, καὶ ὁ σταθμὸς τοῦ θώρακος αὐτοῦ πέντε χιλιάδες σίκλων χαλκοῦ καὶ σιδήρου·
Α Βασ. 17,5 Εις την κεφαλήν του έφερε περικεψαλαίαν, εις δε το στήθος του είχε φορέσει αλυσιδωτόν θώρακα. Αυτός ο θώραξ ήτο κατασκευασμένος από σίδηρον και χαλκόν, το δε βάρος του ήτο πενήντα περίπου χιλιόγραμμα.
Α Βασ. 17,6 καὶ κνημῖδες χαλκαῖ ἐπὶ τῶν σκελῶν αὐτοῦ, καὶ ἀσπὶς χαλκῆ ἀνὰ μέσον τῶν ὤμων αὐτοῦ·
Α Βασ. 17,6 Εις τα πόδια του εφορούσε χάλκινες περικνημίδες και στον ώμον του έφερεν ασπίδα χαλκίνην.
Α Βασ. 17,7 καὶ ὁ κοντὸς τοῦ δόρατος αὐτοῦ ὡσεὶ μέσακλον ὑφαινόντων, καὶ ἡ λόγχη αὐτοῦ ἑξακοσίων σίκλων σιδήρου· καὶ ὁ αἴρων τὰ ὅπλα αὐτοῦ προεπορεύετο αὐτοῦ.
Α Βασ. 17,7 Ο κοντός του δόρατός του ήτο χονδρός και μεγάλος ωσάν το αντί του υφαντού. Η σιδερένια λόγχη του εζύγιζεν εξ και πλέον κιλά. Ο οπλοφόρος του επροπορεύετο από αυτόν.
Α Βασ. 17,8 καὶ ἔστη καὶ ἀνεβόησεν εἰς τὴν παράταξιν Ἰσραὴλ καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τί ἐκπορεύεσθε παρατάξασθαι πολέμῳ ἐξεναντίας ἡμῶν; οὐκ ἐγώ εἰμι ἀλλόφυλος καὶ ὑμεῖς Ἑβραῖοι τοῦ Σαούλ; ἐκλέξασθε ἑαυτοῖς ἄνδρα καὶ καταβήτω πρός με,
Α Βασ. 17,8 Εσταμάτησε λοιπόν αλαζονικός ο Γολιάθ και εκραύγασε με φωνήν μεγάλην στο στρατόπεδον των Ισραηλιτών και είπε προς αυτούς· “διατί εξήλθετε να παραταχθήτε εναντίον μας; Εγώ δεν είμαι Φιλισταίος και σεις δεν είστε Εβραίοι με τον βασιλέα Σαούλ; Εκλέξατε ένα άνδρα, δια να αντιπαραταχθή αυτός εναντίον μου.
Α Βασ. 17,9 καὶ ἐὰν δυνηθῇ πολεμῆσαι πρός με καὶ ἐὰν πατάξῃ με, καὶ ἐσόμεθα ὑμῖν εἰς δούλους· ἐὰν δὲ ἐγὼ δυνηθῶ καὶ πατάξω αὐτόν, ἔσεσθε ἡμῖν εἰς δούλους καὶ δουλεύσετε ἡμῖν.
Α Βασ. 17,9 Εάν αυτός τολμήση και ημπορέση να μονομαχήση μαζή μου και με καταβάλη, ημείς οι Φιλισταίοι θα είμεθα δούλοι δικοί σας. Εάν όμως εγώ φανώ ισχυρότερος από αυτόν και τον καταβάλω, σεις θα είσθε δούλοι εις ημάς και θα μας υπηρετήτε πάντοτε”.
Α Βασ. 17,10 καὶ εἶπεν ὁ ἀλλόφυλος· ἰδοὺ ἐγὼ ὠνείδισα τὴν παράταξιν Ἰσραὴλ σήμερον ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ· δότε μοι ἄνδρα, καὶ μονομαχήσομεν ἀμφότεροι.
Α Βασ. 17,10 Ο Φιλισταίος αυτός προσέθεσεν ακόμη· “ιδού, εγώ σήμερον υβρίζω και προκαλώ την παράταξιν του Ισραήλ κατά την ημέραν αυτήν. Δώστε ένα άνδρα και να μονομαχήσωμεν οι δύο μας”.
Α Βασ. 17,11 καὶ ἤκουσε Σαοὺλ καὶ πᾶς Ἰσραὴλ τὰ ῥήματα τοῦ ἀλλοφύλου ταῦτα καὶ ἐξέστησαν καὶ ἐφοβήθησαν σφόδρα.
Α Βασ. 17,11 Ο Σαούλ και όλοι οι Ισραηλίται ήκουσαν τα αλαζονικά αυτά λόγια του αλλοφύλλου, κατεπλάγησαν και ετρόμαξαν πάρα πολύ.
Α Βασ. 17,12 [Καὶ εἶπε Δαυὶδ υἱὸς ἀνθρώπου Ἐφραθαίου· οὗτος ἐκ Βηθλεὲμ Ἰούδα, καὶ ὄνομα αὐτῷ Ἰεσσαί, καὶ αὐτῷ ὀκτῳ υἱοί· καὶ ὁ ἀνὴρ ἐν ταῖς ἡμέραις Σαοὺλ πρεσβύτερος ἐληλυθὼς ἐν ἀνδράσι.
Α Βασ. 17,12 Είπε τότε ο Δαυίδ, υιός ανθρώπου Εφραθαίου· αυτός κατήγετο από την Βηθλεέμ της Ιουδαίας και ωνομάζετο Ιεσσαί. Είχε δε οκτώ υιούς. Ο άνθρωπος αυτός ο Ιεσσαί κατά τας ημέρας του Σαούλ ήτο ο γεροντότερος μεταξύ των Ισραηλιτών.
Α Βασ. 17,13 καὶ ἐπορεύθησαν οἱ τρεῖς υἱοὶ Ἰεσσαὶ οἱ μείζονες ὀπίσω Σαοὺλ εἰς πόλεμον, καὶ ὄνομα τῶν υἱῶν αὐτοῦ τῶν πορευθέντων εἰς τὸν πόλεμον, Ἐλιὰβ ὁ πρωτότοκος αὐτοῦ καὶ ὁ δεύτερος αὐτοῦ Ἀμιναδὰβ καὶ ὁ τρίτος αὐτοῦ Σαμμά.
Α Βασ. 17,13 Οι τρεις μεγαλύτεροι υιοί του Ιεσσαί είχον μεταβή στον πόλεμον, τον οποίον διεξήγεν ο Σαούλ εναντίον των Φιλισταίων. Τα ονόματα των τριών αυτών παιδιών, οι οποίοι είχον πορευθή στον πόλεμον ήσαν· Ο πρωτοτόκος Ελιάβ, ο δευτερότοκος Αμιναδάβ και ο τρίτος Σαμμά.
Α Βασ. 17,14 καὶ Δαυὶδ αὐτός ἐστιν ὁ νεώτερος καὶ οἱ τρεῖς οἱ μείζονες ἐπορεύθησαν ὀπίσω Σαούλ.
Α Βασ. 17,14 Ο δε Δαυίδ ήτο ο νεώτερος από όλους. Οι τρεις μεγαλύτεροι ηκολούθησαν τον Σαούλ δια τον πόλεμον.
Α Βασ. 17,15 Καὶ Δαυὶδ ἀπῆλθε καὶ ἀνέστρεψεν ἀπὸ τοῦ Σαούλ, ποιμαίνων τὰ πρόβατα τοῦ πατρὸς αὐτοῦ ἐν Βηθλεέμ.
Α Βασ. 17,15 Ο Δαυίδ είχεν αναχωρήσει από την βασιλικήν αυλήν του Σαουλ, επέστρεψεν εις την πατρίδα του την Βηθλεέμ, όπου έβοσκε τα πρόβατα του πατρός του.
Α Βασ. 17,16 καὶ προῆγεν ὁ ἀλλόφυλος ὀρθρίζων καὶ ὀψίζων καὶ ἐστηλώθη τεσσαράκοντα ἡμέρας.
Α Βασ. 17,16 Ο αλλόφυλος, αυτός ο Φιλισταίος, προχωρούσε εμπρός από το στράτευμα των Φιλισταίων με στάσιν προκλητικήν κάθε πρωί και κάθε βράδυ. Τούτο διήρκει επί τεσσαράκοντα ημέρας.
Α Βασ. 17,17 καὶ εἶπεν Ἰεσσαὶ πρὸς Δαυίδ· λαβὲ δὴ τοῖς ἀδελφοῖς σου οἰφὶ τοῦ ἀλφίτου καὶ δέκα ἄρτους τούτους καὶ διάδραμε εἰς τὴν παρεμβολὴν καὶ δὸς τοῖς ἀδελφοῖς σου,
Α Βασ. 17,17 Είπε δε ο Ιεσσαί στον Δαυίδ τον υιόν του· “πάρε ένα οιφί (είκοσι περίπου κιλά) χονδραλεσμένο σιτάρι η κριθάρι και τους δέκα αυτούς άρτους και πήγαινέ τα προς τους αδελφούς σου, οι οποίοι ευρίσκονται στον πόλεμον.
Α Βασ. 17,18 καὶ τὰς δέκα τρυφαλίδας τοῦ γάλακτος τούτου εἰσοίσεις τῷ χιλιάρχῳ, καὶ τοὺς ἀδελφούς σου ἐπισκέψῃ εἰς εἰρήνην, καὶ ὅσα ἂν χρῄζωσι γνώσῃ.
Α Βασ. 17,18 Επίσης πάρε και δέκα κομμάτια τυρί, τα οποία θα προσφέρης ως δώρον στον χιλίαρχον. Να ιδής πως έχουν οι αδελφοί σου και θα μάθης αν χρειάζωνται τίποτε”.
Α Βασ. 17,19 καὶ Σαοὺλ αὐτὸς καὶ πᾶς ἀνὴρ Ἰσραὴλ ἐν τῇ κοιλάδι τῆς δρυὸς πολεμοῦντες μετὰ τῶν ἀλλοφύλων.
Α Βασ. 17,19 Ο ίδιος ο Σαούλ και όλος ο ισραηλιτικός στρατός ευρίσκοντο εις την κοιλάδα της δρυός, εις πόλεμον εναντίον των Φιλισταίων.
Α Βασ. 17,20 καὶ ὤρθρισε Δαυὶδ τὸ πρωΐ, καὶ ἀφῆκε τὰ πρόβατα φύλακι, καὶ ἔλαβε καὶ ἀπῆλθε, καθὰ ἐνετείλατο αὐτῷ Ἰεσσαί· καὶ ἦλθεν εἰς τὴν στρογγύλωσιν καὶ δύναμιν τὴν ἐκπορευομένην εἰς τὴν παράταξιν· καὶ ἠλάλαξαν ἐν τῷ πολέμῳ.
Α Βασ. 17,20 Ο Δαυίδ εσηκώθη πολύ πρωϊ, παρέδωκε προσωρινώς τα πρόβατά του εις κάποιον φύλακα, επήρε τα τρόφιμα και ανεχώρησεν εις συνάντησιν των αδελφών του, όπως τον είχε διατάξει ο πατήρ του ο Ιεσσαί. Ηλθεν στο οχύρωμα την στιγμήν, κατά την οποίαν μία στρατιωτική δύναμις έβγαινε από το στρατόπεδον, δια να παραταχθή εις μάχην και εκραύγαζαν τας πολεμικάς των ιαχάς.
Α Βασ. 17,21 καὶ παρετάξαντο Ἰσραὴλ καὶ οἱ ἀλλόφυλοι παράταξιν ἐξεναντίας παρατάξεως.
Α Βασ. 17,21 Οι Ισραηλίται από το ένα μέρος και οι Φιλισταίοι από το άλλο παρετάχθησαν κατά τμήματα δια τον πόλεμον.
Α Βασ. 17,22 καὶ ἀφῆκε Δαυὶδ τὰ σκεύη αὐτοῦ ἀφ᾿ ἑαυτοῦ ἐπὶ χεῖρα φύλακος καὶ ἔδραμεν εἰς τὴν παράταξιν καὶ ἦλθε καὶ ἠρώτησε τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ εἰς εἰρήνην.
Α Βασ. 17,22 Ο Δαυίδ αφήκε τας αποσκευάς του εις ένα φύλακα, δια να τας φυλάττη, έτρεξεν εμπρός εις την πρώτην γραμμήν. Και όταν ήλθεν εκεί ηρώτησε τους αδελφούς του τι κανούν, πως έχουν.
Α Βασ. 17,23 καὶ αὐτοῦ λαλοῦντος μετ᾿ αὐτῶν, ἰδοὺ ἀνὴρ ὁ μεσαῖος ἀνέβαινε, Γολιὰθ ὁ Φιλισταῖος ὄνομα αὐτῷ ἐκ Γέθ, ἐκ τῶν παρατάξεων τῶν ἀλλοφύλων, καὶ ἐλάλησε κατὰ τὰ ῥήματα ταῦτα καὶ ἤκουσε Δαυίδ.
Α Βασ. 17,23 Ενώ αυτός συνωμιλούσε με τους αδελφούς του, ιδού ο γίγας εκείνος εν τω μέσω των στρατευμάτων Ισραηλιτών και Φιλισταίων ενεφανίσθη και ανέβαινε προκλητικώς. Ο Φιλισταίος αυτός ωνομάζετο Γολιάθ και κατήγετο από την Γέθ, από το στρατόπεδον των Φιλισταίων. Αυτός λοιπόν ωμίλησεν υβριστικώς και εμπαικτικώς, όπως συνήθως, εναντίον των Ισραηλιτών. Ο Δαυίδ ήκουσε τα αλαζονικά εκείνα λόγια.
Α Βασ. 17,24 Καὶ πᾶς ἀνὴρ Ἰσραὴλ ἐν τῷ ἰδεῖν αὐτοὺς τὸν ἄνδρα, καὶ ἔφυγον ἐκ προσώπου αὐτοῦ καὶ ἐφοβήθησαν σφόδρα.
Α Βασ. 17,24 Ολοι οι Ισραηλίται όταν είδαν τον Φιλισταίον αυτόν, ετράπησαν εις φυγήν, διότι εφοβήθησαν πάρα πολύ.
Α Βασ. 17,25 καὶ εἶπεν ἀνὴρ Ἰσραήλ· εἰ ἑωράκατε τὸν ἄνδρα τὸν ἀναβαίνοντα τοῦτον, ὅτι ὀνειδῖσαι τὸν Ἰσραὴλ ἀνέβη; καὶ ἔσται ἀνήρ, ὃς ἂν πατάξῃ αὐτόν, πλουτίσει αὐτὸν ὁ βασιλεὺς πλοῦτον μέγαν καὶ τὴν θυγατέρα αὐτοῦ δώσει αὐτῷ καὶ τὸν οἶκον τοῦ πατρὸς αὐτοῦ ποιήσει ἐλεύθερον ἐν τῷ ἰσραήλ.
Α Βασ. 17,25 Καποιος Ισραηλίτης, (κήρυξ ίσως του βασιλέως), είπε· “είδατε αυτόν τον άνδρα τον Φιλισταίον, ο οποίος προχωρεί; Ερχεται δια να προκαλέση τους Ισραηλίτας. Εκείνος ο Ισραηλίτης ο οποίος θα τον φονεύση, θα πάρη από τον βασιλέα πολύν πλούτον και την θυγατέρα του βασιλέως θα την λάβη ως σύζυγόν του. Ο δε βασιλεύς θα απαλλάξη και την οικογένειαν αυτού από κάθε φορολογίαν”.
Α Βασ. 17,26 καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς τοὺς ἄνδρας τοὺς συνεστηκότας μετ᾿ αὐτοῦ λέγων· ἢ ποιηθήσεται τῷ ἀνδρί, ὃς ἂν πατάξει τὸν ἀλλόφυλον ἐκεῖνον, καὶ ἀφελεῖ ὀνειδισμὸν ἀπὸ Ἰσραήλ; ὅτι τίς ἀλλόφυλος ὁ ἀπερίτμητος αὐτός, ὅτι ὠνείδισε παράταξιν Θεοῦ ζῶντος;
Α Βασ. 17,26 Ο Δαυίδ ηρώτησε τους άνδρας, οι οποίοι ευρίσκοντο εκεί κοντά του· “θα αμειφθή λοιπόν ο άνδρας εκείνος, ο οποίος θα καταβάλη τον Φιλισταίον τούτον και θα εξαλείψη έτσι την προσβολήν του κατά του Ισραηλιτικού λαου; Ποίος είναι αυτός ο απερίτμητος Φιλισταίος, ο οποίος υβρίζει τον στρατόν του αληθινού και αιωνίου Θεού;”
Α Βασ. 17,27 καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ λαὸς κατὰ τὸ ῥῆμα τοῦτο λέγων· οὕτως ποιηθήσεται τῷ ἀνδρί, ὃς ἂν πατάξει αὐτόν.
Α Βασ. 17,27 Οι εκεί γύρω άνθρωποι απήντησαν στον Δαυίδ και του είπον· “ναι, έτσι θα αμειφθή ο άνδρας εκείνος, ο οποίος θα νικήση και θα φονεύση τον Γολιάθ”.
Α Βασ. 17,28 καὶ ἤκουσεν Ἐλιὰβ ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ ὁ μείζων ἐν τῷ λαλεῖν αὐτὸν πρὸς τοὺς ἄνδρας καὶ ὠργίσθη θυμῷ Ἐλιὰβ ἐν τῷ Δαυὶδ καὶ εἶπεν· ἱνατί τοῦτο κατέβης καὶ ἐπὶ τίνα ἀφῆκας τὰ μικρὰ πρόβατα ἐκεῖνα ἐν τῇ ἐρήμῳ; ἐγὼ οἶδα τὴν ὑπερηφανίαν σου καὶ τὴν κακίαν τῆς καρδίας σου, ὅτι ἕνεκεν τοῦ ἰδεῖν τὸν πόλεμον κατέβης.
Α Βασ. 17,28 Ο Ελιάβ, ο μεγαλύτερος αδελφός του Δαυίδ, ωργίσθη εναντίον του Δαυίδ, όταν τον είδε να συνομιλή με τους ανθρώπους του στρατού και είπεν εις αυτόν· “διατί ήλθες εδώ, εις ποιόν αφήκες τα λίγα πρόβατά μας εις την έρημον; Εγώ ξέρω την υπερηφάνειάν σου και την κακήν σου καρδίαν. Εγκατέλειψες τα πρόβατα και ήλθες εδώ, δια να ιδής τον πόλεμον”.
Α Βασ. 17,29 καὶ εἶπε Δαυίδ· τί ἐποίησα νῦν; οὐχί ῥῆμά ἐστι;
Α Βασ. 17,29 Ο Δαυίδ απήντησε· “τι έκαμα λοιπόν τώρα. Ενα απλούν λόγον δεν είπα;”
Α Βασ. 17,30 καὶ ἐπέστρεψε παρ᾿ αὐτοῦ εἰς ἐναντίον ἑτέρου καὶ εἶπε κατὰ τὸ ῥῆμα τοῦτο, καὶἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ λαὸς κατὰ τὸ ῥῆμα τοῦ πρώτου.
Α Βασ. 17,30 Ο Δαυίδ απεμακρύνθη από τον αδελφόν του δια να ερωτήση άλλον, στον οποίον και απηύθυνε τα ίδια λόγια. Ολοι του απήντησαν, όπως του είχαν απαντήσει και οι πρώτοι.
Α Βασ. 17,31 καὶ ἠκούσθησαν οἱ λόγοι, οὓς ἐλάλησε Δαυίδ, καὶ ἀνηγγέλησαν ὀπίσω Σαοὺλ καὶ παρέλαβεν αὐτόν.]
Α Βασ. 17,31 Οι λόγοι, τους οποίους αντήλλαξεν ο Δαυίδ με τους ανθρώπους του λαού, έφθασαν εις τα αυτιά του βασιλέως. Ο βασιλεύς έστειλεν ένά άνθρωπον και παρέλαβεν αυτόν και τον ωδήγησε προς τον Σαούλ.
Α Βασ. 17,32 Καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς Σαούλ· μὴ δὴ συμπεσέτω καρδία τοῦ Κυρίου μου ἐπ᾿ αὐτόν· ὁ δοῦλός σου πορεύσεται καὶ πολεμήσει μετὰ τοῦ ἀλλοφύλου τούτου.
Α Βασ. 17,32 Ο Δαυίδ είπε τότε προς τον Σαούλ· “ας μη ταραχθή. Και ας μη πτοηθή καθόλου η καρδία του κυρίου μου, του βασιλέως· εγώ ο δούλος σου θα μεταβώ και θα πολεμήσω εναντίον αυτού του Φιλισταίου”.
Α Βασ. 17,33 καὶ εἶπε Σαοὺλ πρὸς τὸν Δαυὶδ· οὐ μὴ δυνήσῃ πορευθῆναι πρὸς τὸν ἀλλόφυλον τοῦ πολεμεῖν μετ᾿ αὐτοῦ, ὅτι παιδάριον εἶ σύ, καὶ αὐτὸς ἀνὴρ πολεμιστὴς ἐκ νεότητος αὐτοῦ.
Α Βασ. 17,33 Απήντησεν ο Σαουλ προς τον Δαυίδ· “δεν είναι δυνατόν να βαδίσης εναντίον του Φιλισταίου αυτού και να πολεμήσης αυτόν, διότι είσαι μικρός κατά την ηλικίαν και το σώμα, ενώ εκείνος είναι πολεμιστής αξιόλογος από την νεαράν του ηλικίαν”.
Α Βασ. 17,34 καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς Σαούλ· ποιμαίνων ἦν ὁ δοῦλός σου τῷ πατρὶ αὐτοῦ ἐν τῷ ποιμνίῳ, καὶ ὅταν ἤρχετο ὁ λέων καὶ ἡ ἄρκος καὶ ἐλάμβανε πρόβατον ἐκ τῆς ἀγέλης,
Α Βασ. 17,34 Ο Δαυίδ του απήντησε και είπεν· “εγώ ο δούλος σου ήμουνα βοσκός, που έβοσκα τα πρόβατα του πατρός μου. Οταν συνέβαινε να έλθη λιοντάρι η αρκούδα, και ήρπαζε πρόβατον από την αγέλην των προβάτων μου,
Α Βασ. 17,35 καὶ ἐξεπορευόμην ὀπίσω αὐτοῦ καὶ ἐπάταξα αὐτὸν καὶ ἐξέσπασα ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ, καὶ εἰ ἐπανίστατο ἐπ᾿ ἐμέ, καὶ ἐκράτησα τοῦ φάρυγγος αὐτοῦ καὶ ἐπάταξα καὶ ἐθανάτωσα αὐτόν.
Α Βασ. 17,35 έτρεχα προς καταδίωξιν αυτών, εφόνευα το θηρίον τούτο και αποσπούσα το πρόβατον από το στόμα του. Αν δε το θηρίον επετίθετο εναντίον μου, το έπιανα από τον λαιμόν, το εκτυπούσα και το εφόνευα.
Α Βασ. 17,36 καὶ τὸν λέοντα καὶ τὴν ἄρκον ἔτυπτεν ὁ δοῦλός σου, καὶ ἔσται ὁ ἀλλόφυλος ὁ ἀπερίτμητος ὡς ἓν τούτων· οὐχὶ πορεύσομαι καὶ πατάξω αὐτόν, καὶ ἀφελῶ σήμερον ὄνειδος ἐξ Ἰσραήλ; διότι τίς ὁ ἀπερίτμητος οὗτος, ὃς ὠνείδισε παράταξιν Θεοῦ ζῶντος;
Α Βασ. 17,36 Λέοντο και άρκτον εγώ ο δούλος σου εκτύπησα και εφόνευσα. Ο απερίτμητος, λοιπόν, αυτός Φιλισταίος, θα γίνη εις τα χέρια μου σαν ένα από τα θηρία αυτά. Αφού τέτοια έχω κατορθώσει, δεν πρέπει λοιπόν τώρα να μεταβώ και να φονεύσω τον Φιλισταίον και να εξαλείψω την προσβολήν την οποίαν κάνει κατά του ισραηλιτικού λαού; Ποιός είναι αυτός ο απερίτμητος ο οποίος ετόλμησε να ομιλήση περιφρονητικώς δια τον στρατόν του αληθινού Θεού;
Α Βασ. 17,37 Κύριος, ὃς ἐξείλατό με ἐκ χειρὸς τοῦ λέοντος καὶ ἐκ χειρὸς τῆς ἄρκου, αὐτὸς ἐξελεῖταί με ἐκ χειρὸς τοῦ ἀλλοφύλου τοῦ ἀπεριτμήτου τούτου. καὶ εἶπε Σαοὺλ πρὸς Δαυίδ· πορεύου, καὶ ἔσται Κύριος μετὰ σοῦ.
Α Βασ. 17,37 Ο Κυριος ο οποίος με εγλύτωσε από το στόμα του λέοντος και από τα χέρια της αρκούδας, αυτός θα με γλυτώση και από τα χέρια του απερίτμητου αυτού Φιλισταίου”. Ο Σαούλ είπε τότε προς τον Δαυίδ· “πήγαινε και ο Κυριος είθε να είναι μαζή σου”.
Α Βασ. 17,38 καὶ ἐνέδυσε Σαοὺλ τὸν Δαυὶδ μανδύαν καὶ περικεφαλαίαν χαλκῆν περὶ τὴν κεφαλήν αὐτοῦ
Α Βασ. 17,38 Ο Σαούλ εφόρεσεν στον Δαυίδ στρατιωτικόν μανδύαν και έθεσεν εις την κεφαλήν του χαλκίνην περικεφαλαίαν.
Α Βασ. 17,39 καὶ ἔζωσε τὸν Δαυὶδ τὴν ῥομφαίαν αὐτοῦ ἐπάνω τοῦ μανδύου αὐτοῦ. καὶ ἐκοπίασε περιπατήσας ἅπαξ καὶ δίς· καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς Σαούλ· οὐ μὴ δύνωμαι πορευθῆναι ἐν τούτοις, ὅτι οὐ πεπείραμαι. καὶ ἀφαιροῦσιν αὐτὰ ἀπ᾿ αὐτοῦ.
Α Βασ. 17,39 Ακόμη δε έζωσε τον Δαυίδ με την ρομφαίαν του επάνω από τον μανδύαν. Ο Δαυίδ έτσι εξωπλισμένος προσεπάθησε να βαδίση μίαν και δύο φορές, αλλά μόλις και μετά κόπου το κατώρθωσεν. Ο Δαυίδ είπε προς τον βασιλέα· “δεν ημπορώ να βαδίσω με αυτά, διότι δεν έχω συνηθίσει”. Κατ\' εντολήν του βασιλέως αφηήρεσαν την πανοπλίαν αυτήν από τον Δαυίδ.
Α Βασ. 17,40 καὶ ἔλαβε τὴν βακτηρίαν αὐτοῦ ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ καὶ ἐξελέξατο ἑαυτῷ πέντε λίθους λείους ἐκ τοῦ χειμάῤῥου καὶ ἔθετο αὐτοὺς ἐν τῷ καδίῳ τῷ ποιμαινικῷ τῷ ὄντι αὐτῷ εἰς συλλογὴ καὶ σφενδόνην αὐτοῦ ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ καὶ προσῆλθε πρὸς τὸν ἄνδρα τὸν ἀλλόφυλον.
Α Βασ. 17,40 Ο Δαυίδ επήρε την ράβδον του στο χέρι του, εδιάλεξε πέντε λείους λίθους από τον χείμαρρον και έθεσεν αυτούς στο ποιμενικόν του σακκίδιον, το οποίον είχε πάντοτε μαζή του, δια να θέτη μέσα εις αυτό τα διάφορα πράγματα. Επίσης επήρε και την σφενδόνην του στο χέρι και εβάδισεν εναντίον του ανδρός αυτού, του Φιλισταίου.
Α Βασ. 17,41 [Καὶ ἐπορεύθη ὁ ἀλλόφυλος πορευόμενος καὶ ἐγγίζων πρὸς Δαυίδ, καὶ ἀνὴρ ὁ αἴρων τὸν θυρεὸν ἔμπροσθεν αὐτοῦ, καὶ ἐπέβλεψεν ὁ ἀλλόφυλος.]
Α Βασ. 17,41 Ο Φιλισταίος επροχώρησε προς τον Δαυίδ και επλησίασε προς αυτόν, ο δε οπλοφόρος του Φιλισταίου, ο οποίος έφερε την ασπίδα εκείνου, εβάδιζεν έμπρος από τον Γολιάθ. Ο Γολιάθ παρετήρησε προσεκτικά,
Α Βασ. 17,42 καὶ εἶδε Γολιὰθ τὸν Δαυὶδ καὶ ἐξητίμασεν αὐτόν, ὅτι αὐτὸς ἦν παιδάριον καὶ αὐτὸς πυῤῥάκης μετὰ κάλλους ὀφθαλμῶν.
Α Βασ. 17,42 είδε τον Δαυίδ και τον κατεφρόνησε, διότι τον είδε μικρόν παιδίον ξανθόν με ωραία μάτια.
Α Βασ. 17,43 καὶ εἶπεν ὁ ἀλλόφυλος πρὸς Δαυίδ· ὡσεὶ κύων ἐγώ εἰμι, ὅτι σὺ ἔρχῃ ἐπ᾿ ἐμὲ ἐν ῥάβδῳ καὶ λίθοις; καὶ εἶπε Δαυίδ· οὐχί, ἀλλ᾿ ἢ χείρων κυνός. καὶ κατηράσατο ὁ ἀλλόφυλος τὸν Δαυὶδ ἐν τοῖς θεοῖς αὐτοῦ.
Α Βασ. 17,43 Ο αλλόφυλος λοιπόν αυτός είπε προς τον Δαυίδ· “ως εάν είμαι σκυλί έρχεσαι εναντίον μου με ράβδον και με πέτρες;” Ο Δαυίδ απήντησεν· “όχι, αλλά είσαι χειρότερος από το σκυλί”. Ο Φιλιοταίος κατηράσθη τον Δαυίδ εν ονόματι των θεών του.
Α Βασ. 17,44 καὶ εἶπεν ὁ ἀλλόφυλος πρὸς Δαυίδ· δεῦρο πρός με, καὶ δώσω τὰς σάρκας σου τοῖς πετεινοῖς τοῦ οὐρανοῦ καὶ τοῖς κτήνεσι τῆς γῆς.
Α Βασ. 17,44 Είπε δε τότε ο αλλόφυλος προς τον Δαυίδ· “έλα εδώ και θα δώσω τας σάρκας σου εις τα πτηνά του ουρανού και εις τα θηρία της γης”.
Α Βασ. 17,45 καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς τὸν ἀλλόφυλον· σὺ ἔρχῃ πρός με ἐν ῥομφαίᾳ καὶ ἐν δόρατι καὶ ἐν ἀσπίδι, κἀγὼ πορεύομαι πρός σε ἐν ὀνόματι Κυρίου Θεοῦ Σαβαὼθ παρατάξεως Ἰσραήλ, ἣν ὠνείδισας σήμερον·
Α Βασ. 17,45 Είπε δε ο Δαυίδ προς τον αλλόφυλον· “συ έρχεσαι εναντίον μου με ρομφαίαν και με δόρυ και με ασπίδα. Εγώ δε προχωρώ εναντίον σου εν ονόματι Κυρίου του Θεού του Παντοκράτορος, του Θεού του Ισραηλιτικού λαού, τον οποίον συ σήμερον ενέπαιξες και ύβρισες.
Α Βασ. 17,46 καὶ ἀποκλείσει σε Κύριος σήμερον εἰς τὴν χεῖρά μου, καὶ ἀποκτενῶ σε καὶ ἀφελῶ τὴν κεφαλήν σου ἀπὸ σοῦ καὶ δώσω τὰ κῶλά σου καὶ τὰ κῶλα παρεμβολῆς ἀλλοφύλων ἐν ταύτῃ τῇ ἡμέρᾳ τοῖς πετεινοῖς τοῦ οὐρανοῦ καὶ τοῖς θηρίοις τῆς γῆς, καὶ γνώσεται πᾶσα ἡ γῆ, ὅτι ἔστι Θεὸς ἐν Ἰσραήλ·
Α Βασ. 17,46 Σημερον θα σε παραδώση ο Κυριος εις τα χέρια μου, θα σε φονεύσω, θα αποκόψω την κεφαλήν σου και θα δώσω τα μέλη σου και τα μέλη του στρατού των Φιλισταίων κατά την ημέραν αυτήν εις τα πτηνά του ουρανού και εις τα θηρία της γης και θα μάθουν όλοι οι άνθρωποι ότι ο αληθινός Θεός ευρίσκεται στον ισραηλιτικόν λαόν.
Α Βασ. 17,47 καὶ γνώσεται πᾶσα ἡ ἐκκλησία αὕτη ὅτι οὐκ ἐν ῥομφαίᾳ καὶ δόρατι σῴζει Κύριος, ὅτι τοῦ Κυρίου ὁ πόλεμος, καὶ παραδώσει Κύριος ὑμᾶς εἰς χεῖρας ἡμῶν.
Α Βασ. 17,47 Ολον δε αυτό το πλήθος του λαού θα μάθη ότι ο Κυριος δεν σώζει μόνον με το δόρυ και με την ρομφαίαν, ότι ο Θεός είναι ο κυρίαρχος και του πολέμου και ότι ο Κυριος θα σας παραδώση εις τα χέρια μας”.
Α Βασ. 17,48 καὶ ἀνέστη ὁ ἀλλόφυλος καὶ ἐπορεύθη εἰς συνάντησιν Δαυίδ.
Α Βασ. 17,48 Εσηκώθη ο αλλόφυλος και επορεύθη εις συνάντησιν του Δαυίδ.
Α Βασ. 17,49 καὶ ἐξέτεινε Δαυὶδ τὴν χεῖρα αὐτοῦ εἰς τὸ κάδιον καὶ ἔλαβεν ἐκεῖθεν λίθον ἕνα καὶ ἐσφενδόνισε καὶ ἐπάταξε τὸν ἀλλόφυλον ἐπὶ τὸ μέτωπον αὐτοῦ, καὶ διέθυ ὁ λίθος διά τῆς περικεφαλαίας εἰς τὸ μέτωπον αὐτοῦ, καὶ ἔπεσεν ἐπί πρόσωπον αὐτοῦ ἐπὶ τὴν γῆν.
Α Βασ. 17,49 Ο Δαυίδ άπλωσε το χέρι του στο σακκίδιόν του, επήρεν από εκεί ένα λίθον τον οποίον και εξεσφενδόνισεν εναντίον του Φιλισταίου και τον εκτύπησεν στο μέτωπον. Ο λίθος αυτός διετρύπησε την περικεφαλαίαν, εισήλθεν στο μέτωπον του Φιλισταίου και τον επλήγωσε θανασίμως. Ο Γολιάθ έπεσε πρηνής κάτω στο χώμα.
Α Βασ. 17,50 [Καὶ ἐκραταίωσε Δαυὶδ ὑπὲρ τὸν ἀλλόφυλον ἐν τῇ σφενδόνῃ καὶ ἐν τῷ λίθῳ, καὶ ἐπάταξε τὸν ἀλλόφυλον καὶ ἐθανάτωσεν αὐτόν· καὶ ῥομφαία οὐκ ἦν ἐν χειρὶ Δαυίδ.]
Α Βασ. 17,50 Ετσι ο Δαυίδ ανεδείχθη ισχυρότερος από τον αλλόφυλον και νικητής εναντίον του με μίαν σφενδόνην και ένα λίθον. Εκτύπησε τον Φιλισταίον και τον εφόνευσε. Ο Δαυίδ δεν είχε ρομφαίαν εις τα χέρια του.
Α Βασ. 17,51 καὶ ἔδραμε Δαυὶδ καὶ ἐπέστη ἐπ᾿ αὐτὸν καὶ ἔλαβε τὴν ῥομφαίαν αὐτοῦ καὶ ἐθανάτωσεν αὐτὸν καὶ ἀφεῖλε τὴν κεφαλήν αὐτοῦ. καὶ εἶδον οἱ ἀλλόφυλοι ὅτι τέθνηκεν ὁ δυνατὸς αὐτῶν, καὶ ἔφυγον.
Α Βασ. 17,51 Δια τούτο έτρεξε και εστάθη επάνω από τον βαρέως τραυματισμένον Φιλισταίον, επήρε την ρομφαίαν εκείνου, τον εθανάτωσε και του απέκοψε την κεφαλήν. Οι Φιλισταίοι είδαν ότι ο ακατανίκητος, όπως επίστευαν, πρόμαχός των εφονεύθη, κατελήφθησαν από πανικόν και ετράπησαν εις φυγήν.
Α Βασ. 17,52 καὶ ἀνίστανται ἄνδρες Ἰσραὴλ καὶ Ἰούδα καὶ ἠλάλαξαν καὶ κατεδίωξαν ὀπίσω αὐτῶν ἕως εἰσόδου Γὲθ καὶ ἕως τῆς πύλης Ἀσκάλωνος, καὶ ἔπεσον τραυματίαι τῶν ἀλλοφύλων ἐν τῇ ὁδῷ τῶν πυλῶν καὶ ἕως Γὲθ καὶ ἕως Ἀκκαρών.
Α Βασ. 17,52 Οι Ισραηλίται ηγέρθησαν τότε με αλαλαγμόν, κατεδίωξαν τους Φιλισταίους έως την εισοδον της Γεθ και έως την πύλην της Ασκάλωνος. Από τους Φιλισταίους εφονεύθησαν πολλοί και οι νεκροί κατέκειντο εις την οδόν των πυλών μέχρι της Γεθ και μέχρι της Ακκαρών.
Α Βασ. 17,53 καὶ ἀνέστρεψαν ἄνδρες Ἰσραὴλ ἐκκλίνοντες ὀπίσω τῶν ἀλλοφύλων καὶ κατεπάτουν τὰς παρεμβολὰς αὐτῶν.
Α Βασ. 17,53 Οι Ισραηλίται επιστρέφοντες από την καταδίωξιν των Φιλισταίων καταπατούσαν και ελεηλατούσαν τα στρατόπεδά των.
Α Βασ. 17,54 καὶ ἔλαβε Δαυὶδ τὴν κεφαλὴν τοῦ ἀλλοφύλου, καὶ ἤνεγκεν αὐτὴν εἰς Ἱερουσαλὴμ καὶ τὰ σκεύη αὐτοῦ ἔθηκεν ἐν τῷ σκηνώματι αὐτοῦ.
Α Βασ. 17,54 Ο Δαυίδ επήρε την κεφαλήν του Γολιάθ, έφερεν αυτήν εις την Ιερουσαλήμ, τα δε όπλα του εχθρού τα απέθεσεν ο Δαυίδ εις την σκηνήν του.
Α Βασ. 17,55 [Καὶ ὡς εἶδε Σαοὺλ τὸν Δαυὶδ ἐκπορευόμενον εἰς ἀπάντησιν τοῦ ἀλλοφύλου, εἶπε πρὸς Ἀβεννὴρ τὸν ἄρχοντα τῆς δυνάμεως· Υἱὸς τίνος ὁ νεανίσκος οὗτος; καὶ εἶπεν Ἀβεννήρ· ζῇ ἡ ψυχή σου, βασιλεῦ, εἰ οἶδα.
Α Βασ. 17,55 Οταν ο Σαούλ είδε τον Δαυίδ να προχωρή εις μονομαχίαν κατά του Γολιάθ είπε προς τον Αβεννήρ τον αρχηγόν του στρατού του· “τίνος είναι υιός αυτός ο νεαρός;” Ο Αβεννήρ απήντησεν· “ορκίζομαι εις την ζωήν μου, βασιλεύ, ότι δεν τον γνωρίζω”.
Α Βασ. 17,56 καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς· ἐπερώτησον σύ, υἱὸς τίνος ὁ νεανίσκος οὗτος.
Α Βασ. 17,56 Ο βασιλεύς ειπ· “ρώτησε συ, τίνος είναι υιός ο νεαρός αυτός”.
Α Βασ. 17,57 καὶ ὡς ἐπέστρεψε Δαυὶδ τοῦ πατάξαι τὸν ἀλλόφυλον, καὶ παρέλαβεν αὐτὸν Ἀβεννὴρ καὶ εἰσήγαγεν αὐτὸν ἐνώπιον Σαούλ, καὶ ἡ κεφαλὴ τοῦ ἀλλοφύλου ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ.
Α Βασ. 17,57 Οταν ο Δαυίδ επέστρεψεν από την νίκην του εναντίον του Φιλισταίου Γολιάθ τον παρέλαβεν ο Αβεννήρ και τον παρουσίασεν ενώπιον του Σαούλ. Η δε κεφαλή του Γολιάθ ήτο εις τα χέρια του.
Α Βασ. 17,58 καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν Σαούλ· υἱὸς τίνος εἶ, παιδάριον, καὶ εἶπε Δυαίδ· υἱὸς δούλου σου Ἰεσσαὶ τοῦ Βηθλεεμείτου.]
Α Βασ. 17,58 Ο Σαούλ ηρώτησεν αυτόν· “νεαρέ, τίνος είσαι υιός;” Ο Δαυίδ απήντησεν· “είμαι υιός του δούλου σου του Ιεσσαί, ο οποίος κατάγεται από την Βηθλεέμ.
Α Βασ. 18,1 Καὶ ἐγένετο ὡς συνετέλεσε λαλῶν πρὸς Σαούλ, καὶ ἡ ψυχὴ Ἰωνάθαν συνεδέθη τῇ ψυχῇ Δαυὶδ καὶ ἠγάπησεν αὐτὸν Ἰωνάθαν κατὰ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ.
Α Βασ. 18,1 Οταν ο Δαυίδ ετελείωσε την συνομιλίαν του με τον Σαούλ, η ψυχή του Ιωνάθαν συνεδέθη με στενήν φιλίαν με την ψυχήν του Δαυίδ. Ο Ιωνάθαν τον ηγάπησεν, όπως και τον εαυτόν του.
Α Βασ. 18,2 καὶ ἔλαβεν αὐτὸν Σαοὺλ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ καὶ οὐκ ἔδωκεν αὐτὸν ἐπιστρέψαι ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ.
Α Βασ. 18,2 Επήρεν ο Σαούλ τον Δαυίδ κατά την ημέραν εκείνην μαζή του και δεν τον αφήκε να επιστρέψη εις την οικογένειαν του πατρός του.
Α Βασ. 18,3 καὶ διέθετο Ἰωνάθαν καὶ Δαυὶδ ἐν τῷ ἀγαπᾶν αὐτὸν κατὰ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ.
Α Βασ. 18,3 Ο Ιωνάθαν συνεδέθη δια στενής φιλίας με τον Δαυίδ, διότι τον ηγάπα όπως και τον εαυτόν του.
Α Βασ. 18,4 καὶ ἐξεδύσατο Ἰωνάθαν τὸν ἐπενδύτην τὸν ἐπάνω καὶ ἔδωκεν αὐτὸν τῷ Δαυὶδ καὶ τὸν μανδύαν αὐτοῦ καὶ ἕως τῆς ῥομφαίας αὐτοῦ καὶ ἕως τοῦ τόξου αὐτοῦ καὶ ἕως τῆς ζώνης αὐτοῦ.
Α Βασ. 18,4 Και, επάνω εις την μεγάλην του αυτήν προς αυτόν αγάπην, έβγαλεν ο Ιωνάθαν το επανωφόρι του και το έδωκεν στον Δαυίδ, όπως επίσης τον στρατιωτικόν μανδύαν του, την ρομφαίαν, το τόξον του και την ζώνην του.
Α Βασ. 18,5 καὶ ἐξεπορεύετο Δαυίδ, ἐν πᾶσιν, οἷς ἀπέστειλεν αὐτὸν Σαούλ, συνῆκε· καὶ κατέστησεν αὐτὸν Σαοὺλ ἐπὶ τοὺς ἄνδρας τοῦ πολέμου, καὶ ἤρεσεν ἐν ὀφθαλμοῖς παντὸς τοῦ λαοῦ καί γε ἐν ὀφθαλμοῖς δούλων Σαούλ.]
Α Βασ. 18,5 Ο Δαυίδ ανελάμβανε προθύμως κάθε επιχείρησιν, προς την οποίαν τον έστελλεν ο Σαούλ, και την έφερε πάντοτε εις πέρας. Δια τούτο ο Σαούλ διώρισεν αυτόν αρχηγόν του στρατού του. Η πράξις αυτή ήρεσεν εις όλον τον ισραηλιτικόν λαόν και εις αυτούς ακόμη τους αυλικούς του Σαούλ.
Α Βασ. 18,6 Καὶ ἐξῆλθον αἱ χορεύουσαι εἰς συνάντησιν Δαυὶδ ἐκ πασῶν πόλεων Ἰσραὴλ ἐν τυμπάνοις καὶ ἐν χαρμοσύνῃ καὶ ἐν κυμβάλοις.
Α Βασ. 18,6 Οταν ο Δαυίδ επέστρεψε μετά τον φόνον του Φιλισταίου, αι γυναίκες εβγήκαν από όλας τας πόλεις των Ισραηλιτών, χορεύουσαι και τραγουδούσαι, εις συνάντησιν του Δαυίδ με τύμπανα και κύμβαλα και με χαράν μεγάλην.
Α Βασ. 18,7 καὶ ἐξῆρχον αἱ γυναῖκες καὶ ἔλεγον· ἐπάταξε Σαοὺλ ἐν χιλιάσιν αὐτοῦ καὶ Δαυὶδ ἐν μυριάσιν αὐτοῦ.
Α Βασ. 18,7 Αι δε γυναίκες, που διηύθυναν τον χορόν των γυναικών, έλεγαν· “ο Σαούλ εφόνευσε χιλιάδες εχθρών, ο δε Δαυίδ εφόνευσε μυριάδες εχθρών”.
Α Βασ. 18,8 καὶ πονηρὸν ἐφάνη τὸ ῥῆμα ἐν ὀφθαλμοῖς Σαοὺλ περὶ τοῦ λόγου τούτου, καὶ εἶπε· τῷ Δαυὶδ ἔδωκαν τὰς μυριάδας καὶ ἐμοὶ ἔδωκαν τὰς χιλιάδας.
Α Βασ. 18,8 Το εγκώμιον αυτό των γυναικών προς τον Δαυίδ δεν ήρεσεν στον Σαούλ. Αυτός δε παραπονούμένος έλεγεν· “στον Δαυίδ απέδωκαν τας μυριάδας, εις εμέ δε τας χιλιάδας”.
Α Βασ. 18,9 [Καὶ ἦν Σαοὺλ ὑποβλεπόμενος τὸν Δαυὶδ ἀπὸ τῆς ἡμέρας ἐκείνης καὶ ἐπέκεινα.
Α Βασ. 18,9 Από την ημέραν εκείνην και εντεύθεν ο Σαούλ υπέβλεπε τον Δαυίδ.
Α Βασ. 18,10 καὶ ἐγενήθη ἀπὸ τῆς ἐπαύριον καὶ ἔπεσε πνεῦμα Θεοῦ πονηρὸν ἐπὶ Σαοὺλ καὶ προεφήτευσεν ἐν μέσῳ οἴκου αὐτοῦ. Καὶ Δαυὶδ ἔψαλλεν ἐν χειρὶ αὐτοῦ ὡς καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν, καὶ τὸ δόρυ ἐν τῇ χειρὶ Σαούλ.
Α Βασ. 18,10 Δια τούτο την επομένην ημέραν κατέλαβε τον Σαούλ, κατά παραχώρησιν Θεού, ένα πονηρόν πνεύμα και τον περιέφερεν εις έκστασιν μέσα στον οίκον του. Ο Δαυίδ έπαιζε με τα χέρια του κιθάραν, όπως συνήθως, το δε δόρυ ευρίσκετο στο χέρι του Σαούλ.
Α Βασ. 18,11 καὶ ἦρε Σαοὺλ τὸ δόρυ καὶ εἶπε· πατάξω ἐν Δαυὶδ καὶ ἐν τῷ τοίχῳ· καὶ ἐξέκλινε Δαυὶδ ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ δίς.]
Α Βασ. 18,11 Εσήκωσε ο Σαούλ το δόρυ του και είπε από μέσα του· “θα καρφώσω τον Δαυίδ στον τοίχον”. Ο Δαυίδ όμως δύο φοράς εφυλάχθη και εσώθη.
Α Βασ. 18,12 καὶ ἐφοβήθη Σαοὺλ ἀπὸ προσώπου Δαυίδ,
Α Βασ. 18,12 Ο Σαούλ εφοβήθη και δεν ήθελε πλέον να βλέπη τον Δαυίδ.
Α Βασ. 18,13 καὶ ἀπέστησεν αὐτὸν ἀπ᾿ αὐτοῦ καὶ κατέστησεν αὐτὸν ἑαυτῷ χιλίαρχον, καὶ ἐξεπορεύετο καὶ εἰσεπορεύετο ἔμπροσθεν τοῦ λαοῦ.
Α Βασ. 18,13 Τον απεμάκρυνεν από εμπρός του και τον διώρισεν αρχηγόν χιλίων μόνον ανδρών. Ο Δαυίδ πηγαινοήρχετο ανάμεσα στον λαόν.
Α Βασ. 18,14 καὶ ἦν Δαυὶδ ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ συνιῶν, καὶ Κύριος ἦν μετ᾿ αὐτοῦ.
Α Βασ. 18,14 Ο Δαυίδ υπήρξε συνετός εις όλας τας ενεργείας του, διότι ο Κυριος ήτο μαζή του.
Α Βασ. 18,15 καὶ εἶδε Σαοὺλ ὡς αὐτὸς συνιεῖ σφόδρα, καὶ εὐλαβεῖτο ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ.
Α Βασ. 18,15 Είδεν ο Σαούλ, ότι ο Δαυίδ ενεργεί με πολλήν σύνεσιν και κατελήφθη από ένα δέος προς αυτόν.
Α Βασ. 18,16 καὶ πᾶς Ἰσραὴλ καὶ Ἰούδας ἠγάπα τὸν Δαυίδ, ὅτι αὐτὸς εἰσεπορεύετο καὶ ἐξεπορεύετο πρὸ προσώπου τοῦ λαοῦ.
Α Βασ. 18,16 Ολοι όμως οι Ισραηλίται και μάλιστα οι Ιουδαίοι αγαπούσαν τον Δαυίδ, ο οποίος επικοινωνούσε με τον λαόν και πηγαινοήρχετο ανάμεσα από τους ανθρώπους.
Α Βασ. 18,17 [Καὶ εἶπε Σαοὺλ πρὸς Δαυίδ· ἰδοὺ ἡ θυγάτηρ μου ἡ μείζων Μερόβ, αὐτὴν δώσω σοι εἰς γυναῖκα, καὶ πλὴν γίνου μοι εἰς υἱὸν δυνάμεως καὶ πολέμει τοὺς πολέμους Κυρίου. καὶ Σαοὺλ εἶπε· μὴ ἔστω χείρ μου ἐπ᾿ αὐτῷ, καὶ ἔσται ἐπ᾿ αὐτὸν χεὶρ ἀλλοφύλων.
Α Βασ. 18,17 Ο Σαούλ είπε κάποιαν ημέραν προς τον Δαυίδ· “η μεγαλυτέρα μου κόρη είναι η Μερόβ. Αυτήν θα σου δώσω ως σύζυγον υπό τον όρον ότι συ θα αναδειχθής γενναίος πολεμιστής και θα λαμβάνης μέρος στους πολέμους, τους οποίους ορίζει ο Κυριος”. Επρότεινε δε αυτό ο Σαούλ συλλογιζόμενος καθ' εαυτόν και λέγων· “ας μην απλώσω εγώ φονικόν το χέρι μου εναντίον του. Ας αφήσω να φονευθή από τα χέρια των αλλοφύλων”.
Α Βασ. 18,18 καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς Σαούλ· τίς ἐγώ εἰμι καὶ τίς ἡ ζωὴ τῆς συγγενείας τοῦ πατρός μου ἐν Ἰσραήλ, ὅτι ἔσομαι γαμβρὸς τοῦ βασιλέως;
Α Βασ. 18,18 Ο Δαυίδ όμως είπε προς τον Σαούλ· “ποιός είμαι εγώ και ποιά είναι η ζωή και η αξία της συγγενείας του πατρός μου μεταξύ των Ισραηλιτών, ώστε εγώ να γίνω γαμβρός του βασιλέως; Είναι δι' εμέ αυτό πάρα πολύ”.
Α Βασ. 18,19 καὶ ἐγενήθη ἐν τῷ καιρῷ τοῦ δοθῆναι τὴν Μερὸβ θυγατέρα Σαοὺλ τῷ Δαυίδ, καὶ αὕτη ἐδόθη τῷ Ἰσραὴλ τῷ Μοθυλαθείτῃ εἰς γυναῖκα. ἐν σοὶ ὁ βασιλεύς, καὶ πάντες οἱ παῖδες αὐτοῦ ἀγαπῶσί σε, καὶ σὺ ἐπιγάμβρευσον τῷ βασιλεῖ.
Α Βασ. 18,19 Οταν όμως ήλθεν ο καιρός να δοθή η κόρη του Σαούλ η Μερόβ ως σύζυγος εις τον Δαυίδ εδόθη αυτή εις ένα Ισραηλίτην Μοθυλαθείτην.
Α Βασ. 18,20 Καὶ ἠγάπησε Μελχὸλ ἡ θυγάτηρ Σαοὺλ τὸν Δαυίδ, καὶ ἀπηγγέλη τῷ Σαούλ, καὶ ηὐθύνθη ἐν τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ.
Α Βασ. 18,20 Η Μελχόλ όμως, η άλλη κόρη του Σαούλ, ηγάπησε τον Δαυίδ και έγινεν αυτό γνωστόν στον Σαούλ, πράγμα το οποίον ιδιαιτέρως τον ηυχαρίστησε.
Α Βασ. 18,21 καὶ εἶπε Σαούλ· δώσω αὐτὴν αὐτῷ, καὶ ἔσται αὐτῷ εἰς σκάνδαλον. καὶ ἦν ἐπὶ Σαοὺλ χεὶρ ἀλλοφύλων.
Α Βασ. 18,21 Ο Σαούλ είπεν από μέσα του· “θα δώσω την Μελχόλ ως σύζυγον στον Δαυίδ και αυτή θα γίνη δι' αυτόν πρόσκομμα και πειρασμός”. Κατά την εποχήν εκείνην οι Φιλισταίοι επίεζαν πάλιν τους Ισραηλίτας.
Α Βασ. 18,22 καὶ ἐνετείλατο Σαοὺλ τοῖς παισὶν αὐτοῦ λέγων· λαλήσετε ὑμεῖς λάθρᾳ τῷ Δαυὶδ λέγοντες· ἰδοὺ θέλει ἐν σοὶ ὁ βασιλεύς, καὶ πάντες οἱ παῖδες αὐτοῦ ἀγαπῶσί σε, καὶ σὺ ἐπιγάμβρευσον τῷ βασιλεῖ.
Α Βασ. 18,22 Ο Σαούλ διέταξε τους δούλους του και είπε προς αυτούς· “είπατε εις τον Δαυίδ εμπιστευτικώς ότι να, ο βασιλεύς θέλει να σου δώση την κόρην του ως σύζυγον. Ολοι δε οι αυλικοί σε αγαπούν. Γινε λοιπόν γαμβρός του βασιλέως”.
Α Βασ. 18,23 καὶ ἐλάλησαν οἱ παῖδες Σαοὺλ εἰς τὰ ὦτα Δαυὶδ τὰ ῥήματα ταῦτα, καὶ εἶπε Δαυίδ· εἰ κοῦφον ἐν ὀφθαλμοῖς ὑμῶν ἐπιγαμβρεῦσαι βασιλεῖ; κἀγὼ ἀνὴρ ταπεινὸς καὶ οὐχὶ ἔνδοξος.
Α Βασ. 18,23 Οι αυλικοί του Σαούλ είπαν αυτά εμπιστευτικώς στον Δαυίδ. Ο Δαυίδ απήντησε· “και εις σας τους ιδίους δεν φαίνεται ανόητον να θελήσω εγώ να γίνω γαμβρός του βασιλέως; Εγώ είμαι άσημος και πτωχός άνθρωπος. Επομένως δεν έχω να προσφέρω στον βασιλέα ως δώρον κάτι, που να αξίζη”.
Α Βασ. 18,24 καὶ ἀπήγγειλαν οἱ παῖδες Σαοὺλ αὐτῷ κατὰ τὰ ῥήματα ταῦτα, ἃ ἐλάλησε Δαυίδ.
Α Βασ. 18,24 Οι δούλοι του Σαούλ ανήγγειλαν εις αυτόν την απάντησιν, την οποίαν τους είχε δώσει ο Δαυίδ.
Α Βασ. 18,25 καὶ εἶπε Σαούλ· τάδε ἐρεῖτε τῷ Δαυίδ· οὐ βούλεται ὁ βασιλεὺς ἐν δόματι, ἀλλ᾿ ἢ ἐν ἑκατὸν ἀκροβυστίαις ἀλλοφύλων ἐκδικῆσαι ἐχθροὺς τοῦ βασιλέως· καὶ Σαοὺλ ἐλογίσατο ἐμβαλεῖν αὐτὸν εἰς χεῖρας τῶν ἀλλοφύλων.
Α Βασ. 18,25 Ο Σαούλ είπε τότε· “αυτά θα πήτε στον Δαυίδ· Ο βασιλεύς δεν θέλει κανένα γαμήλιον δώρον. Ενα μόνον θέλει. Εκατόν ακροβυστίας αλλοφύλων, δια να εκδικηθής έτσι τους εχθρούς του βασιλέως”. Ο Σαούλ είπεν αυτά σκεπτόμενος να ρίψη τον Δαυίδ εις τα χέρια των Φιλισταίων.
Α Βασ. 18 ,26 καὶ ἀπαγγέλλουσιν οἱ παῖδες Σαοὺλ τῷ Δαυὶδ τὰ ῥήματα ταῦτα, καὶ ηὐθύνθη ὁ λόγος ἐν ὀφθαλμοῖς Δαυὶδ ἐπιγαμβρεῦσαι τῷ βασιλεῖ.
Α Βασ. 18 ,26 Οι δούλοι του Σαούλ εγνωστοποίησαν στον Δαυίδ αυτά τα λόγια του βασιλέως και ήρεσεν στον Δαυίδ να γίνη κατ΄ αυτόν τον τρόπον γαμβρός του βασιλέως.
Α Βασ. 18,27 καὶ ἀνέστη Δαυὶδ καὶ ἐπορεύθη αὐτὸς καὶ οἱ ἄνδρες αὐτοῦ καὶ ἐπάταξεν ἐν τοῖς ἀλλοφύλοις ἑκατὸν ἄνδρας καὶ ἀνήνεγκε τὰς ἀκροβυστίας αὐτῶν. καὶ ἐπιγαμβρεύεται τῷ βασιλεῖ καὶ δίδωσιν αὐτῷ τὴν Μελχὸλ θυγατέρα αὐτοῦ αὐτῷ εἰς γυναῖκα.
Α Βασ. 18,27 Ο Δαυίδ ητοιμάσθη, μετέβη αυτός και οι άνδρες του εναντίον των Φιλισταίων. Εφόνευσαν πράγματι εκατόν Φιλισταίους και έφερε τας ακροβιστίας των στον Σαούλ. Εγινε τότε γαμβρός του βασιλέως, διότι ο βασιλεύς του έδωσε την θυγατέρα του Μελχόλ ως σύζυγον.
Α Βασ. 18,28 καὶ εἶδε Σαοὺλ ὅτι Κύριος μετὰ Δαυὶδ καὶ πᾶς Ἰσραήλ ἠγάπα αὐτόν,
Α Βασ. 18,28 Ο Σαούλ είδεν ότι ο Κυριος ήτο μαζή με τον Δαυίδ και ότι όλος ο Ισραηλιτικός λαός τον αγαπούσε.
Α Βασ. 18,29 καὶ προσέθετο εὐλαβεῖσθαι ἀπὸ Δαυὶδ ἔτι.]
Α Βασ. 18,29 Αυτό δε το γεγονός του ενέβαλε ακόμη μεγαλύτερον δέος απέναντι του Δαυίδ.
Α Βασ. 19,1 Καὶ ἐλάλησε Σαοὺλ πρὸς Ἰωνάθαν τὸν υἱὸν αὐτοῦ καὶ πρὸς πάντας τοὺς παῖδας αὐτοῦ θανατῶσαι τὸν Δαυίδ.
Α Βασ. 19,1 Ο Σαούλ, εις στιγμήν παροξυσμού του φθονού του, ωμίλησε προς τον Ιωνάθαν, τον υιόν του, και προς όλους τους δούλους του και συνέστησεν εις αυτούς να θανατώσουν τον Δαυίδ.
Α Βασ. 19,2 καὶ Ἰωνάθαν ὁ υἱὸς Σαοὺλ ᾑρεῖτο τὸν Δαυὶδ σφόδρα, καὶ ἀπήγγειλεν Ἰωνάθαν τῷ Δαυὶδ λέγων· Σαοὺλ ζητεῖ θανατῶσαί σε· φύλαξαι οὖν αὔριον πρωΐ καὶ κρύβηθι καὶ κάθισον κρυφῇ,
Α Βασ. 19,2 Ο Ιωνάθαν όμως, ο υιός του Σαούλ, είχε πολύ μεγάλην φιλίαν προς τον Δαυίδ. Δια τούτο και επληροφόρησεν αυτόν λέγων “ο Σαούλ ζητεί να σε φονεύση. Φυλάξου αύριον το πρωϊ. Κρύψου, μείνε εις άγνωστον μέρος, εις κάποιαν κρύπτην.
Α Βασ. 19,3 καὶ ἐγὼ ἐξελεύσομαι καὶ στήσομαι ἐχόμενος τοῦ πατρός μου ἐν ἀγρῷ, οὗ ἐὰν ᾖς ἐκεῖ, καὶ ἐγὼ λαλήσω περὶ σοῦ πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ὄψομαι ὅ,τι ἐὰν ᾖ, καὶ ἀπαγγελῶ σοι.
Α Βασ. 19,3 Εγώ δε θα εξέλθω στον αγρόν, όπου θα έχης κρυβή, θα σταθώ όρθιος πλησίον του πατρός μου. Εκεί θα του ομιλήσω δια σε και θα ίδω, τι θα μου είπη. Αυτό δε θα σου το καταστήσω γνωστόν”.
Α Βασ. 19,4 καὶ ἐλάλησεν Ἰωνάθαν περὶ Δαυὶδ ἀγαθὰ πρὸς Σαοὺλ τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· μὴ ἁμαρτησάτω ὁ βασιλεὺς εἰς τὸν δοῦλόν σου Δαυίδ, ὅτι οὐχ ἡμάρτηκεν εἰς σέ, καὶ τὰ ποιήματα αὐτοῦ ἀγαθὰ σφόδρα,
Α Βασ. 19,4 Πράγματι ο Ιωνάθαν, στον τόπον εκείνον, ωμίλησεν ευνοϊκά υπέρ του Δαυίδ προς τον πατέρα του τον Σαούλ και είπε μεταξύ των άλλων εις αυτόν· “ο βασιλεύς ας μη αμαρτήση φονεύων τον δούλον του Δαυίδ, διότι ποτέ αυτός δεν έπταισεν απέναντι του βασιλέως, άλλα και τα κατορθώματά του είναι πάρα πολύ ωφέλιμα.
Α Βασ. 19,5 καὶ ἔθετο τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ καὶ ἐπάταξε τὸν ἀλλόφυλον, καὶ ἐποίησε Κύριος σωτηρίαν μεγάλην, καὶ πᾶς Ἰσραὴλ εἶδον καὶ ἐχάρησαν· καὶ ἱνατί ἁμαρτάνεις εἰς αἷμα ἀθῷον θανατῶσαι τὸν Δαυὶδ δωρεάν;
Α Βασ. 19,5 Ο Δαυίδ αυτός εξέθεσε την ζωήν του εις κίνδυνον και εφόνευσε τον αλλόφυλον Γολιάθ. Ετσι δε ο Κυριος δια του Δαυίδ έσωσε τον ισραηλιτικόν λαόν από μεγάλον όλεθρον. Ολοι δε οι Ισραηλίται είδον την νίκην αυτήν και εχάρησαν. Διατί λοιπόν αμαρτάνεις ενώπιον του Θεού και επιθυμείς να χύσης αίμα αθώον χωρίς λόγον;”
Α Βασ. 19,6 καὶ ἤκουσε Σαοὺλ τῆς φωνῆς Ἰωνάθαν, καὶ ὤμοσε Σαοὺλ λέγων· ζῇ Κύριος, εἰ ἀποθανεῖται.
Α Βασ. 19,6 Ο Σαούλ ήκουσε και παρεδέχθη τα ορθά λόγια του Ιωνάθαν και ωρκίσθη λέγων· “ορκίζομαι ενώπιον του ζώντος Κυρίου ότι ο Δαυίδ δεν θα φονευθή”.
Α Βασ. 19,7 καὶ ἐκάλεσεν Ἰωνάθαν τὸν Δαυίδ, καὶ ἀπήγγειλεν αὐτῷ πάντα τὰ ῥήματα ταῦτα, καὶ εἰσήγαγεν Ἰωνάθαν τὸν Δαυὶδ πρὸς Σαούλ, καὶ ἦν ἐνώπιον αὐτοῦ ὡς ἐχθὲς καὶ τρίτην ἡμέραν.
Α Βασ. 19,7 Ο Ιωνάθαν εκάλεσε τότε τον Δαυίδ, κατέστησεν εις αυτόν γνωστά τα λόγια, τα οποία αντήλλαξε και τον παρουσίασεν στον Σαούλ. Ο δε Δαυίδ υπηρετούσε πιστώς τον Σαούλ όπως και κατά το παρελθόν.
Α Βασ. 19,8 καὶ προσέθετο ὁ πόλεμος γενέσθαι πρὸς Σαούλ, καὶ κατίσχυσε Δαυὶδ καὶ ἐπολέμησε τοὺς ἀλλοφύλους καὶ ἐπάταξεν ἐν αὐτοῖς πληγὴν μεγάλην σφόδρα, καὶ ἔφυγον ἐκ προσώπου αὐτοῦ.
Α Βασ. 19,8 Νέος πόλεμος έγινε τότε εκ μέρους των Φιλισταίων κατά του Σαούλ. Ο Δαυίδ και πάλιν κατά τας μάχας αυτάς ανεδείχθη νικητής. Επολέμησε και επέφερε πολύ μεγάλην καταστροφήν στους Φιλισταίους. Οι δε Φιλισταίοι πανικόβλητοι ετράπησαν εις φυγήν έμπροσθέν του
Α Βασ. 19,9 Καὶ ἐγένετο πνεῦμα Θεοῦ πονηρὸν ἐπὶ Σαούλ, καὶ αὐτὸς ἐν οἴκῳ καθεύδων, καὶ δόρυ ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ, καὶ Δαυὶδ ἔψαλλε ταῖς χερσὶν αὐτοῦ·
Α Βασ. 19,9 Αλλα ένα πνεύμα πονηρόν, κατά παραχώρησιν Θεού, κατέλαβε πάλιν τον Σαούλ. Και όταν αυτός έπεφτε να κοιμηθή το δόρυ του ευρίσκετο πάντοτε στο χέρι του. Τοτε ο Δαυίδ έπαιζε την κιθάραν με τα δάκτυλά του, δια να κατευνάζη την μελαγχολίαν του Σαούλ.
Α Βασ. 19,10 καὶ ἐζήτει Σαοὺλ πατάξαι τὸ δόρυ εἰς Δαυίδ, καὶ ἀπέστη Δαυὶδ ἐκ προσώπου Σαοὺλ καὶ ἐπάταξε τὸ δόρυ εἰς τόν τοῖχον, καὶ Δαυὶδ ἀνεχώρησε καὶ διεσώθη.
Α Βασ. 19,10 Εν τούτοις ο Σαούλ επεζήτησε να φονεύση τον Δαυίδ με το δόρυ του. Ο Δαυίδ όμως απεμακρύνθη από τον Σαούλ και έτσι το δόρυ εκτύπησε τον τοίχον. Ο Δαυίδ προ του φανερού πλέον αυτού κινδύνου έφυγε και εσώθη.
Α Βασ. 19,11 καὶ ἐγενήθη ἐν τῇ νυκτὶ ἐκείνῃ καὶ ἀπέστειλε Σαοὺλ ἀγγέλους εἰς οἶκον Δαυὶδ φυλάξαι αὐτὸν τοῦ θανατῶσαι αὐτὸν πρωΐ· καὶ ἀπήγγειλε τῷ Δαυὶδ Μελχὸλ ἡ γυνὴ αὐτοῦ λέγουσα· ἐὰν μὴ σὺ σώσῃς τὴν ψυχὴν σαυτοῦ τὴν νύκτα ταύτην, αὔριον θανατωθήσῃ.
Α Βασ. 19,11 Κατά την ιδίαν εκείνην νύκτα ο Σαούλ έστειλεν ανθρώπους του στον οίκον του Δαυίδ να παραφυλάξουν, δια να φονεύσουν αυτόν την πρωΐαν, όταν θα έβγαινε από τον οίκον του. Η Μελχολ όμως, η σύζυγος του Δαυίδ, κατέστησε εις αυτόν γνωστόν το γεγονός τούτο και του υπέδειξεν ότι, αν δεν διαφύγη εκείνην την νύκτα, το πρωϊ θα φονευθή.
Α Βασ. 19,12 καὶ κατάγει ἡ Μελχὸλ τὸν Δαυὶδ διὰ τῆς θυρίδος, καὶ ἀπῆλθε καὶ ἔφυγε καὶ σώζεται.
Α Βασ. 19,12 Ο Δαυίδ εδέχθη την υπόδειξιν της Μελχόλ. Επειδή όμως αι θύραι εφρουρούντο από τους ανθρώπους του Σαούλ, η Μελχόλ κατεβίβασε τον Δαυίδ από κάποιο παράθυρον της οικίας. Ο Δαυίδ τοιουτοτρόπως έφυγεν από την οικίαν και εσώθη.
Α Βασ. 19,13 καὶ ἔλαβεν ἡ Μελχὸλ τὰ κενοτάφια καὶ ἔθετο ἐπὶ τὴν κλίνην καὶ ἧπαρ τῶν αἰγῶν ἔθετο πρὸς κεφαλῆς αὐτοῦ καὶ ἐκάλυψεν αὐτὰ ἱματίῳ.
Α Βασ. 19,13 Η Μελχόλ επήρε κάτι σαν ομοίωμα ανθρώπου και έθεσεν αυτό εις την κλίνην του. Εις την θέσιν δε της κεφαλής έβαλε ένα συκότι αιγών. Εσκέπασε και τα δύο με το επανωφόρι του Δαυίδ, ώστε να φαίνεται ότι ο Δαυίδ κοιμάται.
Α Βασ. 19,14 καὶ ἀπέστειλε Σαοὺλ ἀγγέλους λαβεῖν τὸν Δαυίδ, καὶ λέγουσιν ἐνοχλεῖσθαι αὐτόν·
Α Βασ. 19,14 Ο Σαούλ είχεν αποστείλει ανθρώπους να συλλάβουν τον Δαυίδ. Ούτοι επανήλθον και είπον στον Σαούλ, ότι ο Δαυίδ είναι αδιάθετος εις την κλίνην.
Α Βασ. 19,15 καὶ ἀποστέλλει ἐπὶ τὸν Δαυὶδ λέγων· ἀγάγετε αὐτὸν ἐπὶ τῆς κλίνης πρός με τοῦ θανατῶσαι αὐτόν.
Α Βασ. 19,15 Ο Σαούλ απέστειλε και πάλιν τους ανθρώπους του και τους είπε· “φέρετε τον Δαυίδ προς εμέ επάνω εις την κλίνην του δια να τον φονεύσω”.
Α Βασ. 19,16 καὶ ἔρχονται οἱ ἄγγελοι, καὶ ἰδοὺ τὰ κενοτάφια ἐπὶ τῆς κλίνης, καὶ ἧπαρ τῶν αἰγῶν πρὸς κεφαλῆς αὐτοῦ.
Α Βασ. 19,16 Οι άνθρωποι αυτοί εισήλθον αιφνιδίως εις την οικίαν και στο δωμάτιον του Δαυίδ και αίφνης βλέπουν επάνω εις την κλίνην σαν ομοίωμα ανθρώπου και συκότι αιγών στο μέρος της κεφαλής.
Α Βασ. 19,17 καὶ εἶπε Σαοὺλ τῇ Μελχόλ· ἱνατί οὕτως παρελογίσω με καὶ ἐξαπέστειλας τὸν ἐχθρόν μου καὶ διεσώθη; καὶ εἶπε Μελχὸλ τῷ Σαούλ· αὐτὸς εἶπεν· ἐξαπόστειλόν με, εἰ δὲ μή, θανατώσω σε.
Α Βασ. 19,17 Ανεκοίνωσαν αυτά στον Σαούλ ο δε Σαουλ είπεν εις την Μελχόλ· “διατί με ενέπαιξες έτσι και έδωσες καιρόν στον εχθρόν μου να φύγη και να σωθή;” Η Μελχόλ απήντησεν· “αυτός μου είπε· Βοήθησέ με να φύγω, ειδ' άλλως θα σε θανατώσω”.
Α Βασ. 19,18 Καὶ Δαυὶδ ἔφυγε καὶ διεσώθη καὶ παραγίνεται πρὸς Σαμουὴλ εἰς Ἀρμαθαὶμ καὶ ἀπαγγέλλει αὐτῷ πάντα, ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ Σαούλ, καὶ ἐπορεύθη Σαμουὴλ καὶ Δαυὶδ καὶ ἐκάθισαν ἐν Ναυὰθ ἐν Ῥαμά.
Α Βασ. 19,18 Ο Δαυίδ έφυγε και έτσι διεσώθη. Ηλθε προς τον Σαμουήλ, που ευρίσκετο εις την Αρμαθαίμ, και του ανήγγειλεν όλα όσα έκαμε εναντίον του ο Σαούλ. Ο Σαμουήλ και ο Δαυίδ επορεύθησαν και εκάθισαν εις Ναυάθ Ραμά.
Α Βασ. 19,19 καὶ ἀπηγγέλη τῷ Σαοὺλ λέγοντες· ἰδοὺ Δαυὶδ ἐν Ναυὰθ ἐν Ῥαμά.
Α Βασ. 19,19 Μερικοί όμως καταδόται ανέφεραν στον Σαούλ και είπαν· “ιδού, ο Δαυίδ ευρίσκεται εις Ναυάθ εν Ραμά”.
Α Βασ. 19,20 καὶ ἀπέστειλε Σαοὺλ ἀγγέλους λαβεῖν τὸν Δαυίδ, καὶ εἶδαν τὴν ἐκκλησίαν τῶν προφητῶν, καὶ Σαμουὴλ εἱστήκει καθεστηκὼς ἐπ᾿ αὐτῶν, καὶ ἐγενήθη ἐπὶ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Σαοὺλ πνεῦμα Θεοῦ, καὶ προφητεύουσι.
Α Βασ. 19,20 Ο Σαούλ αμέσως απέστειλεν εκεί άνδρας, δια να συλλάβουν τον Δαυίδ. Εκείνοι όταν ήλθαν, είδαν μίαν συγκέντρωσιν προφητών και τον Σαμουήλ να ίσταται εν μέσω αυτών, δια να τους καθοδηγή. Ηλθεν όμως και στους ανθρώπους του Σαούλ πνεύμα Θεού και ήρχισαν να ψάλλουν ιερά άσματα.
Α Βασ. 19,21 καὶ ἀπηγγέλη τῷ Σαούλ, καὶ ἀπέστειλεν ἀγγέλους ἑτέρους, καὶ ἐπροφήτευσαν καὶ αὐτοί. καὶ προσέθετο Σαοὺλ ἀποστεῖλαι ἀγγέλους τρίτους, καί ἐπροφήτευσαν καὶ αὐτοί.
Α Βασ. 19,21 Αυτό έγινε γνωστόν στον Σαούλ, ο οποίος έστειλεν άλλους ανθρώπους, αλλά και εκείνοι δια πνεύματος Θεού ήρχισαν να ψάλλουν ιερά άσματα. Ο Σαούλ απέστειλε και τρίτην ομάδα ανθρώπων, στους οποίους συνέβησαν τα ίδια, διότι και αυτοί ήρχισαν να ψάλλουν ιερά άσματα.
Α Βασ. 19,22 καὶ ἐθυμώθη ὀργῇ Σαοὺλ καὶ ἐπορεύθη καὶ αὐτὸς εἰς Ἀρμαθαὶμ καὶ ἔρχεται ἕως τοῦ φρέατος τοῦ ἅλω τοῦ ἐν τῷ Σεφὶ καὶ ἠρώτησε καὶ εἶπε· ποῦ Σαμουὴλ καὶ Δαυίδ; καὶ εἶπαν· ἰδοὺ ἐν Ναυὰθ ἐν Ῥαμά.
Α Βασ. 19,22 Ο Σαούλ κατελήφθη από μεγάλην οργήν και επορεύθη αυτοπροσώπως εις Αρμαθαίμ. Οταν έφθασε έως το φρέαρ του αλωνίου, που ευρίσκεται εις Σεφί, ηρώτησε και είπε· “που είναι ο Σαμουήλ και ο Δαυίδ;” Εκείνοι δε του είπαν· “ιδού, ευρίσκεται εις Ναυάθ Ραμά”.
Α Βασ. 19,23 καὶ ἐπορεύθη ἐκεῖθεν εἰς Ναυὰθ ἐν Ῥαμά, καὶ ἐγενήθη καὶ ἐπ᾿ αὐτῷ πνεῦμα Θεοῦ, καὶ ἐπορεύετο προφητεύων ἕως τοῦ ἐλθεῖν αὐτὸν εἰς Ναυὰθ ἐν Ῥαμά.
Α Βασ. 19,23 Μετέβη από εκεί εις Ναυάθ Ραμά. Ηλθεν όμως και εις αυτόν καθ' οδόν πνεύμα Θεού και εβάδιζεν απαγγέλλων ιερά άσματα, μέχρις ότου έφθασεν εις Ναυάθ Ραμά.
Α Βασ. 19,24 καὶ ἐξεδύσατο τὰ ἱμάτια αὐτοῦ καὶ ἐπροφήτευσεν ἐνώπιον αὐτῶν καὶ ἔπεσε γυμνὸς ὅλην τὴν ἡμέραν ἐκείνην καὶ ὅλην τὴν νύκτα· διὰ τοῦτο ἔλεγον· εἰ καὶ Σαοὺλ ἐν προφήταις;
Α Βασ. 19,24 Εκεί αφήρεσε τα ενδύματά του και απήγγειλεν ιερά άσματα ενώπιον του Σαμουήλ και του Δαυίδ. Επεσε γυμνός όλην εκείνην την ημέραν και όλην την νύκτα. Οι άνθρωποι έκπληκτοι δι'αυτό, έλεγαν· “αλήθεια ο Σαούλ είναι μεταξύ των προφητών;”
Α Βασ. 20,1 Καὶ ἀπέδρα Δαυὶδ ἐκ Ναυὰθ ἐν Ῥαμὰ καὶ ἔρχεται ἐνώπιον Ἰωνάθαν καὶ εἶπε· τί πεποίηκα καὶ τί τὸ ἀδίκημά μου καὶ τί ἡμάρτηκα ἐνώπιον τοῦ πατρός σου, ὅτι ἐπιζητεῖ τὴν ψυχήν μου;
Α Βασ. 20,1 Ο Δαυίδ έφυγεν από την Ραμά Ναυάθ, ήλθε και συνήντησε τον Ιωνάθαν, στον οποίον και είπε· “τι κακόν έχω πράξει; Ποίον είναι το αδίκημά μου; Εις τι εγώ έχω πταίσει απέναντι του πατρός σου, ο οποίος ζητεί να με θανατώση;”
Α Βασ. 20,2 καὶ εἶπεν αὐτῷ Ἰωνάθαν· μηδαμῶς σοι, οὐ μὴ ἀποθάνῃς· ἰδοὺ οὐ μὴ ποιήσει ὁ πατήρ μου ῥῆμα μέγα ἢ μικρὸν καὶ οὐκ ἀποκαλύψει τὸ ὠτίον μου· καὶ τί ὅτι κρύψει ὁ πατήρ μου ἀπ᾿ ἐμοῦ τὸ ῥῆμα τοῦτο; οὐκ ἔστι τοῦτο.
Α Βασ. 20,2 Ο Ιωνάθαν είπεν στον Δαυίδ· “καθόλου· δεν πρόκειται, να φονευθής. Οχι. Ιδού, ο πατήρ μου δεν κάμνει καμμίαν μεγάλην η μικράν πράξιν, αν προηγουμένως δεν μου την εκμυστηρευθή. Πως λοιπόν θα κρύψη ο πατέρας μου ένα τέτοιο πράγμα από εμέ; Αυτό δεν πρόκειται να γίνη”.
Α Βασ. 20,3 καὶ ἀπεκρίθη Δαυὶδ τῷ Ἰωνάθαν καὶ εἶπε· γινώσκων οἶδεν ὁ πατήρ σου ὅτι εὕρηκα χάριν ἐν ὀφθαλμοῖς σου, καὶ εἶπε· μὴ γνώτω τοῦτο Ἰωνάθαν, μὴ οὐ βούληται· ἀλλὰ ζῇ Κύριος καὶ ζῇ ἡ ψυχή σου, ὅτι, καθὼς εἶπον, ἐμπέπλησται ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ τοῦ θανάτου.
Α Βασ. 20,3 Ο Δαυίδ απήντησεν στον Ιωνάθαν και είπε· “γνωρίζει πολύ καλά ο πατήρ σου ότι έχω την συμπάθειάν σου. Δεν αποκλείεται να πη· Ας μη μάθη αυτό ο Ιωνάθαν, διότι δεν θα εγκρίνή την πράξιν μου. Σου ορκίζομαι λοιπόν στον Κυριον και εις την ζωήν σου, ότι όπως σου είπα πιστεύω ότι έφθασε πλέον ο καιρός του θανάτου μου”.
Α Βασ. 20,4 καὶ εἶπεν Ἰωνάθαν πρὸς Δαυίδ· τὶ ἐπιθυμεῖ ἡ ψυχή σου καὶ τί ποιήσω σοι;
Α Βασ. 20,4 Ο Ιωνάθαν ηρώτησε τον Δαυίδ· “τι λοιπόν επιθυμεί η ψυχή σου; Τι θέλεις να κάμω εγώ δια σέ;”
Α Βασ. 20,5 καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς Ἰωνάθαν· ἰδοὺ δὴ νεομηνία αὔριον, καὶ ἐγὼ καθίσας οὐ καθήσομαι φαγεῖν, καὶ ἐξαποστελεῖς με, καὶ κρυβήσομαι ἐν τῷ πεδίῳ ἕως δείλης.
Α Βασ. 20,5 Ο Δαυίδ απήντησε προς τον Ιωνάθαν· “ιδού, αύριον είναι η εορτή της πρώτης του νέου μηνός. Εγώ δεν πρόκειται να παρακαθήσω όπως συνήθως εις την τράπεζαν και να συμφάγω με τον πατέρα σου. Αφησέ με να φύγω και να κρυφθώ εις την πεδιάδα έως το απόγευμα.
Α Βασ. 20,6 καὶ ἐὰν ἐπισκεπτόμενος ἐπισκέψηταί με ὁ πατὴρ σου, καὶ ἐρεῖς· παραιτούμενος παρῃτήσατο ἀπ᾿ ἐμοῦ Δαυὶδ δραμεῖν ἕως εἰς Βηθλεὲμ τὴν πόλιν αὐτοῦ, ὅτι θυσία τῶν ἡμερῶν ἐκεῖ ὅλῃ τῇ φυλῇ.
Α Βασ. 20,6 Εάν δε ο πατήρ σου παρατηρήση την απουσίαν μου και σε ερωτήση δι' εμέ, να του απαντήσης· Ο Δαυίδ μου εζήτησεν άδειαν να μεταβή έως την πατρίδα του την Βηθλεέμ, διότι εκεί πρόκειται να ποοσφερθή η ετησία θυσία δι' όλην την οικογενειάν του.
Α Βασ. 20,7 ἐὰν τάδε εἴπῃ· ἀγαθῶς, εἰρήνη τῷ δούλῳ σου· καὶ ἐὰν σκληρῶς ἀποκριθῇ σοι, γνῶθι ὅτι συντετέλεσται ἡ κακία παρ᾿ αὐτοῦ.
Α Βασ. 20,7 Εάν σου απαντήση· Πολύ καλά η ειρήνη ας είναι με τον δούλον σου, τότε καλά θα είναι δι' εμέ τα πράγματα. Εάν όμως σου απαντήση με θυμόν και σκληρότητα, γνώριζε ότι η κακία του έχει φθάσει πλέον στο αποκορύφωμά της.
Α Βασ. 20,8 καὶ ποιήσεις ἔλεος μετὰ τοῦ δούλου σου, ὅτι εἰσήγαγες εἰς διαθήκην Κυρίου τὸν δοῦλόν σου μετὰ σεαυτοῦ· καὶ εἰ ἔστιν ἀδικία ἐν τῷ δούλῳ σου, θανάτωσόν με σύ, καὶ ἕως τοῦ πατρός σου ἱνατί οὕτως εἰσάγεις με;
Α Βασ. 20,8 Δείξε τότε συ καλωσύνην προς εμέ, τον δούλον σου. Αλλωστε συ είχες την πρωτοβουλίαν να συνάψης ένορκον δεσμόν φιλίας με εμέ ενώπιον του Θεού. Εάν βλέπης ότι εγώ ο δούλος σου διέπραξα μίαν αδικίαν, θανάτωσέ με συ. Διατί να με οδηγήσης προς τον πατέρα σου, ώστε να με φονεύση εκείνος;”
Α Βασ. 20,9 καὶ εἶπεν Ἰωνάθαν· μηδαμῶς σοι, ὅτι ἐὰν γινώσκων γνῶ ὅτι συντετέλεσται ἡ κακία παρὰ τοῦ πατρός μου τοῦ ἐλθεῖν ἐπὶ σέ, καὶ ἐὰν μὴ ᾖ εἰς τὰς πόλεις σου, ἐγὼ ἀπαγγελῶ σοι.
Α Βασ. 20,9 Ο Ιωνάθαν είπε· “κατ' ουδένα λόγον και τρόπον δεν θα γίνη αυτό. Διότι εγώ εάν αντιληφθώ, ότι η κακία του πατρός μου έχει φθάσει στο απροχώρητον εναντίον σου και έχει την απόφασιν να σε φονεύση, και αν ακόμη δεν έχη φθάσει η πληροφορία αυτή εις οιανδήποτε πόλιν, εις την οποίαν συ θα είσαι, εγώ ο ίδιος θα σου αναγγείλω αυτό”.
Α Βασ. 20,10 καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς Ἰωνάθαν· τίς ἀπαγγείλῃ μοι, ἐὰν ἀποκριθῇ ὁ πατήρ σου σκληρῶς;
Α Βασ. 20,10 Ο Δαυίδ ηρώτησε τότε τον Ιωνάθαν· “ποιός θα με ειδοποιήση, εάν ο πατέρας σου αποκριθή κατά ένα σκληρόν τροπον προς σέ;”
Α Βασ. 20,11 καὶ εἶπεν Ἰωνάθαν πρὸς Δαυίδ· πορεύου καὶ μένε εἰς ἀγρόν. καὶ ἐκπορεύονται ἀμφότεροι εἰς ἀγρόν.
Α Βασ. 20,11 Ο Ιωνάθαν είπεν στον Δαυίδ· “πήγαινε και μείνε στον αγρόν”. Ανεχώρησαν δε και οι δύο δια τον αγρόν εκείνον.
Α Βασ. 20,12 καὶ εἶπεν Ἰωνάθαν πρὸς Δαυίδ· Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραὴλ εἶδεν, ὅτι ἀνακρινῶ τὸν πατέρα μου ὡς ἂν ὁ καιρὸς τρισσῶς, καὶ ἰδοὺ ἀγαθὸν ᾖ περὶ Δαυίδ, καὶ οὐ μὴ ἀποστείλω πρός σε εἰς ἀγρόν·
Α Βασ. 20,12 Είπε δε ο Ιωνάθαν στον Δαυίδ· “Κυριος ο Θεός του Ισραήλ γνωρίζει, ότι εγώ θα ξεψαχνίσω τον πατέρα μου στον κατάλληλον καιρόν μεθαύριον. Εάν έχη αγαθάς διαθέσεις δια σε τον Δαυίδ, δεν θα αποστείλω άνθρωπον προς σε να σε ειδοποιήση στον αγρόν.
Α Βασ. 20,13 τάδε ποιήσαι ὁ Θεὸς τῷ Ἰωνάθαν καὶ τάδε προσθείη, ὅτι ἀνοίσω τὰ κακὰ ἐπὶ σὲ καὶ ἀποκαλύψω τὸ ὠτίον σου καὶ ἐξαποστελῶ σε καὶ ἀπελεύσῃ εἰς εἰρήνην· καὶ ἔσται Κύριος μετὰ σοῦ, καθὼς ἦν μετὰ τοῦ πατρός μου.
Α Βασ. 20,13 Αλλως, εγώ θα σου αποκαλύψω όσα κακά απειλεί εναντίον σου ο πατήρ μου, και θα προσπαθήσω να σε φυγαδεύσω, και συ θα απέλθης εν ειρήνη. Ο Θεός να με τιμωρήση με κάθε τιμωρίαν, αν δεν ενεργήσω έτσι. Ο Κυριος θα είναι μαζή σου, όπως ήτο και με τον πατέρα μου προηγουμένως.
Α Βασ. 20,14 καὶ ἐὰν μὲν ἔτι μου ζῶντος καὶ ποιήσεις ἔλεος μετ᾿ ἐμοῦ, καὶ ἐὰν θανάτῳ ἀποθάνω,
Α Βασ. 20,14 Οταν όμως συ γίνης βασιλεύς και ζω ακόμη εγώ, θα δείξης καλωσύνην προς εμέ. Εάν όμως έχω αποθάνει,
Α Βασ. 20,15 οὐκ ἐξαρεῖς ἔλεός σου ἀπὸ τοῦ οἴκου μου ἕως τοῦ αἰῶνος· καὶ εἰ μή, ἐν τῷ ἐξαίρειν Κύριον τοὺς ἐχθροὺς Δαυὶδ ἕκαστον ἀπὸ τοῦ προσώπου τῆς γῆς εὑρεθῆναι τὸ ὄνομα τοῦ Ἰωνάθαν ἀπὸ τοῦ οἴκου Δαυίδ, καὶ ἐκζητῆσαι Κύριος ἐχθροὺς τοῦ Δαυίδ.
Α Βασ. 20,15 σου ζητώ να μη στερήσης ποτέ τους απογόνους μου από την καλωσύνην σου, ακόμη και όταν ο Κυριος απομακρύνη τον ένα κατόπιν του άλλου όλους τους εχθρούς από σένα τον Δαυίδ και τους εξαλείψη από το πρόσωπον της γης. Το όνομα του Ιωνάθαν πρέπει δια των απογόνων του να επιζήση χάρις εις την προστασίαν του οίκου Δαυίδ. Είθε ο Κυριος να αναζητήση και να τιμωρήση τους εχθρούς του Δαυίδ”.
Α Βασ. 20,17 καὶ προσέθετο ἔτι Ἰωνάθαν ὀμόσαι τῷ Δαυίδ, ὅτι ἠγάπησε ψυχὴν ἀγαπῶντος αὐτόν.
Α Βασ. 20,17 Ο Ιωνάθαν ωρκίσθη προς τον Δαυίδ και πάλιν ότι τον αγαπά, όπως αγαπά τον εαυτόν του.
Α Βασ. 20,18 καὶ εἶπεν Ἰωνάθαν· αὔριον νεομηνία, καὶ ἐπισκεπήσῃ, ὅτι ἐπισκεπήσεται καθέδρα σου.
Α Βασ. 20,18 Προσέθεσε δε ακόμη ο Ιωνάθαν· “αύριον είναι εορτή επί τη πρώτη του νέου μηνός. Ο πατήρ μου θα προσέξη την κενήν ιδικήν σου θέσιν.
Α Βασ. 20,19 καὶ τρισσεύσεις καὶ ἐπισκέψῃ καὶ ἥξεις εἰς τὸν τόπον σου, οὗ κρυβῇς ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἐργασίμῃ, καὶ καθήσῃ παρὰ τὸ ἐργὰβ ἐκεῖνο.
Α Βασ. 20,19 Συ επί τρεις ημέρας θα απουσιάσης. Θα επανέλθης στον τόπον σου, όπου θα κρυφθής κατά την ημέραν την εργάσιμον. Θα καθίσης πλησίον στο γνωστόν μας εκείνο κοίλωμα.
Α Βασ. 20,20 καὶ ἐγὼ τρισσεύσω ταῖς σχίζαις ἀκοντίζων, ἐκπέμπων εἰς τὴν ἀματταρί.
Α Βασ. 20,20 Εγώ δε την τρίτην ημέραν θα κάμω σκοποβολήν και θα ρίψω βέλη εις ένα στόχον.
Α Βασ. 20,21 καὶ ἰδοὺ ἀποστέλλω τὸ παιδάριον λέγων· δεῦρο εὑρέ μοι τὴν σχίζαν·
Α Βασ. 20,21 Κατόπιν θα στείλω τον νεαρόν δούλον μου λέγων προς αυτόν· Ελα, πήγαινε να βρης το βέλος μου.
Α Βασ. 20,22 ἐὰν εἴπω λέγων τῷ παιδαρίῳ· ὧδε ἡ σχίζα ἀπὸ σοῦ καὶ ὧδε, λάβε αὐτήν, παραγίνου, ὅτι εἰρήνη σοι, καὶ οὐκ ἔστι λόγος, ζῇ Κύριος· ἐὰν τάδε εἴπω τῷ νεανίσκῳ· ὧδε ἡ σχίζα ἀπὸ σοῦ καὶ ἐπέκεινα, πορεύου ὅτι ἐξαπέσταλκέ σε Κύριος.
Α Βασ. 20,22 Εάν είπω στον νεαρόν δούλον, το βέλος είναι εδώ, δηλαδή ανάμεσα από εμέ και από σέ, πάρε συ ο ίδιος το βέλος και έλα, διότι τα πράγματα είναι ειρηνικά, και δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος δια σέ. Ορκίζομαι ότι έτσι θα ενεργήσω. Εάν όμως είπω στον νεαρόν δούλον μου· Το βέλος είναι εκεί, πέραν από την θέσιν, που συ ευρίσκεσαι, φύγε διότι ο Θεός σε διατάσσει να αναχωρήσης.
Α Βασ. 20,23 καὶ τὸ ῥῆμα ὃ ἐλαλήσαμεν ἐγὼ καὶ σύ, ἰδοὺ Κύριος μάρτυς ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ σοῦ ἕως αἰῶνος.
Α Βασ. 20,23 Δια τα λόγια αυτά, τα οποία αντηλλάξαμεν συ και εγώ, ιδού, θα είναι μάρτυς παντοτεινός μεταξύ μας ο Κυριος και Θεός μας”.
Α Βασ. 20,24 Καὶ κρύπτεται Δαυὶδ ἐν ἀγρῷ, καὶ παραγίνεται ὁ μήν, καὶ ἔρχεται ὁ βασιλεὺς ἐπὶ τὴν τράπεζαν τοῦ φαγεῖν.
Α Βασ. 20,24 Ο Δαυίδ εκρύφθη πράγματι στον αγρόν. Εφθασεν η πρώτη του μηνός. Ο βασιλεύς Σαούλ ήλθεν εις την τράπεζαν, δια να φάγη.
Α Βασ. 20,25 καὶ ἐκάθισεν ἐπὶ τὴν καθέδραν αὐτοῦ ὡς ἅπαξ καὶ ἅπαξ, ἐπὶ τῆς καθέδρας παρὰ τοῖχον, καὶ προέφθασε τὸν Ἰωνάθαν, καὶ ἐκάθισεν Ἀβεννὴρ ἐκ πλαγίων Σαούλ, καὶ ἐπεσκέπη ὁ τόπος Δαυίδ.
Α Βασ. 20,25 Εκάθισεν εις την ωρισμένην καθέδραν του, όπως και προηγουμένως, εις την καθέδραν πλησίον του τοίχου. Ο Ιωνάθαν εκάθισεν απέναντί του. Παραπλεύρως και εκ πλαγίων του Σαούλ εκάθισεν ο Αβεννήρ, ο στρατηγός. Εγινε δε αισθητόν το γεγονός ότι ήτο κενή η θέσις του Δαυίδ.
Α Βασ. 20,26 καὶ οὐκ ἐλάλησε Σαοὺλ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ, ὅτι εἴρηκε· σύμπτωμα φαίνεται μὴ καθαρὸς εἶναι, ὅτι οὐ κεκαθάρισται.
Α Βασ. 20,26 Ο Σαούλ δεν είπε τίποτε κατά την ημέραν εκείνην, διότι εσκέφθη καθ' εαυτόν, ότι ίσως ο Δαυίδ να μη ήτό νομικώς καθαρός και δεν του είχε δοθή η ευκαιρία να κάμη τον νομικόν καθαρισμόν.
Α Βασ. 20,27 καὶ ἐγενήθη τῇ ἐπαύριον τοῦ μηνὸς τῇ ἡμέρᾳ τῇ δευτέρᾳ καὶ ἐπεσκέπη ὁ τόπος τοῦ Δαυίδ, καὶ εἶπε Σαοὺλ πρὸς Ἰωνάθαν τὸν υἱὸν αὐτοῦ· τί ὅτι οὐ παραγέγονεν ὁ υἱὸς Ἰεσσαὶ καὶ ἐχθὲς καὶ σήμερον ἐπὶ τὴν τράπεζαν;
Α Βασ. 20,27 Την επομένην ημέραν, δευτέραν του μηνός, έκαμεν εντύπωσιν πάλιν ότι η θέσις του Δαυίδ ήτο κενή. Ο Σαουλ ηρώτησε τον Ιωνάθαν, τον υιόν του· “διατί το παιδί του Ιεσσαί δεν ήλθε χθες και σήμερον εις την τράπεζάν μας;”
Α Βασ. 20,28 καὶ ἀπεκρίθη Ἰωνάθαν τῷ Σαοὺλ καὶ εἶπεν αὐτῷ· παρῄτηται παρ᾿ ἐμοῦ Δαυὶδ ἕως εἰς Βηθλεὲμ τὴν πόλιν αὐτοῦ πορευθῆναι.
Α Βασ. 20,28 Ο Ιωνάθαν απεκρίθη και είπεν στον Σαούλ· “ο Δαυίδ εζήτησεν από εμέ άδειαν να μεταβή έως εις την Βηθλεέμ, την πατρίδα του.
Α Βασ. 20,29 καὶ εἶπεν· ἐξαπόστειλον δή με, ὅτι θυσία τῆς φυλῆς ἡμῖν ἐν τῇ πόλει, καὶ ἐνετείλαντο πρός με οἱ ἀδελφοί μου, καὶ νῦν εἰ εὕρηκα χάριν ἐν ὀφθαλμοῖς σου, διαβήσομαι δὴ καὶ ὄψομαι τοὺς ἀδελφούς μου· διὰ τοῦτο οὐ παραγέγονεν ἐπὶ τὴν τράπεζαν τοῦ βασιλέως.
Α Βασ. 20,29 Μου είπε δηλαδή· Αφησέ με, σε παρακαλώ, διότι η οικογένειά μου θα τελέση θυσίαν εις την πόλιν Βηθλεέμ και οι αδελφοί μου μου παρήγγειλαν να μεταβώ και εγώ εκεί. Εάν λοιπόν έχω κάποιαν χάριν ενώπιόν σου, δος μου την άδειαν να μεταβώ και να ιδώ τους αδελφούς μου. Δι' αυτό δεν ήλθεν εις την τράπεζαν του βασιλέως ο Δαυίδ”.
Α Βασ. 20,30 καὶ ἐθυμώθη ὀργῇ Σαοὺλ ἐπὶ Ἰωνάθαν σφόδρα καὶ εἶπεν αὐτῷ· υἱὲ κορασίων αὐτομολούντων, οὐ γὰρ οἶδα ὅτι μέτοχος εἶ σὺ τῷ υἱῷ Ἰεσσαὶ εἰς αἰσχύνην σου καὶ εἰς αἰσχύνην ἀποκαλύψεως μητρός σου;
Α Βασ. 20,30 Ο Σαούλ κατελήφθη από ισχυρόν θυμόν εναντίον του Ιωνάθαν και είπεν εις αυτόν· “νόθε υιέ, τέκνον διεφθαρμένων γυναικών, νομίζεις ότι εγώ δεν γνωρίζω, πως είσαι φίλος και συνένοχος του υιού του Ιεσσαί προς εντροπήν σου και προς εντροπήν της μητρός, η οποία σε εγέννησε;
Α Βασ. 20,31 ὅτι πάσας τὰς ἡμέρας, ἃς ὁ υἱὸς Ἰεσσαὶ ζῇ ἐπὶ τῆς γῆς, οὐχ ἑτοιμασθήσεται ἡ βασιλεία σου· νῦν οὖν ἀποστείλας λάβε τὸν νεανίαν, ὅτι υἱὸς θανάτου οὗτος.
Α Βασ. 20,31 Διότι, εφ' όσον ο υιός του Ιεσσαί ζη επί της γης, δεν πρόκειται συ να γίνης βασιλεύς. Λοιπόν στείλε αμέσως και φέρε εδώ τον νεαρόν, διότι είναι άξιος θανάτου και πρέπει να θανατωθή”.
Α Βασ. 20,32 καὶ ἀπεκρίθη Ἰωνάθαν τῷ Σαούλ· ἱνατί ἀποθνήσκει; τί πεποίηκε;
Α Βασ. 20,32 Ο Ιωνάθαν απήντησε προς τον Σαούλ· “διατί να θανατωθή; Τι κακόν έχει κάμει;”
Α Βασ. 20,33 καὶ ἐπῇρε Σαοὺλ τὸ δόρυ ἐπὶ Ἰωνάθαν τοῦ θανατῶσαι αὐτόν. καὶ ἔγνω Ἰωνάθαν ὅτι συντετέλεσται ἡ κακία αὕτη παρὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ θανατῶσαι τὸν Δαυίδ,
Α Βασ. 20,33 Ο Σαούλ τυφλωμένος από τον θυμόν εσήκωσε το δόρυ εναντίον του Ιωνάθαν, δια να τον θανατώση. Ο Ιωνάθαν επείσθη ότι η κακία αυτή του πατρός του έφθασεν στο αποκορύφωμά της και τυν οδηγεί πλέον, ώστε να θανατώση τον Δαυίδ.
Α Βασ. 20,34 καὶ ἀνεπήδησεν Ἰωνάθαν ἀπὸ τῆς τραπέζης ἐν ὀργῇ θυμοῦ καὶ οὐκ ἔφαγεν ἐν τῇ δευτέρᾳ τοῦ μηνὸς ἄρτον, ὅτι ἐθραύσθη ἐπὶ τὸν Δαυίδ, ὅτι συνετέλεσεν ἐπ᾿ αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ.
Α Βασ. 20,34 Ο Ιωνάθαν γεμάτος και εκείνος θυμόν ανεπήδησεν από την τράπεζαν, δεν έφαγε κατά την δευτέραν ημέραν του μηνός εκ του φαγητού, διότι συνετρίβη η καρδία του από τον πόνον δια τον Δαυίδ, όταν είχε πλέον πεισθή, ότι ο πατέρας του επήρεν οριστικήν και αμετάκλητον απόφασιν εναντίον του Δαυίδ.
Α Βασ. 20,35 Καὶ ἐγενήθη πρωΐ καὶ ἐξῆλθεν Ἰωνάθαν εἰς ἀγρόν, καθὼς ἐτάξατο εἰς τὸ μαρτύριον Δαυίδ, καὶ παιδάριον μικρὸν μετ᾿ αὐτοῦ.
Α Βασ. 20,35 Την πρωΐαν της επομένης ημέρας, εξήλθεν ο Ιωνάθαν στον αγρόν, όπως είχε συμφωνήσει προηγουμένως με τον Δαυίδ. Μαζή του δε ήτο και ένας νεαρός δούλος.
Α Βασ. 20,36 καὶ εἶπε τῷ παιδαρίῳ· δράμε, εὑρέ μοι τὰς σχίζας, ἐν αἷς ἐγὼ ἀκοντίζω. καὶ τὸ παιδάριον ἔδραμε, καὶ αὐτὸς ἠκόντιζε τῇ σχίζῃ καὶ παρήγαγεν αὐτήν.
Α Βασ. 20,36 Είπε δε ο Ιωνάθαν στον νεαρόν δούλον· “τρέξε δια να βρης και να μου φέρης πάλιν τα βέλη, τα οποία εγώ ρίχνω δια του τόξου”. Πράγματι ο Ιωνάθαν έκαμε σκοποβολήν και έρριψε τα βέλη του. Ο νεαρός δούλος του έτρεξε να τα φέρη.
Α Βασ. 20,37 καὶ ἦλθε τὸ παιδάριον ἕως τοῦ τόπου τῆς σχίζης, οὗ ἠκόντιζεν Ἰωνάθαν, καὶ ἀνεβόησεν Ἰωνάθαν ὀπίσω τοῦ νεανίου καὶ εἶπεν· ἐκεῖ ἡ σχίζα ἀπὸ σοῦ καὶ ἐπέκεινα·
Α Βασ. 20,37 Ο νεαρός δούλος του Ιωνάθαν έφθασεν στον τόπον, όπου είχεν εξακοντίσει το βέλος ο Ιωνάθαν. Εφώναξε τότε ο Ιωνάθαν και είπε· “το βέλος είναι εκεί πέρα, πίσω από σένα. Εκεί είναι το βέλος”.
Α Βασ. 20,38 καὶ ἀνεβόησεν Ἰωνάθαν ὀπίσω τοῦ παιδαρίου αὐτοῦ λέγων· ταχύνας σπεῦσον καὶ μὴ στῇς. καὶ ἀνέλεξε τὸ παιδάριον Ἰωνάθαν τὰς σχίζας καὶ ἤνεγκε τὰς σχίζας πρὸς τὸν κύριον αὐτοῦ.
Α Βασ. 20,38 Ο Ιωνάθαν εφώναξε τον υπηρέτην καθώς εκείνος επήγαινε· “φύγε γρήγορα, μη σταματάς”. Ο νεαράς δούλος εμάζεψε τα βέλη και έφερεν αυτά προς τον κύριόν του.
Α Βασ. 20,39 καὶ τὸ παιδάριον οὐκ ἔγνω οὐθέν, πάρεξ Ἰωνάθαν καὶ Δαυὶδ ἔγνωσαν τὸ ῥῆμα.
Α Βασ. 20,39 Αυτός ο δούλος δεν εκατάλαβε τίποτε από όσα ελέχθησαν, ειμή μόνον ο Ιωνάθαν και ο Δαυίδ κατενόησαν την σημασίαν των λεχθέντων.
Α Βασ. 20,40 καὶ Ἰωνάθαν ἔδωκε τὰ σκεύη αὐτοῦ ἐπὶ τὸ παιδάριον αὐτοῦ καὶ εἶπε τῷ παιδαρίῳ αὐτοῦ· πορεύου, εἴσελθε εἰς τὴν πόλιν.
Α Βασ. 20,40 Ο Ιωνάθαν έδωκε τον οπλισμόν του στο παιδάριον και του είπε· “πήγαινε, γύρισε εις την πόλιν”.
Α Βασ. 20,41 καὶ ὡς εἰσῆλθε τὸ παιδάριον, καὶ Δαυὶδ ἀνέστη ἀπὸ τοῦ ἐργὰβ καὶ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον αὐτοῦ καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ τρίς, καὶ κατεφίλησεν ἕκαστος τὸν πλησίον αὐτοῦ, καὶ ἔκλαυσεν ἕκαστος τῷ πλησίον αὐτοῦ ἕως συντελείας μεγάλης.
Α Βασ. 20,41 Οταν ο νεαρός δούλος έφυγε δια την πόλιν, ο Δαυίδ εσηκώθη από το κοίλωμα, όπου ήτο κρυμμένος, έπεσέ με το πρόσωπον αυτού προς την γην και προσεκύνησε τρεις φορές τον Ιωνάθαν. Και οι δύο ησπάσθησαν ο ένας τον άλλον, έκλαυσαν επί πολύ και με πολλά δάκρυα.
Α Βασ. 20,42 καὶ εἶπεν Ἰωνάθαν τῷ Δαυίδ· πορεύου εἰς εἰρήνην, καὶ ὡς ὀμωμόκαμεν ἡμεῖς ἀμφότεροι ἐν ὀνόματι Κυρίου λέγοντες· Κύριος ἔσται μάρτυς ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καί σοῦ καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματός μου καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματός σου ἕως αἰῶνος.
Α Βασ. 20,42 Ο Ιωνάθαν είπεν στον Δαυίδ· “πήγαινε στο καλό. Θα γίνη, όπως οι δύο μας ωρκίσθημεν ενώπιον του Κυρίου λέγοντες ότι ο Κυριος θα είναι παντοτεινός μάρτυς της φιλίας μας η οποία θα επικρατή μεταξύ ημών των δύο και μεταξύ των απογόνων μας.
Α Βασ. 21,1 Καὶ ἀνέστη Δαυὶδ καὶ ἀπῆλθε, καὶ Ἰωνάθαν εἰσῆλθεν εἰς τὴν πόλιν.
Α Βασ. 21,1 Επειτα από αυτά, ο Δαυίδ εσηκώθη και ανεχώρησεν, ο δε Ιωνάθαν επανήλθεν εις την πόλιν.
Α Βασ. 21,2 καὶ ἔρχεται Δαυὶδ εἰς Νομβὰ πρὸς Ἀβιμέλεχ τὸν ἱερέα. καὶ ἐξέστη Ἀβιμέλεχ τῇ ἀπαντήσει αὐτοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ· τί ὅτι σὺ μόνος καὶ οὐθεὶς μετὰ σοῦ;
Α Βασ. 21,2 Ο Δαυίδ ήλθεν εις πόλιν Νομβά προς τον αρχιερέα τον Αβιμέλεχ. Ο Αβιμέλεχ εξεπλάγη πολύ, όταν είδε τον Δαυίδ και του είπε· “διατί είσαι μόνος σου και διατί κανείς άλλος δεν υπάρχει μαζή σου;”
Α Βασ. 21,3 καὶ εἶπε Δαυὶδ τῷ ἱερεῖ· ὁ βασιλεὺς ἐντέταλταί μοι ῥῆμα σήμερον καὶ εἶπέ μοι· μηδεὶς γνώτω τὸ ῥῆμα, περὶ οὗ ἐγὼ ἀποστέλλω σε καὶ ὑπὲρ οὗ ἐγὼ ἐντέταλμαί σοι· καὶ τοῖς παιδαρίοις διαμεμαρτύρημαι ἐν τῷ τόπῳ τῷ λεγομένῳ Θεοῦ πίστις, Φελλανὶ Ἀλεμωνί· καὶ νῦν εἰ εἰσὶν ὑπὸ τὴν χεῖρά σου πέντε ἄρτοι, δὸς εἰς χεῖρά μου τὸ εὑρεθέν.
Α Βασ. 21,3 Απήντησεν ο Δαυίδ στον Αρχιερέα· “ο βασιλεύς μου ανέθεσε σήμερον κάποιον έργον και μου είπε· Πρόσεξε, κανείς να μη μάθη την αποστολήν, δια την οποίαν εγώ σε στέλνω και δια την οποίαν σου έχω δώσει εντολάς. Δια τούτο εγώ εντόνως συνέστησα στους νεαρούς που με ακολουθούν να με περιμείνουν στον τόπον που λέγεται “Θεού πίστις”, Φελλανί Αλεμωνί. Και τώρα σε παρακαλώ, εάν σου ευρίσκωνται πέντε άρτοι να μου τους δώσης, η όσοι σου ευρίσκονται”.
Α Βασ. 21,4 καὶ ἀπεκρίθη ὁ ἱερεὺς τῷ Δαυίδ, καὶ εἶπεν· οὐκ εἰσὶν ἄρτοι βέβηλοι ὑπὸ τὴν χεῖρά μου, ὅτι ἀλλ᾿ ἢ ἄρτοι ἅγιοί εἰσιν· εἰ πεφυλαγμένα τὰ παιδάριά ἐστιν ἀπὸ γυναικός, καὶ φάγεται.
Α Βασ. 21,4 Ο αρχιερεύς απήντησεν στον Δαυίδ και του είπε· “δεν έχω εις την διάθεσίν μου άρτους κοινούς και συνήθεις, αλλά μόνον υπάρχουν οι άγιοι άρτοι της προθέσεως, οι προωρισμένοι δια τους ιερείς. Εάν οι νεαροί ακόλουθοί σου έχουν φυλαχθή από γυναίκα, ημπορούν να τους φάγουν”.
Α Βασ. 21,5 καὶ ἀπεκρίθη Δαυὶδ τῷ ἱερεῖ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἀλλὰ ἀπὸ γυναικὸς ἀπεσχήμεθα ἐχθὲς καὶ τρίτην ἡμέραν· ἐν τῷ ἐξελθεῖν με εἰς ὁδὸν γέγονε πάντα τὰ παιδία ἡγνισμένα, καὶ αὐτὴ ἡ ὁδὸς βέβηλος, διότι ἁγιασθήσεται σήμερον διὰ τὰ σκεύη μου.
Α Βασ. 21,5 Ο Δαυίδ απήντησεν στον αρχιερέα και του είπεν· “από γυναίκα έχομεν φυλαχθή εδώ και τρεις ημέρες. Οταν δε ανεχωρήσαμεν από την πόλιν, οι μεν νεαροί ακόλουθοί μου εκαθαρίσθησαν από κάθε νομικήν ακαθαρσίαν. Ο δρόμος όμως και ο σκοπός, δια τον οποίον πορευόμεθα δεν είναι άγιος, αλλά κοσμικός. Τα σακκίδιά μας όμως θα είναι καθαρά, ώστε να δεχθούν τους καθιερωμένους άρτους, τους οποίους σήμερον θα πάρωμεν”.
Α Βασ. 21,6 καὶ ἔδωκεν αὐτῷ Ἀβιμέλεχ ὁ ἱερεὺς τοὺς ἄρτους τῆς προθέσεως, ὅτι οὐκ ἦν ἐκεῖ ἄρτος, ἀλλ᾿ ἢ ἄρτοι τοῦ προσώπου οἱ ἀφῃρημένοι ἐκ προσώπου Κυρίου τοῦ παρατεθῆναι ἄρτον θερμὸν ᾗ ἡμέρᾳ ἔλαβεν αὐτούς.
Α Βασ. 21,6 Ο αρχιερεύς, ο Αβιμέλεχ, έπειτα από την διαβεβαίωσιν αυτήν του Δαυίδ, έδωκεν εις αυτόν τους άρτους της προθέσεως, διότι δεν υπήρχον εκεί άλλοι άρτοι, ειμή μόνον οι άρτοι οι οποίοι είχον τεθή προ του Κυρίου· οι άρτοι, οι οποίοι θα αφηρούντο από έμπροσθεν του Κυρίου, δια να αντικατασταθούν από άλλους θερμούς και προσφάτους άρτους, όπως γίνεται κάθε εβδομάδα.
Α Βασ. 21,7 καὶ ἐκεῖ ἦν ἓν τῶν παιδαρίων τοῦ Σαοὺλ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ συνεχόμενος νεεσσαρὰν ἐνώπιον Κυρίου, καὶ ὄνομα αὐτῷ Δωὴκ ὁ Σύρος νέμων τὰς ἡμιόνους Σαούλ.
Α Βασ. 21,7 Εκεί, ενώπιον του Κυρίου, ευρίσκετο και ένας δούλος του Σαούλ κατά την ημέραν εκείνην έγκλειστος στον ναόν του Κυρίου. Ο δούλος αυτός ωνομάζετο Δωήκ ο Συρος. Εβοσκε δε τας ημιόνους του Σαούλ.
Α Βασ. 21,8 καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς Ἀβιμέλεχ· ἰδὲ εἰ ἔστιν ἐνταῦθα ὑπὸ τὴν χεῖρά σου δόρυ ἢ ῥομφαία, ὅτι τὴν ῥομφαίαν μου καὶ τὰ σκεύη οὐκ εἴληφα ἐν τῇ χειρί μου, ὅτι ἦν τὸ ῥῆμα τοῦ βασιλέως κατὰ σπουδήν.
Α Βασ. 21,8 Ο Δαυίδ ηρώτησε τον Αβιμέλεχ, μήπως είναι εδώ μαζή σου κανένα δόρυ η καμμία ρομφαία, διότι την ιδικήν μου ρομφαίαν και τα άλλα όπλα μου δεν τα επήρα μαζή μου, επειδή ήτο βιαστική και δεν επεδέχετο αναβολήν η εντολή του βασιλέως”.
Α Βασ. 21,9 καὶ εἶπεν ὁ ἱερεύς· ἰδοὺ ἡ ῥομφαία Γολιὰθ τοῦ ἀλλοφύλου, ὃν ἐπάταξας ἐν τῇ κοιλάδι Ἠλά, καὶ αὐτὴν ἐνειλημμένη ἦν ἐν ἱματίῳ· εἰ ταύτην λήψῃ, σεαυτῷ λαβέ, ὅτι οὐκ ἔστιν ἑτέρα πάρεξ ταύτης ἐνταῦθα. καὶ εἶπε Δαυίδ· ἰδοὺ οὐκ ἔστιν ὥσπερ αὐτή, δός μοι αὐτήν.
Α Βασ. 21,9 Ο αρχιερεύς είπεν στον Δαυίδ· “ιδού, η ρομφαία του Γολιάθ του αλλοφύλου, τον οποίον συ εκτύπησες εις την κοιλάδα Ηλά, υπάρχει εδώ και είναι τυλιγμένη στο ιμάτιον. Εάν θέλης να πάρης αυτήν, πάρε την δια τον εαυτόν σου. Αλλη εκτός αυτής δεν υπάρχει”. Και είπεν ο Δαυίδ· “και αν υπήρχε καμμία άλλη, δεν θα ήτο περισσότερον κατάλληλος από αυτήν δι' εμέ. Δος μου την.
Α Βασ. 21,10 καὶ ἔδωκεν αὐτὴν αὐτῷ· καὶ ἀνέστη Δαυὶδ καὶ ἔφυγεν ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἐκ προσώπου Σαούλ. Καὶ ἦλθε Δαυὶδ πρὸς Ἀγχοῦς βασιλέα Γέθ.
Α Βασ. 21,10 Ο αρχιερεύς του την έδωκεν. Ο Δαυίδ εσηκώθη και έφυγε κατά την ημέραν εκείνην μακράν από τον Σαούλ. Ηλθε δε προς τον Αγχούς βασιλέα της Γέθ.
Α Βασ. 21,11 καὶ εἶπον οἱ παῖδες Ἀγχοῦς πρὸς αὐτόν· οὐχὶ οὗτος Δαυὶδ ὁ βασιλεὺς τῆς γῆς; οὐχὶ τούτῳ ἐξῆρχον αἱ χορεύουσαι λέγουσαι· ἐπάταξε Σαοὺλ ἐν χιλιάσιν αὐτοῦ καὶ Δαυὶδ ἐν μυριάσιν αὐτοῦ;
Α Βασ. 21,11 Οι δούλοι του Αγχούς είπαν προς αυτόν· “αυτός δεν είναι ο Δαυίδ ο βασιλεύς της χώρας των Ισραηλιτών; Προς χάριν αυτού και δια την δόξαν αυτού αι προεξάρχουσαι του χορού δεν έψαλλαν και δεν έλεγαν· Ο Σαούλ εφόνευσε χιλιάδας εχθρών ο Δαυίδ όμως εφόνευσε μυριάδας;”
Α Βασ. 21,12 καὶ ἔθετο Δαυὶδ τὰ ῥήματα ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ καὶ ἐφοβήθη σφόδρα ἀπὸ προσώπου Ἀγχοῦς βασιλέως Γέθ.
Α Βασ. 21,12 Ο Δαυίδ ήκουσε και επρόσεξε τα λόγια αυτά και εφοβήθη πολύ τον Αγχούς τον βασιλέα, μήπως τυχόν και τον εκδικηθή.
Α Βασ. 21,13 καὶ ἠλλοίωσε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἐνώπιον αὐτοῦ καὶ προσεποιήσατο ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ καὶ ἐτυμπάνιζεν ἐπὶ ταῖς θύραις τῆς πόλεως καὶ παρεφέρετο ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ καὶ ἔπιπτεν ἐπὶ τὰς θύρας τῆς πύλης, καὶ τὰ σίελα αὐτοῦ κατέῤῥει ἐπὶ τὸν πώγωνα αὐτοῦ.
Α Βασ. 21,13 Δι' αυτό άλλαξε το πρόσωπόν του ενώπιον του βασιλέως και προσεποιήθη κατά την ημέραν εκείνην τον παράφρονα. Εκτυπούσε τας θύρας των οικιών της πόλεως, εκινούσε κατά έξαλλον τρόπον τα χέρια του, έπεφτε εμπρός εις τας θύρας των πυλώνων της πόλεως, καθ' ον χρόνον ο σίελός του έτρεχεν στο γένειόν του, όπως ακριβώς συμβαίνει με τους τρελλούς.
Α Βασ. 21,14 καὶ εἶπεν Ἀγχοῦς πρὸς τοὺς παῖδας αὐτοῦ· ἰδοὺ ἴδετε ἄνδρα ἐπίληπτον, ἱνατί εἰσηγάγετε αὐτὸν πρός με;
Α Βασ. 21,14 Ο Αγχούς είπε προς τους δούλους του· “ιδού, για κυττάξετε, ο άνθρωπος αυτός είναι τρελλός. Διατί τον εφέρατε προς εμέ;
Α Βασ. 21,15 μὴ ἐλαττοῦμαι ἐπιλήπτων ἐγώ, ὅτι εἰσαγηόχατε αὐτὸν ἐπιληπτεύεσθαι πρός με; οὗτος οὐκ εἰσελεύσεται εἰς οἰκίαν.
Α Βασ. 21,15 Μηπως εγώ έχω έλλειψιν από επιληπτικούς ανθρώπους και εφέρατε αυτόν να κάμνη εξάλλους πράξεις, όπως οι επιληπτικοί; Μη τον αφήσετε να εισέλθη εις καμμίαν οικίαν”.
Α Βασ. 22,1 Καὶ ἀπῆλθεν ἐκεῖθεν Δαυὶδ καὶ διεσώθη καὶ ἔρχεται εἰς τὸ σπήλαιον τὸ Ὀδολλάμ. καὶ ἀκούουσιν οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ καὶ ὁ οἶκος τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ καταβαίνουσι πρὸς αὐτὸν ἐκεῖ.
Α Βασ. 22,1 Ο Δαυίδ έφυγεν από την Γεθ και ήλθε σώος και αβλαβής στο σπήλαιον της Οδολλάμ. Οι αδελφοί του και όλοι οι άλλοι άνθρωποι του σπιτιού του, όταν επληροφορήθησαν αυτό, κατήλθον από την Βηθλεέμ στο σπήλαιον, πλησίον της πόλεως, προς αυτόν.
Α Βασ. 22,2 καὶ συνήγοντο πρὸς αὐτὸν πᾶς ἐν ἀνάγκῃ καὶ πᾶς ὑπόχρεως καὶ πᾶς κατώδυνος ψυχῇ, καὶ ἦν ἐπ᾿ αὐτῶν ἡγούμενος· καὶ ἦσαν μετ᾿ αὐτοῦ ὡς τετρακόσιοι ἄνδρες.
Α Βασ. 22,2 Συνεκεντρώθησαν γύρω από τον Δαυίδ και πολλοί ενδεείς χρεωφειλέται και καθένας, ο οποίος ήτο λυπημένος κατά την καρδίαν. Εις όλους αυτούς αρχηγός ήτο ο Δαυίδ. Ολοι αυτοί, οι οποίοι ήσαν μαζή του, ανήρχοντο εις τετρακοσίους περίπου άνδρας.
Α Βασ. 22,3 καὶ ἀπῆλθε Δαυὶδ ἐκεῖθεν εἰς Μασσηφὰθ τῆς Μωὰβ καὶ εἶπε πρὸς βασιλέα Μωάβ· γινέσθωσαν δὴ ὁ πατὴρ μου καὶ ἡ μήτηρ μου παρὰ σοί, ἕως ὅτου γνῶ τί ποιήσει μοι ὁ Θεός.
Α Βασ. 22,3 Ο Δαυίδ έφυγεν από το σπήλαιον της Οδολλάμ και ήλθεν εις την πάλιν Μασσηφάθ της χώρας Μωάβ. Είπε δε προς τον βασιλέα των Μωαβιτών· “ας παραμείνουν, σε παρακαλώ, κοντά σου ο πατέρας μου και η μητέρα μου, μέχρις ότου ιδώ τι θα κάμη δι' εμέ ο Θεός”.
Α Βασ. 22,4 καὶ παρεκάλεσε τὸ πρόσωπον τοῦ βασιλέως Μωάβ, καὶ κατῴκουν μετ᾿ αὐτοῦ πάσας τὰς ἡμέρας ὄντος τοῦ Δαυὶδ ἐν τῇ περιοχῇ.
Α Βασ. 22,4 Αυτά παρεκάλεσεν ο Δαυίδ τον βασιλέα των Μωαβιτών. Εκείνος εδέχθη την παράκλησιν του Δαυίδ και έτσι οι γονείς αυτού έμειναν εις την χώραν Μωάβ καθ' όλον το διάστημα, κατά το οποίον ο Δαυίδ ευρίσκετο εις την περιοχήν εκείνην.
Α Βασ. 22,5 καὶ εἶπε Γὰδ ὁ προφήτης πρὸς Δαυίδ· μὴ κάθου ἐν τῇ περιοχῇ, πορεύου καὶ ἥξεις εἰς γῆν Ἰούδα. καὶ ἐπορεύθη Δαυὶδ καὶ ἦλθε καὶ ἐκάθισεν ἐν πόλει Σαρίχ.
Α Βασ. 22,5 Ο προφήτης Γαδ είπε προς τον Δαυίδ· “μη κάθεσαι εις την περιοχήν αυτήν, αλλά φύγε και πήγαινε εις την χώραν της Ιουδαίας”. Ο Δαυίδ πράγματι μετέβη και ήλθεν εις την χώραν της Ιουδαίας και εκάθισεν εις την πόλιν Σαρίχ.
Α Βασ. 22,6 Καὶ ἤκουσε Σαούλ, ὅτι ἔγνωσται Δαυὶδ καὶ οἱ ἄνδρες οἱ μετ᾿ αὐτοῦ· καὶ Σαοὺλ ἐκάθητο ἐν τῷ βουνῷ ὑπὸ τὴν ἄρουραν τὴν ἐν Ῥαμά, καὶ τὸ δόρυ ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ, καὶ πάντες οἱ παῖδες αὐτοῦ παρειστήκεισαν αὐτῷ.
Α Βασ. 22,6 Ο Σαούλ επληροφορήθη το γεγονός, διότι είχε γίνει πλέον γνωστός ο τόπος, όπου ευρίσκετο ο Δαυίδ και οι άνδρες, οι οποίοι ήσαν μαζή του. Ο Σαούλ εκάθισεν εις κάποιον ύψωμα επάνω από ένα χωράφι εις την Ραμά. Εις τα χέρια του δε εκρατούσε το δόρυ και όλοι οι δούλοι του ίσταντο όρθιοι πλησίον του.
Α Βασ. 22,7 καὶ εἶπε Σαοὺλ πρὸς τοὺς παῖδας αὐτοῦ τοὺς παρεστηκότας αὐτῷ· ἀκούσατε δὴ υἱοὶ Βενιαμίν· εἰ ἀληθῶς πᾶσιν ὑμῖν δώσει ὁ υἱὸς Ἰεσσαὶ ἀγροὺς καὶ ἀμπελῶνας καὶ πάντας ὑμᾶς τάξει ἑκατοντάρχους καὶ χιλιάρχους;
Α Βασ. 22,7 Είπε ο Σαούλ προς τους δούλους του, οι οποίοι τον περιεστοίχιζαν· “ακούσατε, λοιπόν, σεις που ανήκετε εις την φυλήν Βενιαμίν. Ο υιός του Ιεσσαί θα σας δώση πράγματι αγρούς και αμπελώνας και θα διορίση όλους σας εκατοντάρχους και χιλιάρχους; Πιστεύετε εις τέτοιες υποσχέσεις;
Α Βασ. 22,8 ὅτι σύγκεισθε πάντες ὑμεῖς ἐπ᾿ ἐμέ, καὶ οὐκ ἔστιν ὁ ἀποκαλύπτων τὸ ὠτίον μου ἐν τῷ διαθέσθαι τὸν υἱόν μου διαθήκην μετὰ τοῦ υἱοῦ Ἰεσσαί, καὶ οὐκ ἔστι πονῶν περὶ ἐμοῦ ἐξ ὑμῶν καὶ ἀποκαλύπτων τὸ ὠτίον μου, ὅτι ἐπήγειρεν ὁ υἱός μου τὸν δοῦλόν μου ἐπ᾿ ἐμὲ εἰς ἐχθρόν, ὡς ἡ ἡμέρα αὕτη.
Α Βασ. 22,8 Και όμως όλοι σεις, σαν να έχετε συνωμοτήσει εναντίον μου, διότι κανείς από σας δεν μου ανέφερεν ότι ο υιός μου έκαμε ένορκον συμφωνίαν φιλίας με τον υιόν του Ιεσσαί. Κανείς από σας δεν ενδιαφέρεται και δεν πονεί για μένα, διότι άλλως θα μου είχεν αναφέρει ότι το παιδί μου εξήγειρεν αυτόν τον δούλον μου και τον έκαμε εχθρόν εναντίον μου μέχρι της σημερινής ημέρας”.
Α Βασ. 22,9 καὶ ἀποκρίνεται Δωὴκ ὁ Σύρος ὁ καθεστηκὼς ἐπὶ τὰς ἡμιόνους Σαοὺλ καὶ εἶπεν· ἑώρακα τὸν υἱὸν Ἰεσσαὶ παραγινόμενον εἰς Νομβὰ πρὸς Ἀβιμέλεχ υἱὸν Ἀχιτὼβ τὸν ἱερέα,
Α Βασ. 22,9 Ο Δωήκ, ο Συρος, ο οποίος ήτο αρχηγός επί των ανθρώπων που εφύλασσαν τας ημιόνους του Σαουλ, εσηκώθη και είπεν· “εγώ είδα τον υιόν του Ιεσσαί, ότι ήλθεν εις Νομβά προς τον αρχιερέα Αβιμέλεχ, τον υιούν του Αχιτώβ.
Α Βασ. 22,10 καὶ ἠρώτα αὐτῷ διά τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπισιτισμὸν ἔδωκεν αὐτῷ καὶ τὴν ῥομφαίαν Γολιὰθ τοῦ ἀλλοφύλου ἔδωκεν αὐτῷ.
Α Βασ. 22,10 Ο αρχιερεύς δε ηρώτησε χάριν αυτού τον Θεόν και έδωκεν εις αυτόν τροφάς. Και την ρομφαίαν του Γολιάθ του αλλοφύλου του έδωκεν”.
Α Βασ. 22,11 καὶ ἀπέστειλεν ὁ βασιλεὺς καλέσαι τὸν Ἀβιμέλεχ υἱὸν Ἀχιτὼβ καὶ πάντας τοὺς υἱοὺς τοῦ πατρὸς αὐτοῦ τοὺς ἱερεῖς τοὺς ἐν Νομβά, καὶ παρεγένοντο πάντες πρὸς τὸν βασιλέα.
Α Βασ. 22,11 Ο βασιλεύς έστειλε τότε ανθρώπους του και εκάλεσαν τον Αβιμέλεχ, τον υιόν του Αχιτώβ, και όλους τους υιούς του πατρός του, τους ιερείς που ευρίσκοντο εις Νομβά. Ολοι δε αυτοί ήλθον και παρουσιάσθησαν στον βασιλέα.
Α Βασ. 22,12 καὶ εἶπε Σαούλ· ἄκουε δή, υἱὲ Ἀχιτώβ· καὶ εἶπεν· ἰδοὺ ἐγώ, λάλει κύριε.
Α Βασ. 22,12 Είπεν ο Σαούλ· “άκουσε, λοιπόν, παιδί του Αχιτώβ”. Εκείνος απήντησεν· “ιδού εγώ, λαλεί, Κυριε”.
Α Βασ. 22,13 καὶ εἶπεν αὐτῷ Σαούλ· ἱνατί συνέθου κατ᾿ ἐμοῦ σὺ καὶ ὁ υἱὸς Ἰεσσαὶ δοῦναί σε αὐτῷ ἄρτον καὶ ῥομφαίαν καὶ ἐρωτᾶν αὐτῷ διὰ τοῦ Θεοῦ θέσθαι αὐτὸν ἐπ᾿ ἐμὲ εἰς ἐχθρόν, ὡς ἡ ἡμέρα αὕτη;
Α Βασ. 22,13 Ο Σαούλ είπε· “διατί έχετε συνωμοτήσει εναντίον μου συ και ο υιός του Ιεσσαί, ώστε να δώσης εις αυτόν άρτον και να δώσης την ρομφαίαν του Γολιάθ και να συμβουλευθής δι' αυτόν τον Θεόν και έτσι να γίνη αυτός εχθρός μου μέχρι της ημέρας αυτής;”
Α Βασ. 22,14 καὶ ἀπεκρίθη τῷ βασιλεῖ καὶ εἶπε· καὶ τίς ἐν πᾶσι τοῖς δούλοις σου ὡς Δαυὶδ πιστὸς καὶ γαμβρὸς τοῦ βασιλέως καὶ ἄρχων παντὸς παραγγέλματός σου καὶ ἔνδοξος ἐν τῷ οἴκῳ σου;
Α Βασ. 22,14 Ο αρχιερεύς απήντησεν στον βασιλέα και είπε· “ποιός άλλος από όλους τους δούλους σου είναι τόσον πιστός εις σέ, όσον ο Δαυίδ, ο γαμβρός του βασιλέως ο προεξάρχων πάντοτε εις την εκτέλεσιν κάθε εντολής σου, ένδοξος μεταξύ όλων των αυλικών σου;
Α Βασ. 22,15 ἦ σήμερον ἦργμαι ἐρωτᾶν αὐτῷ διὰ τοῦ Θεοῦ; μηδαμῶς. μὴ δότω ὁ βασιλεὺς κατὰ τοῦ δούλου αὐτοῦ λόγον καὶ ἐφ᾿ ὅλον τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου, ὅτι οὐκ ᾔδει ὁ δοῦλός σου ἐν πᾶσι τούτοις ῥῆμα μικρὸν ἢ μέγα.
Α Βασ. 22,15 Μηπως, τάχα, σήμερον εκαμα αρχήν να ερωτώ δι' αυτόν τον Θεόν; Καθόλου. Μη θελήση ο βασιλεύς να καταλογίση ευθύνην εις εμέ και εις όλους τους ανθρώπους του σπιτιού μου δια την διαγωγήν μου προς τον Δαυίδ, διότι εγώ ο δούλος σου ούτε όλην την υπόθεσιν γνωρίζω ούτε καν μικράν γνώσιν αυτής έχω”.
Α Βασ. 22,16 καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς Σαούλ· θανάτῳ ἀποθανῇ, Ἀβιμέλεχ, σὺ καὶ πᾶς ὁ οἶκος τοῦ πατρός σου.
Α Βασ. 22,16 Είπεν ο βασιλεύς Σαούλ· “θα εκτελεσθής συ, Αβιμέλεχ, και όλη η οικογένεια του πατρός σου”.
Α Βασ. 22,17 καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς τοῖς παρατρέχουσι τοῖς ἐφεστηκόσι πρὸς αὐτόν· προσαγάγετε καὶ θανατοῦτε τοὺς ἱερεῖς τοῦ Κυρίου, ὅτι ἡ χεὶρ αὐτῶν μετὰ Δαυίδ, καὶ ὅτι ἔγνωσαν ὅτι φεύγει αὐτός, καὶ οὐκ ἀπεκάλυψαν τὸ ὠτίον μου. καὶ οὐκ ἐβουλήθησαν οἱ παῖδες τοῦ βασιλέως ἐπενεγκεῖν τὰς χεῖρας αὐτῶν ἀπαντῆσαι εἰς τοὺς ἱερεῖς Κυρίου.
Α Βασ. 22,17 Διέταξεν ο βασιλεύς αμέσως τους άνδρας της σωματοφυλακής του, που ίσταντο πλησίον του, και είπε· “φέρετε εδώ και εκτελέσατε τους ιερείς του Κυρίου, διότι αυτοί έχουν συμμαχήσει με τον Δαυίδ. Ενώ δε εγνώριζαν ότι ο Δαυίδ είχε δραπετεύσει από εμέ δια να μη τιμωρηθή, δεν μου απεκάλυψαν το γεγονός”. Οι άνδρες της σωματοφυλακής του βασιλέως, δεν ετόλμησαν να σηκώσουν τα χέρια των και να φονεύσουν τους ιερείς του Κυρίου.
Α Βασ. 22,18 καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς τῷ Δωήκ· ἐπιστρέφου σὺ καὶ ἀπάντα εἰς τοὺς ἱερεῖς. καὶ ἐπεστράφη Δωὴκ ὁ Σύρος καὶ ἐθανάτωσε τοὺς ἱερεῖς τοῦ Κυρίου ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ, τριακοσίους καὶ πέντε ἄνδρας, πάντας αἴροντας ἐφούδ.
Α Βασ. 22,18 Είπε τότε ο βασιλεύς προς τον Δωήκ· “γύρισε συ και κτύπα τους ιερείς”. Ο Δωήκ ο Συρος εγύρισε πράγματι και εθανάτωσε τους ιερείς του Κυρίου κατά την ημέραν εκείνην. Τριακοσίους και πέντε άνδρας εφόνευσε, όλους έχοντας το ιερατικόν ένδυμα εφούδ.
Α Βασ. 22,19 καὶ τὴν Νομβὰ τὴν πόλιν τῶν ἱερέων ἐπάταξεν ἐν στόματι ῥομφαίας ἀπ᾿ ἀνδρὸς ἕως γυναικός, ἀπὸ νηπίου ἕως θηλάζοντος καὶ μόσχου καὶ ὄνου καὶ προβάτου.
Α Βασ. 22,19 Ο δε Σαούλ εν στόματι μαχαίρας επέρασε την πόλιν Νομβά, όλους τους κατοίκους της πόλεως αυτής των ιερέων από ανδρός έως γυναικός, από νηπίου μέχρι θηλάζοντος, από μόσχου μέχρι όνου και προβάτου.
Α Βασ. 22,20 καὶ διασώζεται υἱὸς εἷς τῷ Ἀβιμέλεχ υἱῷ Ἀχιτώβ, καὶ ὄνομα αὐτῷ Ἀβιάθαρ, καὶ ἔφυγεν ὀπίσω Δαυίδ.
Α Βασ. 22,20 Από δε την σφαγήν αυτήν διεσώθη ένας μόνον υιός του Αβιμέλεχ, υιού του Αχιτώβ. Το όνομα του διασωθέντος ήτο Αβιάθαρ. Αυτός έσπευσε και κατέφυγε πλησίον του Δαυίδ.
Α Βασ. 22,21 καὶ ἀπήγγειλεν Ἀβιάθαρ τῷ Δαυίδ, ὅτι ἐθανάτωσε Σαοὺλ πάντας τοὺς ἱερεῖς τοῦ Κυρίου.
Α Βασ. 22,21 Ο Αβιάθαρ ανήγγειλεν στον Δαυίδ ότι ο Σαούλ εθανάτωσεν όλους τους ιερείς του Κυρίου.
Α Βασ. 22,22 καὶ εἶπε Δαυὶδ τῷ Ἀβιάθαρ· ᾔδειν ὅτι ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ὅτι Δωὴκ ὁ Σύρος ὅτι ἀπαγγέλλων ἀπαγγελεῖ τῷ Σαούλ· ἐγώ εἰμι αἴτιος τῶν ψυχῶν οἴκου τοῦ πατρός σου·
Α Βασ. 22,22 Ο δε Δαυίδ απήντησεν στον Αβιάθαρ· “καλά το είχα αντιληφθή κατά την ημέραν εκείνην ότι ο Δωήκ ο Συρος θα έσπευδε να αναγγείλη όλα στον Σαούλ. Εγώ είμαι η αιτία του φόνου των ανθρώπων της πατρικής σου οικογενείας.
Α Βασ. 22,23 κάθου μετ᾿ ἐμοῦ, μὴ φοβοῦ, ὅτι οὗ ἐὰν ζητῶ τῇ ψυχῇ μου τόπον, ζητήσω καὶ τῇ ψυχῇ σου, ὅτι πεφύλαξαι σὺ παρ᾿ ἐμοί.
Α Βασ. 22,23 Καθισε μαζή μου και μη φοβήσαι. Διότι εγώ, όπως φροντίζω δια τον εαυτόν μου, θα φροντίσω και δια την ιδικήν σου ζωήν. Μεινε πλησίον μου και θα ευρίσκεσαι εν ασφαλεία”.
Α Βασ. 23,1 Καὶ ἀπηγγέλη τῷ Δαυὶδ λέγοντες· ἰδοὺ οἱ ἀλλόφυλοι πολεμοῦσιν ἐν τῇ Κεϊλά, καὶ αὐτοὶ διαρπάζουσι, καταπατοῦσι τοὺς ἅλω.
Α Βασ. 23,1 Ηλθον μερικοί και ανήγγειλαν στον Δαυίδ· “ιδού, οι Φιλισταίοι κάνουν πολεμικάς επιχειρήσεις εναντίον της πόλεως Κεϊλά, καταπατούν τα αλώνια των και λεηλατούν τα σιτηρά των κατοίκων της πόλεως”.
Α Βασ. 23,2 καὶ ἐπηρώτησε Δαυὶδ διὰ τοῦ Κυρίου λέγων· εἰ πορευθῶ καὶ πατάξω τοὺς ἀλλοφύλους τούτους; καὶ εἶπε Κύριος· πορεύου καὶ πατάξεις ἐν τοῖς ἀλλοφύλοις τούτοις καὶ σώσεις τὴν Κεϊλά.
Α Βασ. 23,2 Ο Δαυίδ συνεβουλεύθη τον Κυριον και ηρώτησε· “να μεταβώ και να κτυπήσω τους Φιλισταίους;” Ο Κυριος του απήντησε· “πήγαινε, και θα κτυπήσης τους αλλοφύλους τούτους και θα σώσης την πόλιν Κεϊλά”. Ο Δαυίδ ανεκοίνωσε την απάντησιν αυτήν του Κυρίου στους άνδρας του.
Α Βασ. 23,3 καὶ εἶπαν οἱ ἄνδρες τοῦ Δαυὶδ πρὸς αὐτόν· ἰδοὺ ἡμεῖς ἐνταῦθα ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ φοβούμεθα, καὶ πῶς ἔσται ἐὰν πορευθῶμεν εἰς Κεϊλά; εἰς τὰ σκῦλα τῶν ἀλλοφύλων εἰσπορευσόμεθα;
Α Βασ. 23,3 Και εκείνοι είπαν προς αυτόν· “ιδού, ημείς φοβούμεθα, μολονότι ευρισκόμεθα στο κέντρον της Ιουδαίας. Και πως θα τολμήσωμεν να πορευθώμεν εις την Κεϊλά; Θα ρίψωμεν τον εαυτόν μας ανάμεσα εις τα λάφυρα των αλλοφύλων;”
Α Βασ. 23,4 καὶ προσέθετο Δαυὶδ ἔτι ἐπερωτῆσαι διὰ τοῦ Κυρίου, καὶ ἀπεκρίθη αὐτῷ Κύριος καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἀνάστηθι καὶ κατάβηθι εἰς Κεϊλά, ὅτι ἐγὼ παραδίδωμι τοὺς ἀλλοφύλους εἰς χεῖράς σου.
Α Βασ. 23,4 Συνεβουλεύθη και πάλιν ο Δαυίδ τον Κυριον και ο Κυριος είπε προς αυτόν· “σήκω, και κατέβα εις την πόλιν Κεϊλά, διότι εγώ παραδίδω τους αλλοφύλους εις τα χέρια σου”.
Α Βασ. 23,5 καὶ ἐπορεύθη Δαυὶδ καὶ οἱ ἄνδρες οἱ μετ᾿ αὐτοῦ εἰς Κεϊλὰ καὶ ἐπολέμησε τοῖς ἀλλοφύλοις, καὶ ἔφυγον ἐκ προσώπου αὐτοῦ, καὶ ἀπήγαγε τὰ κτήνη αὐτῶν καὶ ἐπάταξεν ἐν αὐτοῖς πληγὴν μεγάλην, καὶ ἔσωσε Δαυὶδ τούς κατοικοῦντας Κεϊλά.
Α Βασ. 23,5 Πλήρης πίστεως στους λόγους του Κυρίου εβάδισεν ο Δαυίδ και οι άνδρες, που ήσαν μαζή του, εις την Κεϊλά και επολέμησαν τους Φιλισταίους. Εκείνοι δε νικημένοι ετράπησαν εις φυγήν. Ο Δαυίδ τότε επήρε τα κτήνη αυτών και επέφερε τρομεράν καταστροφήν εις αυτούς. Ετσι δε έσωσε τους κατοίκους της Κεϊλά.
Α Βασ. 23,6 Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ φεύγειν Ἀβιάθαρ υἱὸν Ἀβιμέλεχ πρὸς Δαυὶδ καὶ αὐτὸς μετὰ Δαυὶδ εἰς Κεϊλὰ κατέβη ἔχων ἐφοὺδ ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ.
Α Βασ. 23,6 Ο Αβιάθαρ, ο υιός του Αδιμέλεχ, ο οποίος είχε καταφύγει κοντά στον Δαυίδ, κατέβηκε μαζή με αυτόν εις την πόλιν Κεϊλά, έχων το αρχιερατικόν άμφιον του εφούδ.
Α Βασ. 23,7 καὶ ἀπηγγέλη τῷ Σαοὺλ ὅτι ἥκει ὁ Δαυὶδ εἰς Κεϊλά, καὶ εἶπε Σαούλ· πέπρακεν αὐτὸν ὁ Θεὸς εἰς τὰς χεῖράς μου, ὅτι ἀποκέκλεισται εἰσελθὼν εἰς πόλιν θυρῶν καὶ μοχλῶν.
Α Βασ. 23,7 Αυτό το ανήγγειλαν στον Σαούλ, ότι δηλαδή ο Δαυίδ έχει έλθει εις την Κεϊλά. Ο Σαούλ είπε τότε· “ο Θεός τον έχει πλέον οριστικώς παραδώσει εις τα χέρια μου, διότι είναι αποκλεισμένος εις την πόλιν αυτήν. Τα τείχη της έχουν θύρας και μοχλούς, ώστε να, μη ημπορή να διαφύγη”.
Α Βασ. 23,8 καὶ παρήγγειλε Σαοὺλ παντὶ τῷ λαῷ καταβαίνειν εἰς πόλεμον εἰς Κεϊλὰ συνέχειν τὸν Δαυὶδ καὶ τοὺς ἄνδρας αὐτοῦ.
Α Βασ. 23,8 Ο Σαούλ έδωσεν εντολήν εις όλους τους Ισραηλίτας, που ημπορούσαν να φέρουν όπλα, να κατεβούν εις Κεϊλά και να αποκλείσουν εκεί τον Δαυίδ και τους άνδρας του.
Α Βασ. 23,9 καὶ ἔγνω Δαυὶδ ὅτι οὐ παρασιωπᾷ Σαοὺλ περὶ αὐτοῦ τὴν κακίαν, καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς Ἀβιάθαρ τὸν ἱερέα· προσάγαγε τὸ ἐφοὺδ Κυρίου.
Α Βασ. 23,9 Ο Δαυίδ αντελήφθη ότι η μοχθηρία του Σαούλ εναντίον του δεν είχε καθόλου κατευνασθή. Και είπε προς τον Αβιάθαρ τον αρχιερέα· “φέρε το εφούδ και ερώτησε δια μέσου αυτού τον Κυριον”.
Α Βασ. 23,10 καὶ εἶπε Δαυίδ· Κύριε ὁ Θεὸς Ἰσραήλ, ἀκούων ἀκήκοεν ὁ δοῦλός σου ὅτι ζητεῖ Σαοὺλ ἐλθεῖν ἐπὶ Κεϊλὰ διαφθεῖραι τὴν πόλιν δι᾿ ἐμέ.
Α Βασ. 23,10 Και ο ίδιος προσηυχήθη και είπε· “Κυριε, Θεέ του Ισραηλιτικού λαού, εγώ ο δούλος σου έχω πληροφορηθή ότι ο Σαούλ έχει απόφασιν να έλθη εις Κεϊλά, να καταστρέψη την πόλιν εξ αιτίας μου.
Α Βασ. 23,11 εἰ ἀποκλεισθήσεται; καὶ νῦν εἰ καταβήσεται Σαούλ, καθὼς ἤκουσεν ὁ δοῦλός σου; Κύριε ὁ Θεὸς Ἰσραήλ, ἀπάγγειλον τῷ δούλῳ σου. καὶ εἶπε Κύριος· ἀποκλεισθήσεται.
Α Βασ. 23,11 Σε παρακαλώ, λοιπόν, φανέρωσέ μου αν θα κατεβή πράγματι ο Σαούλ δια να κάμη αποκλεισμόν εις την πόλιν αυτήν, όπως ο δούλος σου, εγώ, έχω πληροφορηθή; Κυριε, Θεέ του Ισραήλ, απάντησε εις την ερώτησίν μου αυτήν”. Ο Κυριος απήντησε· “ναι. Θα αποκλεισθή η πόλις αυτή από τον Σαούλ”.
Α Βασ. 23,12 [Καὶ εἶπε Δαυίδ· εἰ παραδώσουσι παρὰ τῆς Κεϊλὰ ἐμὲ καὶ τοὺς ἄνδρας μου εἰς χεῖρας Σαούλ; καὶ εἶπε Κύριος· παραδώσουσι.]
Α Βασ. 23,12 Παλιν ο Δαυίδ ηρώτησε τον Κυριον· “οι κάτοικοι της Κειλά θα παραδώσουν εμέ και τους άνδρας μου εις τα χέρια του Σαούλ;” Και ο Κυριος απήντησε· “ναι, θα σας παραδώσουν”.
Α Βασ. 23,13 καὶ ἀνέστη Δαυὶδ καὶ οἱ ἄνδρες οἱ μετ᾿ αὐτοῦ ὡς τετρακόσιοι καὶ ἐξῆλθον ἐκ Κεϊλὰ καὶ ἐπορεύοντο οὗ ἐὰν ἐπορεύοντο· καὶ τῷ Σαοὺλ ἀπηγγέλη ὅτι, διασέσωσται Δαυὶδ ἐκ Κεϊλά, καὶ ἀνῆκε τοῦ ἐλθεῖν.
Α Βασ. 23,13 Ο Δαυίδ και οι τετρακόσιοι περίπου άνδρες του, εσηκώθηκαν, έφυγαν από την Κειλά και επορεύοντο ασκόπως ανά τα διάφορα μέρη. Ανηγγέλθη δε στον Σαούλ ότι έφυγεν ο Δαυίδ από την Κείλα. Ο Σαούλ έτσι εματαίωσε την μετάβασίν του εις την πόλιν αυτήν.
Α Βασ. 23,14 Καὶ ἐκάθισε Δαυὶδ ἐν τῇ ἐρήμῳ, ἐν Μασερὲμ ἐν τοῖς στενοῖς, καὶ ἐκάθητο ἐν τῇ ἐρήμῳ ἐν τῷ ὄρει Ζίφ, ἐν τῇ γῇ τῇ αὐχμώδει· καὶ ἐζήτει αὐτὸν Σαοὺλ πάσας τὰς ἡμέρας, καὶ οὐ παρέδωκεν αὐτὸν Κύριος εἰς τὰς χεῖρας αὐτοῦ.
Α Βασ. 23,14 Ο Δαυίδ εκάθησεν εις την έρημον, εις Μασερέμ, εις στενούς τόπους. Εκάθητο εις την έρημον στο όρος Ζιφ, εις γην δηλαδή ξηράν και άνυδρον. Ο Σαούλ αναζητούσε να εύρη αυτόν, όπως και όλας τας προηγουμένας ημέρας. Ο Κυριος όμως δεν επέτρεψε να πέση ο Δαυίδ εις τα χέρια του Σαούλ.
Α Βασ. 23,15 καὶ εἶδε Δαυὶδ ὅτι ἐξέρχεται Σαοὺλ τοῦ ζητεῖν τὸν Δαυίδ· καὶ Δαυὶδ ἦν ἐν τῷ ὄρει τῷ αὐχμώδει ἐν τῇ Καινῇ Ζίφ.
Α Βασ. 23,15 Επληροφορήθη όμως ο Δαυίδ ότι ο Σαούλ εξήλθεν εις αναζήτησίν του. Ο Δαυίδ ευρίσκετο στο γυμνόν και τραχύ όρος, εις την Καινήν Ζιφ.
Α Βασ. 23,16 καὶ ἀνέστη Ἰωνάθαν υἱὸς Σαοὺλ καὶ ἐπορεύθη πρὸς Δαυὶδ εἰς Καινὴν καὶ ἐκραταίωσε τὰς χεῖρας αὐτοῦ ἐν Κυρίῳ.
Α Βασ. 23,16 Ο Ιωνάθαν, ο υιός του Σαούλ, εσηκώθη και μετέβη προς τον Δαυίδ, εις Καινήν και με την δύναμιν του Κυρίου ενίσχυσε τον Δαυίδ.
Α Βασ. 23,17 καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· μὴ φοβοῦ, ὅτι οὐ μὴ εὕρῃ σε ἡ χεὶρ Σαοὺλ τοῦ πατρός μου, καὶ σὺ βασιλεύσεις ἐπὶ Ἰσραήλ, καὶ ἐγὼ ἔσομαί σοι εἰς δεύτερον· καὶ Σαοὺλ ὁ πατήρ μου οἶδεν οὕτως.
Α Βασ. 23,17 Είπε λοιπόν ο Ιωνάθαν προς αυτόν· “μη φοβήσαι, δεν θα πέσης εις τα χέρια του πατρός μου. Συ θα γίνης βασιλεύς στον ισραηλιτικόν λαόν. Εγώ δε θα είμαι δια σε δεύτερος κατά την αξίαν. Ο πατήρ μου ο Σαούλ το γνωρίζει αυτό, ότι έτσι θα εξελιχθούν τα πράγματα”.
Α Βασ. 23,18 καὶ διέθεντο ἀμφότεροι διαθήκην ἐνώπιον Κυρίου. καὶ ἀκάθητο Δαυὶδ ἐν Καινῇ, καὶ Ἰωνάθαν ἀπῆλθεν εἰς οἶκον αὐτοῦ.
Α Βασ. 23,18 Ο Ιωνάθαν και ο Δαυίδ ανενέωσαν ενώπιον του Κυρίου την συμφωνίαν της φιλίας των. Κατόπιν εχωρίσθησαν. Ο Δαυίδ εκάθησεν εις την Καινήν, Ο δε Ιωνάθαν επέστρεψεν στον οίκον του.
Α Βασ. 23,19 Καὶ ἀνέβησαν οἱ Ζιφαῖοι ἐκ τῆς αὐχμώδους πρὸς Σαοὺλ ἐπὶ τὸν βουνὸν λέγοντες· οὐκ ἰδοὺ Δαυὶδ κέκρυπται παρ᾿ ἡμῖν ἐν Μεσσαρά, ἐν τοῖς στενοῖς, ἐν τῇ Καινῇ ἐν τῷ βουνῷ τοῦ Ἐχελὰ τοῦ ἐκ δεξιῶν τοῦ Ἰεσσαιμοῦν;
Α Βασ. 23,19 Οι Ζιφαίοι ανέβησαν από την ξηράν και τραχείαν χώραν των στο βουνόν, όπου ευρίσκετο ο Σαούλ, και του είπαν· “ο Δαυίδ είναι κρυμμένος πλησίον μας εις Μεσσαρά, εις στενάς και δυσβάτους περιοχάς, εις την τοποθεσίαν Καινήν, στον λόφον Εχελά δεξιά του Ιεσσαιμούν.
Α Βασ. 23,20 καὶ νῦν πᾶν τὸ πρὸς ψυχὴν τοῦ βασιλέως εἰς κατάβασιν καταβαινέτω πρὸς ἡμᾶς· κεκλείκασιν αὐτὸν εἰς χεῖρας τοῦ βασιλέως.
Α Βασ. 23,20 Και τώρα ο βασιλεύς, κατά την επιθυμίαν της καρδίας του, ας κατεβή προς ημάς. Οι Ζιφαίοι έχουν αποκλείσει τον Δαυίδ, δια να τον παραδώσουν εις τα χέρια του βασιλέως”.
Α Βασ. 23,21 καὶ εἶπεν αὐτοῖς Σαούλ· εὐλογημένοι ὑμεῖς τῷ Κυρίῳ, ὅτι ἐπονέσατε περὶ ἐμοῦ·
Α Βασ. 23,21 Είπε προς αυτούς ο Σαούλ· “σεις είσθε ευλογημένοι παρά του Θεού, διότι επονέσατε δι' εμέ.
Α Βασ. 23,22 πορεύθητε δὴ καὶ ἑτοιμάσατε ἔτι καὶ γνῶτε τὸν τόπον αὐτοῦ, οὗ ἔσται ὁ ποὺς αὐτοῦ ἐν τάχει ἐκεῖ, οὗ εἴπατε, μή ποτε πανουργεύσηται·
Α Βασ. 23,22 Πηγαίνετε λοιπόν εκεί και ετοιμάσατε τα της συλλήψεώς του. Πληροφορηθήτε ακριβώς και ταχέως τον τόπον, όπου αυτός ευρίσκεται και προσέξατε να μην είπητε τίποτε, μήπως τυχόν ο Δαυίδ, πανούργος καθώς είναι, διαφύγη από τα χέρια σας.
Α Βασ. 23,23 καὶ ἴδετε καὶ γνῶτε, καὶ πορεύσομαι μεθ᾿ ὑμῶν, καὶ ἔσται εἰ ἔστιν ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ ἐξερευνήσω αὐτὸν ἐν πάσαις χιλιάσιν Ἰούδα.
Α Βασ. 23,23 Εξακριβώσατε και μάθετε καλώς, που είναι· και εγώ θα έλθω μαζή σας. Σας λέγω δε ότι και αν ακόμη έχη χωθή μέσα εις την γην, εγώ θα ερευνήσω και θα τον εύρω μεταξύ των χιλιάδων των οικογενειών της φυλής του Ιούδα”.
Α Βασ. 23,24 καὶ ἀνέστησαν οἱ Ζιφαῖοι καὶ ἐπορεύθησαν ἔμπροσθεν Σαούλ· καὶ Δαυὶδ καὶ οἱ ἄνδρες αὐτοῦ ἐν τῇ ἐρήμῳ τῇ Μαὰν καθ᾿ ἑσπέραν ἐκ δεξιῶν τοῦ Ἰεσσαιμοῦν.
Α Βασ. 23,24 Οι Ζιφαίοι εξεκίνησαν και επροχώρησαν έμπρος από τον Σαούλ. Ο Δαυίδ και οι άνδρες του ευρίσκοντο κατά την εσπέραν εκείνην εις την έρημον Μαάν, εκ δεξιών του Ιεσσαιμούν.
Α Βασ. 23,25 καὶ ἐπορεύθη Σαοὺλ καὶ οἱ ἄνδρες αὐτοῦ ζητεῖν αὐτόν· καὶ ἀπήγγειλαν τῷ Δαυίδ, καὶ κατέβη εἰς τὴν πέτραν τὴν ἐν τῇ ἐρήμῳ Μαάν. καὶ ἤκουσε Σαοὺλ καὶ κατεδίωξεν ὀπίσω Δαυὶδ εἰς τὴν ἔρημον Μαάν.
Α Βασ. 23,25 Ο Σαούλ και οι άνδρες του επροχώρησαν εις αναζήτησιν του Δαυίδ. Μερικοί όμως άνθρωποι ανήγγειλαν στον Δαυίδ το γεγονός. Δια τούτο ο Δαυίδ κατέβηκε από τον βράχον, που ευρίσκετο, εις την έρημον Μαάν. Ο Σαούλ πάλιν επληροφορήθη αυτό και κατεδίωξε τον Δαυίδ εις την έρημον Μαάν.
Α Βασ. 23,26 καὶ πορεύονται Σαοὺλ καὶ οἱ ἄνδρες αὐτοῦ ἐκ μέρους τοῦ ὄρους τούτου, καὶ ἦν Δαυὶδ καὶ οἱ ἄνδρες αὐτοῦ ἐκ μέρους τοῦ ὄρους τούτου· καὶ ἦν Δαυὶδ σκεπαζόμενος πορεύεσθαι ἀπὸ προσώπου Σαούλ, καὶ Σαοὺλ καὶ οἱ ἄνδρες αὐτοῦ παρενέβαλον ἐπὶ Δαυὶδ καὶ τοὺς ἄνδρας αὐτοῦ συλλαβεῖν αὐτούς.
Α Βασ. 23,26 Ο Σαούλ και οι άνδρες του εβάδιζαν από την μίαν πλευράν του όρους, ο δε Δαυίδ και οι άνδρες του από την άλλην πλευράν του όρους. Ησαν δε πολύ πλησίον, ώστε ο Δαυίδ επροχωρούσε προφυλακτικά από τον Σαούλ. Ο Σαούλ και οι άνδρες του εστρατοπέδευσαν σε κάποιαν τοποθεσίαν εναντίον του Δαυίδ και των ανδρών του δια να τους συλλάβουν.
Α Βασ. 23,27 καὶ πρὸς Σαοὺλ ἦλθεν ἄγγελος λέγων· σπεῦδε καὶ δεῦρο, ὅτι ἀλλόφυλοι ἐπέθεντο ἐπὶ τὴν γῆν.
Α Βασ. 23,27 Την ώραν εκείνην ήλθε προς τον Σαούλ ένας αγγελιαφόρος και του είπε· “σπεύσε εδώ, διότι οι αλλόφυλοι επιτίθενται εναντίον της χώρας μας”.
Α Βασ. 23,28 καὶ ἀνέστρεψε Σαοὺλ μὴ καταδιώκειν ὀπίσω Δαυὶδ καὶ ἐπορεύθη εἰς συνάντησιν τῶν ἀλλοφύλων· διὰ τοῦτο ἐπεκλήθη ὁ τόπος ἐκεῖνος Πέτρα ἡ μερισθεῖσα.
Α Βασ. 23,28 Ο Σαούλ εσταμάτησε πλέον να καταδιώκη τον Δαυίδ και επροχώρησε να συναντήση τους αλλοφύλους. Δια τούτο ο τόπος εκείνος ωνομάσθη “Βράχος διαχωρισμού”, διότι εχωρίσθη ο Σαούλ από τον Δαυίδ.
Α Βασ. 24,1 Καὶ ἀνέστη Δαυὶδ ἐκεῖθεν καὶ ἐκάθισεν ἐν τοῖς στενοῖς Ἐγγαδδί.
Α Βασ. 24,1 Ο Δαυίδ εσηκώθη, ανεχώρησεν από εκεί και εστρατοπέδευσεν εις τας στενωπούς και τα καταφύγια της περιοχής Εγγαδδί.
Α Βασ. 24,2 καὶ ἐγενήθη ὡς ἐνέστρεψε Σαοὺλ ἀπὸ ὄπισθεν τῶν ἀλλοφύλων, καὶ ἀπηγγέλη αὐτῷ λεγόντων, ὅτι Δαυὶδ ἐν τῇ ἐρήμῳ Ἐγγαδδί.
Α Βασ. 24,2 Οταν ο Σαούλ επέστρεψεν από την καταδίωξιν των αλλοφύλων, του ανήγγειλαν ότι ο Δαυίδ ευρίσκεται εις την έρημον Εγγαδδί.
Α Βασ. 24,3 καὶ ἔλαβε μεθ᾿ ἑαυτοῦ τρεῖς χιλιάδας ἀνδρῶν ἐκλεκτοὺς ἐκ παντὸς Ἰσραὴλ καὶ ἐπορεύθη ζητεῖν τὸν Δαυὶδ καὶ τοὺς ἄνδρας αὐτοῦ ἐπὶ πρόσωπον Σαδαιέμ.
Α Βασ. 24,3 Ο Σαουλ επήρε μαζή του τρεις χιλιάδας άνδρας εκλεκτούς από όλους τους Ισραηλίτας και επορεύθη, δια να αναζητήση και εύρη τον Δαυίδ και τους άνδρας του εις την περιοχήν Σαδαιέμ.
Α Βασ. 24,4 καὶ ἦλθεν εἰς τὰς ἀγέλας τῶν ποιμνίων τὰς ἐπὶ τῆς ὁδοῦ, καὶ ἦν ἐκεῖ σπήλαιον, καὶ Σαοὺλ εἰσῆλθε παρασκευάσασθαι· καὶ Δαυὶδ καὶ οἱ ἄνδρες αὐτοῦ ἐσώτερον τοῦ σπηλαίου ἐκάθηντο.
Α Βασ. 24,4 Εφθασε εις τα ποιμνιοστάσια, που ευρίσκοντο παραπλεύρως από κάποιον δρόμον. Εκεί υπήρχεν ένα σπήλαιον. Εις αυτό εισήλθεν ο Σαούλ, δια να ανακουφισθή και ξεκουρασθή. Εις το εσωτερικόν όμως του σπηλαίου εκάθηντο ο Δαυίδ και οι άνδρες του.
Α Βασ. 24,5 καὶ εἶπον οἱ ἄνδρες Δαυὶδ πρὸς αὐτόν· ἰδοὺ ἡ ἡμέρα αὕτη, ἣν εἶπε Κύριος πρός σε παραδοῦναι τὸν ἐχθρόν σου εἰς τὰς χεῖράς σου, καὶ ποιήσεις αὐτῷ ὡς ἀγαθὸν ἐν ὀφθαλμοῖς σου. καὶ ἀνέστη Δαυὶδ καὶ ἀφεῖλε τὸ πτερύγιον τῆς διπλοΐδος τοῦ Σαοὺλ λαθραίως.
Α Βασ. 24,5 Οι άνδρες του Δαυίδ είπαν προς αυτόν· “ιδού, έφθασεν η ημέρα, κατά την οποίαν ο Κυριος απεφάσισε και σου παρέδωσεν εις τα χέρια τον εχθρόν σου. Καμε λοιπόν εις αυτόν ο,τι σου φαίνεται καλόν”. Ο Δαυίδ εσηκώθηκε, επλησίασε τον κοιμώμενον Σαούλ και αφήρεσε ένα άκρον από το επανωφόρι του Σαούλ κρυφίως.
Α Βασ. 24,6 καὶ ἐγενήθη μετὰ ταῦτα καὶ ἐπάταξε καρδία Δαυὶδ αὐτόν, ὅτι ἀφεῖλε τὸ πτερύγιον τῆς διπλοΐδος αὐτοῦ,
Α Βασ. 24,6 Κατόπιν όμως ο Δαυίδ ησθάνθη μεγάλην στενοχωρίαν εις την καρδίαν του, διότι αφήρεσε το άκρον από το επανωφόρι του Σαούλ.
Α Βασ. 24,7 καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς τοὺς ἄνδρας αὐτοῦ· μηδαμῶς μοι παρὰ Κυρίου, εἰ ποιήσω τὸ ῥῆμα τοῦτο τῷ κυρίῳ μου τῷ χριστῷ Κυρίου ἐπενέγκαι χεῖρά μου ἐπ᾿ αὐτόν, ὅτι χριστὸς Κυρίου ἐστὶν οὗτος·
Α Βασ. 24,7 Είπε δε προς τους άνδρας του· “ποτέ να μη επιτρέψη ο Κυριος και κάμω το πράγμα αυτό, το κακόν που υπονοείτε, στον κύριόν μου τον Σαούλ, ο οποίος έχει χρισθή βασιλεύς από τον Θεόν. Ποτέ εγώ δεν θα βάλω το χέρι μου εις αυτόν, δια να τον φονεύσω, διότι αυτός έχει χρισθή από τον Κυριον ως βασιλεύς και είναι βασιλεύς”.
Α Βασ. 24,8 καὶ ἔπεισε Δαυὶδ τοὺς ἄνδρας αὐτοῦ ἐν λόγοις καὶ οὐκ ἔδωκεν αὐτοῖς ἀναστάντας θανατῶσαι τὸν Σαούλ. καὶ ἀνέστη Σαοὺλ καὶ κατέβη τὴν ὁδόν.
Α Βασ. 24,8 Με τα λόγια αυτά έπεισεν ο Δαυίδ τους άνδρας του και δεν τους αφήκε να ξεσηκωθούν και να φονεύσουν τον Σαούλ. Ο Σαούλ έπειτα εσηκώθηκε και κατέβαινε την οδόν αυτού.
Α Βασ. 24,9 καὶ ἀνέστη Δαυὶδ ὀπίσω αὐτοῦ ἐκ τοῦ σπηλαίου, καὶ ἐβόησε Δαυὶδ ὀπίσω Σαοὺλ λέγων· κύριε βασιλεῦ· καὶ ἐπέβλεψε Σαοὺλ εἰς τὰ ὀπίσω αὐτοῦ, καὶ ἔκυψε Δαυὶδ ἐπὶ πρόσωπον αὐτοῦ ἐπὶ τὴν γῆν καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ.
Α Βασ. 24,9 Ο Δαυίδ εσηκώθη από το σπήλαιον έπειτα από την αναχώρησιν του Σαούλ και εφώναξε πίσω από αυτόν λέγων· “κύριε, βασιλεύ !” Ο Σαούλ εγύρισε την κεφαλήν προς τα οπίσω και τότε ο Δαυίδ έσκυψε το πρόσωπον αυτού εις την γην και προσεκύνησε τον Σαούλ.
Α Βασ. 24,10 καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς Σαούλ· ἱνατί ἀκούεις τῶν λόγων τοῦ λαοῦ λεγόντων· ἰδοὺ Δαυὶδ ζητεῖ τὴν ψυχήν σου;
Α Βασ. 24,10 Είπε δε ο Δαυίδ προς τον Σαούλ· “διατί πείθεσαι εις τας συκοφαντίας ανθρώπων αναξιοπίστων, οι οποίοι σου λέγουν· Ιδού, ο Δαυίδ ζητεί την ζωήν σου.
Α Βασ. 24,11 ἰδοὺ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ ἑωράκασιν οἱ ὀφθαλμοί σου ὡς παρέδωκέ σε Κύριος σήμερον εἰς χεῖράς μου ἐν τῷ σπηλαίῳ, καὶ οὐκ ἠβουλήθην ἀποκτεῖναί σε καὶ ἐφεισάμην σου καὶ εἶπα· οὐκ ἐποίσω χεῖρά μου ἐπὶ κύριόν μου, ὅτι χριστὸς Κυρίου οὗτός ἐστι.
Α Βασ. 24,11 Ιδού, κατά την ημέραν αυτήν είδες με τα μάτια σου, ότι ο Κυριος σήμερον σε είχε παραδώσει εις τα χέρια μου μέσα στο σπήλαιον. Δεν ηθέλησα όμως να σε φονεύσω. Σε ελυπήθην. Εσκέφθην και είπα· Δεν θα απλώσω εγώ το χέρι μου εναντίον του κυρίου και βασιλέως μου, δια να τον φονεύσω. Διότι αυτός έχει χρισθή βασιλεύς από τον Κυριον και Θεόν.
Α Βασ. 24,12 καὶ ἰδοὺ τὸ πτερύγιον τῆς διπλοΐδος σου ἐν τῇ χειρί μου· ἐγὼ ἀφῄρηκα τὸ πτερύγιον καὶ οὐκ ἀπέκταγκά σε. καὶ γνῶθι καὶ ἰδὲ σήμερον ὅτι οὐκ ἔστι κακία ἐν τῇ χειρί μου οὐδὲ ἀσέβεια καὶ ἀθέτησις, καὶ οὐχ ἡμάρτηκα εἰς σέ· καὶ σὺ δεσμεύεις τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν.
Α Βασ. 24,12 Ιδού δε το άκρον από το επανωφόρι σου ευρίσκεται εις τα χέρια μου. Εγώ σου αφήρεσα την άκραν αυτήν του ενδύματός σου και δεν σε εφόνευσα. Ιδέ λοιπόν σήμερον και μάθε ότι δεν υπάρχει εις την καρδίαν μου καμμία κακή διάθεσις εναντίον σου, ούτε ασέβεια, ούτε επανάστασις. Μαθε ότι δεν σου έχω πταίσει εις τίποτε. Εσύ όμως με κατατρέχεις και μου στήνεις παγίδας, δια να μου αφαιρέσης την ζωήν.
Α Βασ. 24,13 δικάσαι Κύριος ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ σοῦ, καὶ ἐκδικήσαι με Κύριος ἐκ σοῦ· καὶ ἡ χείρ μου οὐκ ἔσται ἐπὶ σοί,
Α Βασ. 24,13 Ας κρίνη και ας δικάση ο Κυριος μεταξύ σου και εμού. Ας μου αποδώση ο Κυριος το δίκαιον απέναντί σου. Το ιδικόν μου όμως χέρι ποτέ δεν θα πέση φονικόν εναντίον σου.
Α Βασ. 24,14 καθὼς λέγεται ἡ παραβολὴ ἡ ἀρχαία· ἐξ ἀνόμων ἐξελεύσεται πλημμέλεια· καὶ ἡ χείρ μου οὐκ ἔσται ἐπὶ σέ.
Α Βασ. 24,14 Οπως λέγει και κάποια αρχαία παροιμία· Από τους κακούς προέρχεται η κακία. Εγώ όμως δεν θα απλώσω το χέρι μου επάνω σου.
Α Βασ. 24,15 καὶ νῦν ὀπίσω τίνος σὺ ἐκπορεύῃ, βασιλεῦ Ἰσραήλ; ὀπίσω τίνος καταδιώκεις σύ; ὀπίσω κυνὸς τεθνηκότος καὶ ὀπίσω ψύλλου ἑνός;
Α Βασ. 24,15 Τωρα δέ σε ερωτώ, βασιλεύ του Ισραηλιτικού λαού, εναντίον τίνος επιτίθεσαι; Ποιόν συ ο βασιλεύς καταδιώκεις; Καταδιώκεις εμέ, ο οποίος είμαι ένα ψόφιο σκυλί, ένας ψύλλος;
Α Βασ. 24,16 γένοιτο Κύριος εἰς κριτὴν καὶ δικαστὴν ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ ἀνὰ μέσον σοῦ· ἴδοι Κύριος καὶ κρίναι τὴν κρίσιν μου καὶ δικάσαι μοι ἐκ χειρός σου.
Α Βασ. 24,16 Είθε ο Κυριος να γίνη κριτής και δικαστής μεταξύ εμού και σου. Ο Κυριος ας ίδη, ας κρίνη και ας με υπερασπισθή και ας με γλυτώση από τα δικά σου τα χέρια”.
Α Βασ. 24,17 καὶ ἐγένετο ὡς συνετέλεσε Δαυὶδ τὰ ῥήματα ταῦτα λαλῶν πρὸς Σαούλ, καὶ εἶπε Σαούλ· ἡ φωνή σου αὕτη τέκνον Δαυίδ; καὶ ᾖρε Σαοὺλ τὴν φωνὴν αὐτοῦ καὶ ἔκλαυσε.
Α Βασ. 24,17 Οταν ετελείωσεν ο Δαυίδ τα λόγια αυτά προς τον Σαούλ, είπεν ο Σαούλ· “παιδί μου Δαυίδ, αυτή είναι η φωνή σου;” Και έβγαλε μεγάλην φωνήν ο Σαούλ και έκλαυσε.
Α Βασ. 24,18 καὶ εἶπε Σαοὺλ πρὸς Δαυίδ· δίκαιος σὺ ὑπὲρ ἐμέ, ὅτι σὺ ἀνταπέδωκάς μοι ἀγαθά, ἐγὼ δὲ ἀνταπέδωκά σοι κακά.
Α Βασ. 24,18 Είπε δε προς τον Δαυίδ· “συ Δαυίδ είσαι πολύ καλύτερος από εμέ, διότι με ευεργετείς με πολλά αγαθά, εγώ δε αντί των ευεργεσιών σου σου ανταπέδωκα κακά.
Α Βασ. 24,19 καὶ σὺ ἀπήγγειλάς μοι σήμερον ἃ ἐποίησάς μοι ἀγαθά, ὡς ἀπέκλεισέ με Κύριος εἰς χεῖράς σου σήμερον καὶ οὐκ ἀπέκτεινάς με·
Α Βασ. 24,19 Συ μου είπες σήμερον το καλόν, το οποίον μου έκαμες, όταν ο Θεός με παρέδωσεν εις τα χέριά σου και δεν με εφόνευσες.
Α Βασ. 24,20 καὶ ὅτι εἰ εὕροι τις τὸν ἐχθρὸν αὐτοῦ ἐν θλίψει καὶ ἐκπέμψει αὐτὸν ἐν ὁδῷ ἀγαθῇ, καὶ Κύριος ἀποτίσει αὐτῷ ἀγαθά, καθὼς πεποίηκας σήμερον.
Α Βασ. 24,20 Εκείνος δε ο οποίος θα εύρη τον εχθρόν του εις δύσκολον θέσιν, από την οποίαν δεν θα ημπορή να του ξεφύγη και τον αφήση να φύγη ελεύθερος στον δρόμον του, όπως έκαμες συ σήμερον, θα αμειφθή με πολλά αγαθά από τον Κυριον.
Α Βασ. 24,21 καὶ νῦν ἰδοὺ ἐγὼ γινώσκω ὅτι βασιλεύων βασιλεύσεις καὶ στήσεται ἐν χειρί σου ἡ βασιλεία Ἰσραήλ.
Α Βασ. 24,21 Και τώρα ιδού, εγώ γνωρίζω ότι συ οπωσδήποτε θα γίνης βασιλεύς και με το δικό σου χέρι θα στερεωθή η βασιλεία των Ισραηλιτών.
Α Βασ. 24,22 καὶ νῦν ὄμοσόν μοι ἐν Κυρίῳ ὅτι οὐκ ἐξολοθρεύσεις τὸ σπέρμα μου ὀπίσω μου, οὐκ ἀφανιεῖς τὸ ὄνομά μου ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός μου.
Α Βασ. 24,22 Ορκίσου μου λοιπόν σήμερον ενώπιον του Κυρίου, ότι δεν θα εξολοθρεύσης τους απογόνους μου και δεν θα εξαφανίσης το όνομά μου από τον πατρικόν μου οίκον”.
Α Βασ. 24,23 καὶ ὤμοσε Δαυὶδ τῷ Σαούλ. καὶ ἀπῆλθε Σαοὺλ εἰς τὸν τόπον αὐτοῦ, καὶ Δαυὶδ καὶ οἱ ἄνδρες αὐτοῦ ἀνέβησαν εἰς τὴν Μεσσαρὰ στενήν.
Α Βασ. 24,23 Ο Δαυίδ ωρκίσθη στον Σαούλ ότι έτσι θα πράξη. Ο Σαούλ επανήλθεν εις την πόλιν του ο δε Δαυίδ και οι άνδρες του ανεχώρησαν εις τας στενωπούς της Μεσσαράς.
Α Βασ. 25,1 Καὶ ἀπέθανε Σαμουήλ, καὶ συναθροίζονται πᾶς Ἰσραὴλ καὶ κόπτονται αὐτὸν καὶ θάπτουσιν αὐτὸν ἐν οἴκῳ αὐτοῦ ἐν Ἀρμαθαίμ. καὶ ἀνέστη Δαυὶδ καὶ κατέβη εἰς τὴν ἔρημον Μαάν.
Α Βασ. 25,1 Ο Σαμουήλ απέθανε, και συνεκεντρώθησαν όλοι οι Ισραηλίται, οι οποίοι και τον επένθησαν μετά θρήνων και τον έθαψαν εις την αυλήν αυτού εις Αρμαθαίμ. Τοτε ο Δαυίδ ητοιμάσθη και κατέβηκε από την έρημον Μαάν.
Α Βασ. 25,2 καὶ ἦν ἄνθρωπος ἐν τῇ Μαάν, καὶ τὰ ποίμνια αὐτοῦ ἐν τῷ Καρμήλῳ· καὶ ὁ ἄνθρωπος μέγας σφόδρα, καὶ τούτῳ ποίμνια τρισχίλια καὶ αἶγες χίλιαι· καὶ ἐγενήθη ἐν τῷ κείρειν τὸ ποίμνιον αὐτοῦ ἐν τῷ Καρμήλῳ.
Α Βασ. 25,2 Εκεί εις την Μαάν υπήρχεν ένας άνθρωπος, του οποίου τα ποίμνια ευρίσκοντο στο Καρμηλον. Ο άνθρωπος αυτός ήτο πολύ πλούσιος. Είχε τρεις χιλιάδες πρόβατα και χιλίας αίγας. Ηλθεν η εποχή, που θα εκούρευε τα ποίμνιά του στο Καρμηλον.
Α Βασ. 25,3 καὶ ὄνομα τῷ ἀνθρώπῳ Νάβαλ, καὶ ὄνομα τῇ γυναικὶ αὐτοῦ Ἀβιγαία· καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ ἀγαθὴ συνέσει καὶ καλὴ τῷ εἴδει σφόδρα, καὶ ὁ ἄνθρωπος σκληρὸς καὶ πονηρὸς ἐν ἐπιτηδεύμασι, καὶ ὁ ἄνθρωπος κυνικός.
Α Βασ. 25,3 Ο άνθρωπος αυτός ωνομάζετο Ναβαλ, η δε γυναίκα του ωνομάζετο Αβιγαία. Η γυναίκα του ήτο πολύ συνετή και ωραιότατη εις την όψιν. Εξ αντιθέτου ο σύζυγός της ήτο σκληρός, άνθρωπος των κακών έργων, αναιδής και κτηνώδης.
Α Βασ. 25,4 καὶ ἤκουσε Δαυὶδ ἐν τῇ ἐρήμῳ ὅτι κείρει Νάβαλ ὁ Καρμήλιος τὸ ποίμνιον αὐτοῦ,
Α Βασ. 25,4 Ο Δαυίδ, εκεί εις την έρημον, που ευρίσκετο, επληροφορήθη ότι ο Ναβαλ κουρεύει τα γιδοπρόβατά του εις Καρμηλον.
Α Βασ. 25,5 καὶ ἀπέστειλε Δαυὶδ δέκα παιδάρια καὶ εἶπε τοῖς παιδαρίοις· ἀνάβητε εἰς Κάρμηλον καὶ ἀπέλθατε πρὸς Νάβαλ καὶ ἐρωτήσατε αὐτὸν ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου εἰς εἰρήνην
Α Βασ. 25,5 Εστειλε προς αυτόν δέκα νεαρούς και είπεν εις αυτούς· “ανεβήτε στο Καρμηλον, πηγαίνετε προς τον Ναβαλ και χαιρετήσατό τον ειρηνικώς εκ μέρους μου.
Α Βασ. 25,6 καὶ ἐρεῖτε τάδε· εἰς ὥρας· καὶ σὺ ὑγιαίνων, καὶ ὁ οἶκός σου, καὶ πάντα τὰ σὰ ὑγιαίνοντα.
Α Βασ. 25,6 Να του πήτε τα εξής· Καλή σου ώρα· ευχόμεθα υγείαν εις σε και στους ανθρώπους του σπιτιού σου και εις όλα όσα σου ανήκουν.
Α Βασ. 25,7 καὶ νῦν ἰδοὺ ἀκήκοα ὅτι κείρουσί σοι νῦν οἱ ποιμένες σου, οἳ ἦσαν μεθ᾿ ἡμῶν ἐν τῇ ἐρήμῳ, καὶ οὐκ ἀπεκωλύσαμεν αὐτοὺς καὶ οὐκ ἐνετειλάμεθα αὐτοῖς οὐθὲν πάσας τὰς ἡμέρας ὄντων αὐτῶν ἐν Καρμήλῳ·
Α Βασ. 25,7 Τωρα δε εγώ έμαθα, ότι οι ποιμένες σου, οι οποίοι ευρίσκοντο μαζή μου εις την έρημον, κουρεύουν τα αιγοπρόβατά σου. Αυτούς τους ποιμένας σου ουδέποτε ημείς τους ενοχλήσαμεν και ούτε τους εμποδίσαμεν να βόσκουν τα ποίμνιά σου, ούτε τους διετάξαμεν να μας κάμουν κάτι, να μας εξυπηρετήσουν εις κάτι καθ' όλον το χρονικόν διάστημα, που ευρίσκοντο στο Καρμηλον.
Α Βασ. 25,8 ἐρώτησον τὰ παιδάριά σου καὶ ἀπαγγελοῦσί σοι. καὶ εὑρέτωσαν τὰ παιδάρια χάριν ἐν ὀφθαλμοῖς σου, ὅτι ἐφ᾿ ἡμέραν ἀγαθὴν ἥκομεν· δὸς δὴ ὃ ἐὰν εὕρῃ ἡ χείρ σου τῷ υἱῷ σου τῷ Δαυίδ.
Α Βασ. 25,8 Ερώτησε τους υπηρέτας σου δι' αυτά, που σου λέγω, και θα τα πληροφορηθής από αυτούς. Ας βρουν λοιπόν χάριν και ας γίνουν ευμενώς δεκτοί από σε οι νεαροί αυτοί, τους οποίους αποστέλλω. Εχομεν έλθει εις καλήν ημέραν, την εόρτιον ημέραν της κουράς. Δοσε σε παρακαλώ εις αυτούς ο,τι σου ευρεθή πρόχειρον δι' εμέ, το παιδί σου, τον Δαυίδ”.
Α Βασ. 25,9 καὶ ἔρχονται τὰ παιδάρια καὶ λαλοῦσι τοὺς λόγους τούτους πρὸς Νάβαλ κατὰ πάντα τὰ ῥήματα ταῦτα ἐν τῷ ὀνόματι Δαυίδ. καὶ ἀνεπήδησε
Α Βασ. 25,9 Οι νεαροί αυτοί του Δαυίδ ήλθαν και είπαν τους λόγους αυτούς προς τον Ναβαλ εκ μέρους του Δαυίδ, όπως τους είχε διατάξει ο Δαυίδ.
Α Βασ. 25,10 καὶ ἀπεκρίθη Νάβαλ τοῖς παισὶ Δαυὶδ καὶ εἶπε· τίς ὁ Δαυὶδ καὶ τίς ὁ υἱὸς Ἰεσσαί; σήμερον πεπληθυμμένοι εἰσὶν οἱ δοῦλοι ἀναχωροῦντες ἕκαστος ἐκ προσώπου τοῦ κυρίου αὐτοῦ.
Α Βασ. 25,10 Εκείνος όμως κατελήφθη από θυμόν, ανεπήδησε και απεκρίθη εις τα παιδιά του Δαυίδ και είπε· “Και ποιός είναι αυτός ο Δαυίδ, ποιός είναι αυτός ο υιός του Ιεσσαί; Σημερον έχουν πληθυνθή οι δούλοι, που εδραπέτευσαν κρυφίως από τους κυρίους αυτών. Δεν αποκλείεται ενας από αυτούς να είναι και ο Δαυίδ.
Α Βασ. 25,11 καὶ λήψομαι τοὺς ἄρτους μου καὶ τὸν οἶνόν μου καὶ τὰ θύματά μου, ἃ τέθυκα τοῖς κείρουσί μου τὰ πρόβατα, καὶ δώσω αὐτὰ ἀνδράσιν, οἷς οὐκ οἶδα πόθεν εἰσί;
Α Βασ. 25,11 Θα πάρω λοιπόν εγώ τα ψωμιά μου και το κρασί μου και τα σφαχτά μου, τα οποία έσφαξα δι' εκείνους που κουρεύουν τα πρόβατά μου, και θα δώσω αυτά προς ανθρώπους, τους οποίους δεν γνωρίζω από που είναι και από που κατάγονται;”
Α Βασ. 25,12 καὶ ἀπεστράφησαν τὰ παιδάρια Δαυὶδ εἰς ὁδὸν αὐτῶν καὶ ἀνέστρεψαν καὶ ἦλθον καὶ ἀνήγγειλαν τῷ Δαυὶδ κατὰ τὰ ῥήματα ταῦτα.
Α Βασ. 25,12 Οι νεαροί απεσταλμένοι του Δαυίδ ανεχώρησαν οπίσω στον δρόμον των, επέστρεψαν, ήλθαν και ανήγγειλαν στον Δαυίδ όλα αυτά τα λόγια του Ναβαλ.
Α Βασ. 25,13 καὶ εἶπε Δαυὶδ τοῖς ἀνδράσιν αὐτοῦ· ζώσασθε ἕκαστος τὴν ῥομφαίαν αὐτοῦ· καὶ ἀνέβησαν ὀπίσω Δαυὶδ ὡς τετρακόσιοι ἄνδρες, καὶ οἱ διακόσιοι ἐκάθισαν μετὰ τῶν σκευῶν.
Α Βασ. 25,13 Είπε τότε ο Δαυίδ στους άνδρας του· “ας ζωσθή ο καθένας την ρομφαίαν του”. Και τετρακόσιοι άνδρες από αυτούς ανέβησαν μαζή με τον Δαυίδ, ενώ διακύσιοι άλλοι εκάθησαν με τας αποσκευάς.
Α Βασ. 25,14 καὶ τῇ Ἀβιγαίᾳ γυναικὶ Νάβαλ ἀπήγγειλεν ἓν τῶν παιδαρίων λέγων· ἰδοὺ Δαυὶδ ἀπέστειλεν ἀγγέλους ἐκ τῆς ἐρήμου εὐλογῆσαι τὸν κύριον ἡμῶν, καὶ ἐξέκλινεν ἀπ᾿ αὐτῶν.
Α Βασ. 25,14 Ενας από τους νεαρούς δούλους του Ναβαλ ανήγγειλεν εις την Αβιγαίαν, την γυναίκα του Ναβαλ. Και της είπεν· “ιδού, ο Δαυίδ έστειλεν από την έρημον, που ευρίσκεται, αγγελιαφόρους να χαιρετήση τον κύριον μας και εκείνος τους απέπεμψε με τραχύτητα.
Α Βασ. 25,15 καὶ οἱ ἄνδρες ἀγαθοὶ ἡμῖν σφόδρα· οὐκ ἀπεκώλυσαν ἡμᾶς οὐδὲ ἐνετείλαντο ἡμῖν οὐδὲν πάσας τὰς ἡμέρας, ἃς ἦμεν παρ᾿ αὐτοῖς·
Α Βασ. 25,15 Οι άνδρες αυτοί εφέρθησαν πολύ καλά απέναντί μας. Δεν μας ημπόδισαν εις τίποτε, ούτε μας διέταξαν να τους δώσωμεν κάτι όλας αυτάς τας ημέρας, κατά τας οποίας ευρισκόμεθα κοντά των.
Α Βασ. 25,16 καὶ ἐν τῷ εἶναι ἡμᾶς ἐν ἀγρῷ ὡς τεῖχος ἦσαν περὶ ἡμᾶς καὶ τὴν νύκτα καὶ τὴν ἡμέραν πάσας τὰς ἡμέρας, ἃς ἤμεθα παρ᾿ αὐτοῖς ποιμαίνοντες τὸ ποίμνιον.
Α Βασ. 25,16 Επί πλέον, όταν είμεθα εις την εξοχήν, αυτοί μας εφύλατταν ολόγυρά μας σαν τείχος νύκτα και ημέραν, καθ' όλον το διάστημα, κατά το οποίον ημείς εβόσκαμεν τα ποίμνιά μας.
Α Βασ. 25,17 καὶ νῦν γνῶθι καὶ ἰδὲ σὺ τί ποιήσεις, ὅτι συντετέλεσται ἡ κακία εἰς τὸν κύριον ἡμῶν καὶ εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ· καὶ οὗτος υἱὸς λοιμός, καὶ οὐκ ἔστι λαλῆσαι πρὸς αὐτόν.
Α Βασ. 25,17 Και τώρα σκέψου και ιδέ συ, τι θα κάμης. Διότι η κακία του κυρίου μας έχει αποκορυφωθή και θα ξεσπάση εναντίον όλου του οίκου του. Διότι αυτός είναι τραχύς και χυδαίος και κανείς δεν ημπορεί να του ομιλήση”.
Α Βασ. 25,18 καὶ ἔσπευσεν Ἀβιγαία καὶ ἔλαβε διακοσίους ἄρτους καὶ δύο ἀγγεῖα οἴνου καὶ πέντε πρόβατα πεποιημένα καὶ πέντε οἰφὶ ἀλφίτου καὶ γόμορ ἓν σταφίδος καὶ διακοσίας παλάθας καὶ ἔθετο ἐπὶ τοὺς ὄνους
Α Βασ. 25,18 Η Αβιγαία έσπευσεν αμέσως, επήρε διακοσίους άρτους, δύο ασκούς κρασί, πέντε πρόβατα ητοιμασμένα δια το φαγητόν, εκατό και πλέον κιλά κοπανισμένην κριθήν, πέντε περίπου κιλά ξηράν σταφίδα, διακόσιες τσαπέλες σύκα, και όλα αυτά τα εφόρτωσεν στους όνους.
Α Βασ. 25,19 καὶ εἶπε τοῖς παιδαρίοις αὐτῆς· προπορεύεσθε ἔμπροσθέν μου, καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ὀπίσω ὑμῶν παραγίνομαι. καὶ τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς οὐκ ἀπήγγειλε.
Α Βασ. 25,19 Είπε δε στους νεαρούς δούλους της· “πηγαίνετε σεις εμπρός και εγώ θα σας ακολουθήσω”. Εις τον συζυγόν της δεν είπε τίποτε.
Α Βασ. 25,20 καὶ ἐγενήθη αὐτῆς ἐπιβεβηκυίης ἐπὶ τὴν ὄνον καὶ καταβαινούσης ἐν σκέπῃ τοῦ ὄρους καὶ ἰδοὺ Δαυὶδ καὶ οἱ ἄνδρες αὐτοῦ κατέβαινον εἰς συνάντησιν αὐτῆς, καὶ ἀπήντησεν αὐτοῖς·
Α Βασ. 25,20 Οταν αυτή καβάλα εις την όνον της, κατέβαινε μίαν αναδίπλωσιν του όρους, ιδού ο Δαυίδ και οι άνδρες αυτού κατέβαιναν προς συνάντησίν της. Και συνηντήθησαν.
Α Βασ. 25,21 καὶ Δαυὶδ εἶπεν· ἴσως εἰς ἄδικον πεφύλακα πάντα τὰ αὐτοῦ ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ οὐκ ἐνετειλάμεθα λαβεῖν ἐκ πάντων τῶν αὐτοῦ οὐθέν, καὶ ἀνταπέδωκέ μοι πονηρὰ ἀντὶ ἀγαθῶν·
Α Βασ. 25,21 Ελεγε δε ο Δαυίδ προς τους άνδρας του· “ματαίως εγώ εφύλαξα όλα όσα ανήκουν εις αυτόν τον άνθρωπον εις την έρημον και εδωσα εντολήν στους ανθρώπους μου να μη πάρουν απολύτως τίποτε, από όσα του ανήκουν. Αυτός μου ανταπέδωσε κακά αντί των αγαθών που του εκαμα.
Α Βασ. 25,22 τάδε ποιήσαι ὁ Θεὸς τῷ Δαυὶδ καὶ τάδε προσθείη, εἰ ὑπολείψομαι ἐκ πάντων τῶν τοῦ Νάβαλ ἕως πρωΐ οὐροῦντα πρὸς τοῖχον.
Α Βασ. 25,22 Ας με τιμωρήση ο Θεός με πολλάς τιμωρίας, εάν έως αύριον το πρωϊ αφήσω έστω και ένα άνδρα ζωντανόν από όσους ανήκουν στον Ναβαλ”.
Α Βασ. 25,23 καὶ εἶδεν Ἀβιγαία τὸν Δαυὶδ καὶ ἔσπευσε καὶ κατεπήδησεν ἀπὸ τῆς ὄνου καὶ ἔπεσεν ἐνώπιον Δαυὶδ ἐπὶ πρόσωπον αὐτῆς καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ ἐπὶ τὴν γῆν
Α Βασ. 25,23 Η Αβιγαία είδε τον Δαυίδ, έσπευσε και κατεπήδησεν από την όνον της, έπεσε με το πρόσωπον κατά γης ενώπιον του Δαυίδ και προσεκύνησεν αυτόν βαθύτατα έως το έδαφος
Α Βασ. 25,24 ἐπὶ τοὺς πόδας αὐτοῦ καὶ εἶπεν· ἐν ἐμοὶ κύριέ μου ἡ ἀδικία· λαλησάτω δὴ ἡ δούλη σου εἰς τὰ ὦτά σου, καὶ ἄκουσον λόγων τῆς δούλης σου.
Α Βασ. 25,24 έμπρος εις τα πόδια του και του είπε· “κύριέ μου, εις εμέ ας καταλογισθή η αδικία, την οποίαν ο σύζυγός μου έκαμε εναντίον σου. Επίτρεψέ μου, σε παρακαλώ, να ομιλήσω εγώ η δούλη σου ενώπιόν σου. Ακουσε τα λόγια της δούλης σου.
Α Βασ. 25,25 μὴ δὴ θέσθω ὁ κύριός μου καρδίαν αὐτοῦ ἐπὶ τὸν ἄνθρωπον τὸν λοιμὸν τοῦτον, ὅτι κατὰ τὸ ὄνομα αὐτοῦ οὗτός ἐστι· Νάβαλ ὄνομα αὐτῷ, καὶ ἀφροσύνη μετ᾿ αὐτοῦ· καὶ ἐγὼ ἡ δούλη σου οὐκ εἶδον τὰ παιδάρια τοῦ κυρίου μου, ἃ ἀπέστειλας.
Α Βασ. 25,25 Σε παρακαλώ να μη δώσης καμμίαν σημασίαν στον τρόπον του ανθρώπου αυτού, διότι είναι άνθρωπος βάρβαρος και αγροίκος, άξιος του ονόματος το οποίον έχει. Ναβαλ είναι το όνομά του (=ανόητος) και η αφροσύνη και απερισκεψία τον χαρακτηρίζουν. Εγώ, η δούλη σου, δεν είδα τους δούλους του κυρίου μου, τους οποίους συ έστειλες προς τον σύζυγόν μου.
Α Βασ. 25,26 καὶ νῦν, κύριέ μου, ζῇ Κύριος καὶ ζῇ ἡ ψυχή σου, καθὼς ἐκώλυσέ σε Κύριος τοῦ μὴ ἐλθεῖν εἰς αἷμα ἀθῷον καὶ σώζειν τὴν χεῖρά σού σοι, καὶ νῦν γένοιντο ὡς Νάβαλ οἱ ἐχθροί σου καὶ οἱ ζητοῦντες τῷ κυρίῳ μου κακά.
Α Βασ. 25,26 Και τώρα, κύριέ μου, ορκίζομαι στον ζώντα Θεόν και Κυριον και εις την ιδικήν σου ζωήν και σε διαβεβαιώ, ότι με το να έλθω εγώ εις σέ, σε ημπόδισεν ο Κυριος να μη ευρεθής εις θέσιν, ώστε να χύσης αίμα αθώον και προεφύλαξε το χέρι σου από αυτό το αμάρτημα. Εύχομαι δε όπως όλοι οι εχθροί σου, εκείνοι που ζητούν το κακό σου, να έχουν την τύχην του Ναβαλ.
Α Βασ. 25,27 καὶ νῦν λαβὲ τὴν εὐλογίαν ταύτην, ἣν ἐνήνοχεν ἡ δούλη σου τῷ κυρίῳ μου, καὶ δώσεις τοῖς παιδαρίοις τοῖς παρεστηκόσι τῷ κυρίῳ μου.
Α Βασ. 25,27 Και τώρα πάρε τα δώρα αυτά, τα οποία εγώ η δούλη σου έχω προσφέρει εις σε τον κύριόν μου. Δος τα στους δούλους σου, στους στρατιώτας σου οι οποίοι σε περιστοιχίζουν.
Α Βασ. 25,28 ἆρον δὴ τὸ ἀνόμημα τῆς δούλης σου, ὅτι ποιῶν ποιήσει Κύριος τῷ κυρίῳ μου οἶκον πιστόν, ὅτι πόλεμον κυρίου μου ὁ Κύριος πολεμεῖ, καὶ κακία οὐχ εὑρεθήσεται ἐν σοὶ πώποτε.
Α Βασ. 25,28 Συγχώρησε, λοιπόν, την παρανομίαν της δούλης σου, την απρεπή δηλαδή συμπεριφοράν του συζύγου μου. Εάν δε ούτω πράξης, ο Κυριος ετοιμάζει δια σε ευσεβείς απογόνους, οι οποίοι δεν θα λείψουν ποτέ. Ο πόλεμος δέ, τον οποίον συ διεξάγεις, είναι πόλεμος εν ονόματι του Κυρίου και ουδέποτε πρέπει να διαπραχθή από σε ούτε η παραμικροτέρα αδικία.
Α Βασ. 25,29 καὶ ἀναστήσεται ἄνθρωπος καταδιώκων σε καὶ ζητῶν τὴν ψυχήν σου, καὶ ἔσται ψυχὴ κυρίου μου ἐνδεδεμένη ἐν δεσμῷ τῆς ζωῆς παρὰ Κυρίῳ τῷ Θεῷ, καὶ ψυχὴν ἐχθρῶν σου σφενδονήσεις ἐν μέσῳ τῆς σφενδόνης.
Α Βασ. 25,29 Οποιοσδήποτε δε άνθρωπος και αν εξεγερθή εναντίον σου, δια να σε καταδιώξη και να ζητήση την ζωήν σου, μη φοβηθής, διότι η ζωή του κυρίου μου θα είναι ασφαλισμένη μέσα εις ασύντριπτον δεσμόν ζωής, τον οποίον Κυριος ο Θεός χορηγεί, ενώ η ζωή των εχθρών σου θα είναι σαν μέσα εις σφενδόνην, τους οποίους συ θα εκσφενδονίσης μακράν.
Α Βασ. 25,30 καὶ ἔσται ὅτι ποιήσῃ Κύριος τῷ κυρίῳ μου πάντα, ὅσα ἐλάλησεν ἀγαθὰ ἐπὶ σέ, καὶ ἐντελεῖταί σοι εἰς ἡγούμενον ἐπὶ Ἰσραήλ,
Α Βασ. 25,30 Οταν δε Κυριος ο Θεός πραγματοποίηση εις σε τον κύριόν μου όλα τα αγαθά, τα οποία σου έχει υποσχεθή, όταν σου δώση την εντολήν να γίνης βασιλεύς του Ισραηλιτικού λαού,
Α Βασ. 25,31 καὶ οὐκ ἔσται σοι τοῦτο βδελυγμὸς καὶ σκάνδαλον τῷ κυρίῳ μου, ἐκχέαι αἷμα ἀθῷον δωρεὰν καὶ σῶσαι χεῖρα κυρίῳ μου αὐτῷ, καὶ ἀγαθώσει Κύριος τῷ κυρίῳ μου, καὶ μνησθήσῃ τῆς δούλης σου ἀγαθῶσαι αὐτῇ.
Α Βασ. 25,31 δεν θα έχης βάρος εις την καρδίαν σου και τύψεις της συνειδήσεως, ότι έχυσες αίμα αθώων ανθρώπων και έτσι το χέρι του κυρίου μου θα διατηρηθή καθαρόν. Οταν δε ο Κυριος θα αποστείλη τα αγαθά εις σε τον κύριόν μου, ας ενθυμηθής και εμέ την δούλην σου με καλωσύνην”.
Α Βασ. 25,32 καὶ εἶπε Δαυὶδ τῇ Ἀβιγαίᾳ· εὐλογητὸς Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραήλ, ὃς ἀπέστειλέ σε σήμερον ἐν ταύτῃ εἰς ἀπάντησίν μοι.
Α Βασ. 25,32 Είπεν ο Δαυίδ εις την Αβιγαίαν· “ας είναι ευλογημένος Κυριος ο Θεός του Ισραηλιτικού λαού, ο οποίος έστειλε σήμερον σε εις συνάντησίν μου.
Α Βασ. 25,33 καὶ εὐλογητὸς ὁ τρόπος σου, καὶ εὐλογημένη σὺ ἡ ἀποκωλύσασά με σήμερον ἐν ταύτῃ μὴ ἐλθεῖν εἰς αἵματα καὶ σῶσαι χεῖρά μου ἐμοί.
Α Βασ. 25,33 Ευλογημένος και ο τρόπος αυτός, που εφέρθης απέναντί μου, και αξιέπαινη είσαι συ, η οποία σήμερον εις τον τόπον αυτόν με ημπόδισες να χύσω αθώα αίματα και να διατηρήσω το χέρι μου καθαρόν και ανένοχον.
Α Βασ. 25,34 πλὴν ὅτι ζῇ Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραήλ, ὃς ἀπεκώλυσέ με σήμερον τοῦ κακοποιῆσαί σε, ὅτι εἰ μὴ ἔσπευσας καὶ παρεγένου εἰς ἀπάντησίν μοι, τότε εἶπα· εἰ ὑπολειφθήσεται τῷ Νάβαλ ἕως φωτὸς τοῦ πρωΐ οὐρῶν πρὸς τοῖχον.
Α Βασ. 25,34 Σε πληροφορώ έως ότι είχα ορκισθή εις Κυριον τον Θεόν του Ισραηλιτικού λαού, ο οποίος με ημπόδισε σήμερον να σε κακοποιήσω, ότι, αν δεν έσπευδες να έλθης εις συνάντησίν μου, είχα πει· Κανείς από τους άνδρας ου Ναβαλ δεν θα ζη έως αύριον το πρωϊ”.
Α Βασ. 25,35 καὶ ἔλαβε Δαυὶδ ἐκ χειρὸς αὐτῆς πάντα, ἃ ἔφερεν αὐτῷ, καὶ εἶπεν αὐτῇ· ἀνάβηθι εἰς εἰρήνην εἰς οἶκόν σου· βλέπε, ἤκουσα τῆς φωνῆς σου καὶ ἠρέτισα τὸ πρόσωπόν σου.
Α Βασ. 25,35 Επήρεν ο Δαυίδ από τα χέρια της Αβιγαίας όλα τα δώρα, τα οποία αυτή έφερε προς αυτόν, και της είπεν· “πήγαινε πάλιν ειρηνική και ήσυχος στον οίκον σου και μη λησμονής ότι ήκουσα την παράκλησίν σου και εξετίμησα το πρόσωπόν σου”
Α Βασ. 25,36 καὶ παρεγενήθη Ἀβιγαία πρὸς Νάβαλ, καὶ ἰδοὺ αὐτῷ πότος ἐν οἴκῳ αὐτοῦ ὡς πότος βασιλέως, καὶ ἡ καρδία Νάβαλ ἀγαθὴ ἐπ᾿ αὐτόν, καὶ αὐτὸς μεθύων ἕως σφόδρα· καὶ οὐκ ἀπήγγειλεν αὐτῷ ῥῆμα μικρὸν ἢ μέγα ἕως φωτὸς τοῦ πρωΐ.
Α Βασ. 25,36 Η Αφιγαία επέστρεψε προς τον Ναβαλ και ιδού, βλέπει ότι είχε παρατεθή στον οίκον της συμπόσιον πλούσιον, βασιλικόν. Ο Ναβαλ είχε περιέλθει εις ευθυμίαν και σιγά σιγά περιέπιπτεν εις μεγάλην μέθην. Η Αβιγαία δεν είπε τίποτε, ούτε το παραμικρότερον από όλα εκείνα, τα οποία έλαβον χώραν μεταξύ αυτής και του Δαυίδ, έως ότου ανέτειλεν η επομένη ημέρα.
Α Βασ. 25,37 καὶ ἐγένετο πρωΐ, ὡς ἐξένηψεν ἀπὸ τοῦ οἴνου Νάβαλ, ἀπήγγειλεν ἡ γυνὴ αὐτοῦ τὰ ῥήματα ταῦτα, καὶ ἐναπέθανεν ἡ καρδία αὐτοῦ ἐν αὐτῷ, καὶ αὐτὸς γίνεται ὡς λίθος.
Α Βασ. 25,37 Οταν ανέτειλεν η πρωΐα της επομένης και ο Ναβαλ ανένηψεν από την μέθην του, εγνωστοποίησεν εις αυτόν η γυναίκα του όλα εκείνα τα γεγονότα. Αμέσως δε η καρδία του Ναβαλ έπαθε προσβολήν και αυτός έμεινεν αναίσθητος ωσάν άψυχος λίθος.
Α Βασ. 25,38 καὶ ἐγένετο ὡσεὶ δέκα ἡμέραι καὶ ἐπάταξε Κύριος τὸν Νάβαλ, καὶ ἀπέθανε.
Α Βασ. 25,38 Επειτα από δέκα περίπου ημέρας ο Κυριος εκτύπησε τον Ναβαλ και αυτός απέθανε.
Α Βασ. 25,39 καὶ ἤκουσε Δαυὶδ καὶ εἶπεν· εὐλογητὸς Κύριος, ὃς ἔκρινε τὴν κρίσιν τοῦ ὀνειδισμοῦ μου ἐκ χειρὸς Νάβαλ, καὶ τὸν δοῦλον αὐτοῦ περιεποιήσατο ἐκ χειρὸς κακῶν, καὶ τὴν κακίαν Νάβαλ ἀπέστρεψε Κύριος εἰς κεφαλὴν αὐτοῦ. καὶ ἀπέστειλε Δαυὶδ καὶ ἐλάλησε περὶ Ἀβιγαίας, λαβεῖν αὐτὴν ἑαυτῷ εἰς γυναῖκα.
Α Βασ. 25,39 Ο Δαυίδ ο οποίος επληροφορήθη τον θάνατον του Ναβαλ, είπεν “ευλογημένος ας είναι ο Κυριος, ο οποίος έκαμε δικαίαν κρίσιν δια τον ονειδισμόν, τον οποίον υπέστην εκ μέρους του Ναβαλ, ετιμώρησεν αυτόν δια τούτο, εμέ δε τον δούλον του με επροφύλαξε, ώστε να μη μολύνω τα χέρι μου με αδικίας. Επέρριψε δε την κακίαν Ναβαλ εις την κεφαλήν του”. Ο Δαυίδ έστειλε τότε αγγελιαφόρους να είπουν εις την Αβιγαίαν, εάν θέλη, να λάβη αυτήν ως σύζυγόν του.
Α Βασ. 25,40 καὶ ἦλθον οἱ παῖδες Δαυὶδ πρὸς Ἀβιγαίαν εἰς Κάρμηλον καὶ ἐλάλησαν αὐτῇ λέγοντες· Δαυὶδ ἀπέστειλεν ἡμᾶς πρός σε λαβεῖν σε αὐτῷ εἰς γυναῖκα.
Α Βασ. 25,40 Οι δούλοι του Δαυίδ ήλθαν προς την Αβιγαίαν στο Καρμηλον και είπαν εις αυτήν τα εξής· “ο Δαυίδ μας έστειλε προς σέ, δια να σου αναγγείλωμεν ότι επιθυμεί να σε λάβη ως σύζυγόν του”.
Α Βασ. 25,41 καὶ ἀνέστη καὶ προσεκύνησεν ἐπὶ τὴν γῆν ἐπὶ πρόσωπον καὶ εἶπεν· ἰδοὺ ἡ δούλη σου εἰς παιδίσκην νίψαι πόδας τῶν παίδων σου.
Α Βασ. 25,41 Εκείνη αμέσως ηγέρθη, μετέβη προς τον Δαυίδ, έπεσε με το πρόσωπον επί του εδάφους και προσεκύνησεν αυτόν και του είπεν· “ιδού, η δούλη σου, γίνομαι δούλη σου, δια να νίπτω τα πόδια των δούλων σου”.
Α Βασ. 25,42 καὶ ἀνέστη Ἀβιγαία καὶ ἐπέβη ἐπί τὴν ὄνον καὶ πέντε κοράσια ἠκολούθουν αὐτῇ, καὶ ἐπορεύθη ὀπίσω τῶν παίδων Δαυίδ, καὶ γίνεται αὐτῷ εἰς γυναῖκα.
Α Βασ. 25,42 Η Αβιγαία ητοιμάσθη, ανέβηκε εις την όνον της και πέντε κοράσια την ηκολούθησαν. Ηκολούθησεν αυτή τους δούλους του Δαυίδ, ήλθε προς αυτόν και έγινε σύζυγος του.
Α Βασ. 25,43 καὶ τὴν Ἀχινόομ ἔλαβε Δαυὶδ ἐξ Ἰεζραέλ, καὶ ἀμφότεραι ἦσαν αὐτῷ γυναῖκες.
Α Βασ. 25,43 Ο Δαυίδ έλαβε και δευτέραν ακόμη γυναίκα την Αχινόομ, η οποία κατήγετο από την πόλιν Ιεζραέλ, και αι δύο αυταί ήσαν σύζυγοι του Δαυίδ.
Α Βασ. 25,44 καὶ Σαοὺλ ἔδωκε Μελχὸλ τὴν θυγατέρα αὐτοῦ τὴν γυναῖκα Δαυὶδ τῷ Φαλτὶ υἱῷ Ἀμὶς τῷ ἐκ Ῥομμά.
Α Βασ. 25,44 Ο Σαούλ, προφανώς δια να εκδικηθή τον Δαυίδ, έδωσε την Μελχόλ, την θυγατέρα του, την γυναίκα του Δαυίδ, ως σύζυγον στον Φαλτί υιόν του Αμίς, ο οποίος κατήγετο από την Ρομμά.
Α Βασ. 26,1 Καὶ ἔρχονται οἱ Ζιφαῖοι ἐκ τῆς αὐχμώδους πρὸς τὸν Σαοὺλ εἰς τὸν βουνὸν λέγοντες· ἰδοὺ Δαυὶδ σκεπάζεται μεθ᾿ ἡμῶν ἐν τῷ βουνῷ τοῦ Ἐχελὰ τοῦ κατὰ πρόσωπον τοῦ Ἰεσσαιμοῦν.
Α Βασ. 26,1 Οι Ζιφαίοι ήλθον από την ξηράν και τραχείαν χώραν των εις Γαβαά, όπου ήτο ο Σαούλ, και του είπαν· “ιδού, ο Δαυίδ κρύπτεται εις την χώραν μας, στον λόφον Εχελά, ο οποίος ευρίσκεται απέναντι του Ιεσσαιμούν”.
Α Βασ. 26,2 καὶ ἀνέστη Σαοὺλ καὶ κατέβη εἰς τὴν ἔρημον Ζίφ καὶ μετ᾿ αὐτοῦ τρεῖς χιλιάδες ἀνδρῶν ἐκλεκτοὶ ἐξ Ἰσραὴλ ζητεῖν τὸν Δαυὶδ ἐν τῇ ἐρήμῳ Ζίφ.
Α Βασ. 26,2 Ηγέρθη ο Σαούλ και κατέβη εις την έρημον Ζιφ έχων μαζή του τρεις χιλιάδας άνδρας εκλεκτούς από όλους τους Ισραηλίτας, δια να αναζητήση τον Δαυίδ εις την έρημον Ζιφ.
Α Βασ. 26,3 καὶ παρενέβαλε Σαοὺλ ἐν τῷ βουνῷ τοῦ Ἐχελὰ τῷ ἐπὶ προσώπου τοῦ Ἰεσσαιμοῦν ἐπὶ τῆς ὁδοῦ, καὶ Δαυὶδ ἐκάθισεν ἐν τῇ ἐρήμῳ. καὶ εἶδε Δαυὶδ ὅτι ἥκει Σαοὺλ ὀπίσω αὐτοῦ εἰς τήν ἔρημον,
Α Βασ. 26,3 Ο Σαούλ ήλθε και εστρατοπέδευσεν στον λόφον Εχελά, ο οποίος ευρίσκετο απέναντι του Ιεσσαμούν· εστρατοπέδευσεν εις την οδόν. Ο Δαυίδ ευρίσκετο εις την έρημον. Εμαθε δε ότι ο Σαούλ ήλθε πίσω από αυτόν εις την έρημον.
Α Βασ. 26,4 καὶ ἀπέστειλε Δαυὶδ κατασκόπους καὶ ἔγνω ὅτι ἥκει Σαοὺλ ἕτοιμος ἐκ Κεϊλά.
Α Βασ. 26,4 Απέστειλε κατασκόπους και εβεβαιώθη ότι πράγματι ο Σαούλ είχεν ελθει από την Κεϊλά έτοιμος με στρατόν, δια να τον συλλάβη.
Α Βασ. 26,5 καὶ ἀνέστη Δαυὶδ λάθρᾳ καὶ εἰσπορεύεται εἰς τὸν τόπον, οὗ ἐκάθευδεν ἐκεῖ Σαούλ, καὶ ἐκεῖ Ἀβεννὴρ υἱὸς Νὴρ ἀρχιστράτηγος αὐτοῦ, καὶ Σαοὺλ ἐκάθευδεν ἐν λαμπήνῃ, καὶ ὁ λαὸς παρεμβεβληκὼς κύκλῳ αὐτοῦ.
Α Βασ. 26,5 Ο Δαυίδ ηγέρθη και απεφάσισε να εισδύση κρυφίως στον τόπον, όπου εκοιμάτο ο Σαούλ. Εκεί δε εκοιμάτο και ο αρχιστράτηγος του Σαούλ, ο Αβεννήρ, ο υιός του Νηρ. Ο Σαούλ εκοιμάτο εις την σκηνήν του, οι δε στρατιώται εκοιμώντο κύκλω από την σκηνήν του.
Α Βασ. 26,6 καὶ ἀπεκρίθη Δαυὶδ και εἶπε πρὸς Ἀβιμέλεχ τὸν Χετταῖον καὶ πρὸς Ἀβεσσὰ υἱὸν Σαρουΐας ἀδελφὸν Ἰωὰβ λέγων· τίς εἰσελεύσεται μετ᾿ ἐμοῦ πρὸς Σαοὺλ εἰς τὴν παρεμβολήν; καὶ εἶπεν Ἀβεσσά· ἐγὼ εἰσελεύσομαι μετὰ σοῦ.
Α Βασ. 26,6 Ο Δαυίδ είπε προς τον Αβιμέλεχ, ο οποίος κατήγετο από την φυλήν των Χετταίων, και προς τον ανεψιόν του τον Αβεσσά, υιόν της αδελφής του της Σαρουΐας και αδελφόν του Ιωάβ, και είπε· “ποιός θάρθη μαζή μου, δια να εισχωρήσωμεν κρυφίως στο στρατόπεδον του Σαούλ;” Ο Αβεσσά απήντησεν· “εγώ θα έλθω μαζή σου”.
Α Βασ. 26,7 καὶ εἰσπορεύεται Δαυὶδ καὶ Ἀβεσσὰ εἰς τὸν λαὸν τὴν νύκτα, καὶ ἰδοὺ Σαοὺλ καθεύδων ὕπνῳ ἐν λαμπήνῃ, καὶ τὸ δόρυ αὐτοῦ ἐμπεπηγὸς εἰς τὴν γῆν πρὸς κεφαλῆς αὐτοῦ, καί Ἀβεννὴρ καὶ ὁ λαὸς αὐτοῦ ἐκάθευδε κύκλῳ αὐτοῦ.
Α Βασ. 26,7 Ο Δαυίδ πράγματι εισεχώρησε μαζή με τον Αβεσσά ανάμεσα από τους στρατιώτας του Σαούλ κατά την νύκτα. Και ιδού ο Σαούλ εκοιμάτο βαθέως εις την σκηνήν του, το δε βασιλικόν δόρυ του ήτο μπηγμένον στο χώμα, κοντά στο κεφάλι του. Ο Αβεννήρ και ο στρατός του εκοιμώντο γύρω από αυτόν.
Α Βασ. 26,8 καὶ εἶπεν Ἀβεσσὰ πρὸς Δαυίδ· ἀπέκλεισε Κύριος σήμερον τὸν ἐχθρόν σου εἰς χεῖράς σου, καὶ νῦν πατάξω αὐτὸν τῷ δόρατι εἰς τὴν γῆν ἅπαξ καὶ οὐ δευτερώσω αὐτῷ.
Α Βασ. 26,8 Ο Αβεσσά είπε τότε προς τον Δαυίδ· “ο Θεός σήμερον σου έχει παραδώσει εις τα χέρια σου τον εχθρόν σου. Και τώρα άφησέ με να κτυπήσω αυτόν με το δόρυ μου μίαν μόνην φοράν και το δόρυ μου θα φθάση εις την γην, χωρίς να παραστή ανάγκη να κτυπήσω δεύτερη φορά”.
Α Βασ. 26,9 καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς Ἀβεσσά· μὴ ταπεινώσῃς αὐτόν, ὅτι τίς ἐποίσει χεῖρα αὐτοῦ ἐπὶ χριστὸν Κυρίου καὶ ἀθωωθήσεται;
Α Βασ. 26,9 Ο Δαυίδ απήντησε προς τον Αβεσσά· “μη φονεύσης και μη εξευτελίσης αυτόν, διότι ποιός θα τολμήση να απλώση το χέρι του εναντίον βασιλέως, τον οποίον έχρισεν ο Θεός και θα θεωρηθή αθώος και ανένοχος;”
Α Βασ. 26,10 καὶ εἶπε Δαυίδ· ζῇ Κύριος, ἐὰν μὴ Κύριος παίσῃ αὐτόν, ἢ ἡ ἡμέρα αὐτοῦ ἔλθῃ καὶ ἀποθάνῃ, ἢ εἰς πόλεμον καταβῇ καὶ προστεθῇ·
Α Βασ. 26,10 Ο Δαυίδ προσέθεσεν· “ορκίζομαι στον Κυριον ότι δεν πρέπει να γίνη κάτι τέτοιο. Ο Κυριος μόνον δύναται να κτυπήση τον Σαούλ η να τον αφήση εν τη ζωή έως την ημέραν κατά την οποίαν θα έλθη η ώρα να αποθάνή ειρηνικώς η όταν μεταβή εις πόλεμον και φονευθή από τους εχθρούς του.
Α Βασ. 26,11 μηδαμῶς μοι παρὰ Κυρίου ἐπενεγκεῖν χεῖρά μου ἐπὶ χριστὸν Κυρίου· καὶ νῦν λαβὲ δὴ τὸ δόρυ ἀπὸ προσκεφαλῆς αὐτοῦ καὶ τὸν φακὸν τοῦ ὕδατος, καὶ ἀπέλθωμεν ἡμεῖς καθ᾿ ἑαυτούς.
Α Βασ. 26,11 Ο Κυριος να μη δώση ποτέ και απλώσω το χέρι μου εναντίον βασιλέως, τον οποίον Αυτός έχρισε. Και τώρα πάρε το δόρυ, που ευρίσκεται κοντά εις την κεφαλήν του, και το δοχείον του ύδατος και ας φύγωμεν απ' εδώ, δια να επανέλθωμεν στο στρατόπεδον μας”.
Α Βασ. 26,12 καὶ ἔλαβε Δαυὶδ τὸ δόρυ καὶ τὸν φακὸν τοῦ ὕδατος ἀπὸ προσκεφαλῆς αὐτοῦ, καὶ ἀπῆλθον καθ᾿ ἑαυτούς· καὶ οὐκ ἦν ὁ βλέπων καὶ οὐκ ἦν ὁ γινώσκων καὶ οὐκ ἦν ὁ ἐξεγειρόμενος, πάντες ὑπνοῦντες, ὅτι θάμβος Κυρίου ἐπέπεσεν ἐπ᾿ αὐτούς.
Α Βασ. 26,12 Ο Δαυίδ επήρε το δόρυ και το φακοειδές δοχείον του ύδατος που ευρίσκοντο κοντά εις την κεφαλήν του Σαούλ, και έφυγαν δια το στρατόπεδόν των. Κανείς δεν τους είδε, κανείς δεν τους αντελήφθη, κανείς δεν εσηκώθη, όλοι εκοιμώντο βαθειά, διότι ο Κυριος τους εθάμπωσε.
Α Βασ. 26,13 καὶ διέβη Δαυὶδ εἰς τὸ πέραν καὶ ἔστη ἐπὶ τὴν κορυφὴν τοῦ ὄρους μακρόθεν, καὶ πολλὴ ἡ ὁδὸς ἀνὰ μέσον αὐτῶν.
Α Βασ. 26,13 Κατόπιν ο Δαυίδ επέρασε εις την απέναντι πλευράν του όρους, ανέβη και εστάθη όρθιος από μακρυά εις την κορυφήν. Η δε απόστασις μεταξύ του στρατοπέδου του Σαούλ και αυτού ήτο μεγάλη.
Α Βασ. 26,14 καὶ προσεκαλέσατο Δαυὶδ τὸν λαὸν καὶ τῷ Ἀβεννὴρ ἐλάλησε λέγων· οὐκ ἀποκριθήσῃ Ἀβεννήρ; καὶ ἀπεκρίθη Ἀβεννὴρ καὶ εἶπε· τίς εἶ σὺ ὁ καλῶν με;
Α Βασ. 26,14 Ο Δαυίδ εφώναξε τον λαόν και ωμίλησε προς τον Αβεννήρ λέγων· “Αβεννήρ, δεν θα μου απαντήσης;” Ο Αβεννήρ απήντησε και είπε· “ποιός είσαι συ,ο οποίος με φωνάζεις;”
Α Βασ. 26,15 καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς Ἀβεννήρ· οὐκ ἀνὴρ σύ; καὶ τίς ὡς σὺ ἐν Ἰσραήλ; καὶ διατί οὐ φυλάσσεις τὸν κύριόν σου τὸν βασιλέα; ὅτι εἰσῆλθεν εἷς ἐκ τοῦ λαοῦ διαθφεῖραι τὸν κύριόν σου τὸν βασιλέα.
Α Βασ. 26,15 Ο Δαυίδ ειπέ προς τον Αβεννήρ· “δεν είσαι συ πράγματι γενναίος ανήρ; Ποιός άλλος είναι τόσον ανδρείος μεταξύ των Ισραηλιτών, όσον συ; Διατί λοιπόν δεν φρουρείς και δεν προφυλάσσστον κύριόν σου και βασιλέα; Αυτό σου το λέγω, διότι κάποιος Ισραηλίτης εισήλθεν στο στρατόπεδόν σου, δια να φονεύση τον βασιλέα.
Α Βασ. 26,16 καὶ οὐκ ἀγαθὸν τὸ ῥῆμα τοῦτο, ὃ πεποίηκας· ζῇ Κύριος, ὅτι υἱοὶ θανατώσεως ὑμεῖς οἱ φυλάσσοντες τὸν βασιλέα τὸν κύριον ὑμῶν τὸν χριστὸν Κυρίου. καὶ νῦν ἰδὲ δή· τὸ δόρυ τοῦ βασιλέως καὶ ὁ φακὸς τοῦ ὕδατος ποῦ ἐστι τὰ πρὸς κεφαλῆς αὐτοῦ;
Α Βασ. 26,16 Η αμέλεια, την οποίαν έδειξες, δεν είναι καθόλου καλή. Ορκίζομαι στον Θεόν ότι συ και όσοι άλλοι φυλάσσουν τον βασιλέα και κύριόν σου τον χριστόν Κυρίου είσθε άξιοι θανάτου. Και τώρα ιδού η απόδειξις ότι δεν φρουρείτε τον βασιλέα σας. Το βασιλικόν δόρυ και το δοχείον του ύδατος, τα οποία ήσαν κοντά εις την κεφαλήν του βασιλέως, που ευρίσκονται τώρα;”
Α Βασ. 26,17 καὶ ἐπέγνω Σαοὺλ τὴν φωνὴν Δαυὶδ καὶ εἶπεν· ἡ φωνή σου αὕτη, τέκνον Δαυίδ; καὶ εἶπε Δαυίδ· δοῦλός σου, κύριε βασιλεῦ.
Α Βασ. 26,17 Ο Σαούλ ανεγνώρισε την φωνήν του Δαυίδ και είπε· “παιδί μου Δαυίδ, η φωνή σου είναι αυτή;” Ο Δαυίδ απήντησεν· “ναι, εγώ είμαι, ο δούλος σου, κύριε βασιλεύ”.
Α Βασ. 26,18 καὶ εἶπεν· ἱνατί τοῦτο καταδιώκει ὁ κύριος ὀπίσω τοῦ δούλου αὐτοῦ; ὅτι τί ἡμάρτηκα καὶ τί εὑρέθη ἐν ἐμοὶ ἀδίκημα;
Α Βασ. 26,18 Και προσέθεσε· “διατί εμέ τον δούλον σου καταδιώκεις πάντοτε; Εις τι έχω πταίσει απέναντί σου και ποίον είναι το αδίκημά μου;
Α Βασ. 26,19 καὶ νῦν ἀκουσάτω ὁ κύριός μου ὁ βασιλεὺς τὸ ῥῆμα τοῦ δούλου αὐτοῦ· εἰ ὁ Θεὸς ἐπισείει σε ἐπ᾿ ἐμέ, ὀσφανθείη θυσίας σου· καὶ εἰ υἱοὶ ἀνθρώπων, ἐπικατάρατοι οὗτοι ἐνώπιον Κυρίου, ὅτι ἐξέβαλόν με σήμερον μὴ ἐστηρίχθαι ἐν κληρονομίᾳ Κυρίου λέγοντες· πορεύου, δούλευε θεοῖς ἑτέροις.
Α Βασ. 26,19 Και τώρα ο κύριός μου και ο βασιλεύς μου ας καταδεχθή να ακούση τα λόγια εμού του δούλου του· Εάν μεν ο Θεός σε αποστέλλη εναντίον μου, δια να με φονεύσης, ας προσφερθή η ζωη μου ως ευάρεστος θυσία στον Θεόν. Εάν όμως πονηροί άνθρωποι σε εξερεθίζουν εναντίον μου, ας είναι κατηραμένοι ενώπιον του Κυρίου, διότι σήμερον με έχουν εκδιώξει και δεν με αφήνουν να ζήσω εις την κληρονομίαν του Θεού, την γην της επαγγελίας, και μου λέγουν· Φυγε, πήγαινε να λατρεύσης άλλους θεούς.
Α Βασ. 26,20 καὶ νῦν μὴ πέσοι τὸ αἷμά μου ἐπὶ τὴν γῆν ἐξεναντίας προσώπου Κυρίου, ὅτι ἐξελήλυθεν ὁ βασιλεὺς Ἰσραὴλ ζητεῖν ψυχήν μου, καθὼς καταδιώκει ὁ νυκτικόραξ ἐν τοῖς ὄρεσι.
Α Βασ. 26,20 Και τώρα είθε να μη χυθή το αίμά μου εις ξένην γην, μακράν από το πρόσωπον του Κυρίου μου, διότι ο βασιλεύς των Ισραηλιτών έχει εξέλθει και με αναζητεί, δια να με θανατώση. Με καταδιώκει όπως καταδιώκουν τον νυκτοκόρακα εις τα βουνά”.
Α Βασ. 26,21 καὶ εἶπε Σαούλ· ἡμάρτηκα· ἐπίστρεφε τέκνον Δαυίδ, ὅτι οὐ κακοποιήσω σε ἀνθ᾿ ὧν ἔντιμος ψυχή μου ἐν ὀφθαλμοῖς σου καὶ ἐν τῇ σήμερον· μεματαίωμαι καὶ ἠγνόηκα πολλὰ σφόδρα.
Α Βασ. 26,21 Απήντησεν ο Σαούλ και είπεν· “έσφαλα απέναντί σου. Γυρισε πίσω, παιδί μου Δαυίδ και δεν θα σε κακοποιήσω, διότι εσεβάσθης σήμερον την ζωήν μου. Εγώ εφέρθην κατά τρόπον ανόητον απέναντί σου και έχω παραπλανηθή και εξαπατηθή πάρα πολύ”.
Α Βασ. 26,22 καὶ ἀπεκρίθη Δαυὶδ καὶ εἶπεν· ἰδοὺ τὸ δόρυ τοῦ βασιλέως· διελθέτω εἷς τῶν παιδαρίων καὶ λαβέτω αὐτό.
Α Βασ. 26,22 Απήντησεν ο Δαυίδ και είπεν· “ιδού, το δόρυ του βασιλέως ευρίσκεται εδώ. Ας έλθη ένας από τους νεαρούς δούλους και ας το πάρη.
Α Βασ. 26,23 καὶ Κύριος ἐπιστρέψει ἑκάστῳ κατὰ τὰς δικαιοσύνας αὐτοῦ καὶ τὴν πίστιν αὐτοῦ, ὡς παρέδωκέ σε Κύριος σήμερον εἰς χεῖράς μου καὶ οὐκ ἠθέλησα ἐπενεγκεῖν χεῖρά μου ἐπὶ χριστὸν Κυρίου·
Α Βασ. 26,23 Ο δε Θεός θα ανταποδώση στον καθένα αναλόγως των έργων του και της πίστεως που έδειξεν απέναντι του Θεού. Διότι ο Κυριος σε παρέδωκε σήμερα εις τα χέρια μου και δεν ηθέλησα να απλώσω το χέρι μου εναντίον του βασιλέως, τον οποίον ο Θεός έχρισε.
Α Βασ. 26,24 καὶ ἰδοὺ καθὼς ἐμεγαλύνθη ἡ ψυχή σου σήμερον ἐν ταύτῃ ἐν ὀφθαλμοῖς μου, οὕτως μεγαλυνθείη ἡ ψυχή μου ἐνώπιον Κυρίου καὶ σκεπάσαι με καὶ ἐξελεῖταί με ἐκ πάσης θλίψεως.
Α Βασ. 26,24 Ιδού, όπως εγώ σήμερον στον τόπον τούτον, εθεώρησα αξίαν πολλού σεβασμού την ζωήν σου, είθε και ο Κυριος κατά παρόμοιον τρόπον να θεωρήση αξίαν την ζωήν μου και να με σκεπάση, να με προφυλάξη και να με απαλλάξξ από κάθε κίνδυνον και περιπέτειαν”.
Α Βασ. 26,25 καὶ εἶπε Σαοὺλ πρὸς Δαυίδ· εὐλογημένος σύ, τέκνον, καὶ ποιῶν ποιήσεις καὶ δυνάμενος δυνήσῃ. καὶ ἀπῆλθε Δαυὶδ εἰς τὴν ὁδὸν αὐτοῦ, καὶ Σαοὺλ ἀνέστρεψεν εἰς τὸν τόπον αὐτοῦ.
Α Βασ. 26,25 Ο Σαούλ είπεν στον Δαυίδ· “τέκνον μου, συ είσαι ευλογημένος. Θα πραγματοποιήσης μεγάλα έργα και με δύναμιν πολλήν θα επικρατήσης”. Ο Δαυίδ συνέχισε τον δρόμον του και ο Σαούλ επέστρεψεν στον τόπον του.
Α Βασ. 27,1 Καὶ εἶπε Δαυὶδ ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ λέγων· νῦν προστεθήσομαι ἐν ἡμέρᾳ μιᾷ εἰς χεῖρας Σαούλ, καὶ οὐκ ἔστι μοι ἀγαθόν, ἐὰν μὴ σωθῶ εἰς γῆν ἀλλοφύλων καὶ ἀνῇ Σαοὺλ τοῦ ζητεῖν με εἰς πᾶν ὅριον Ἰσραήλ, καὶ σωθήσομαι ἐκ χειρὸς αὐτοῦ.
Α Βασ. 27,1 Ο Δαυίδ εσκέφθη και είπε καθ' εαυτόν· “θα έλθη, φαίνεται, κάποια ημέρα, κατά την οποίαν θα πέσω εις τα χέρια του Σαούλ, πράγμα το οποίον δεν είναι καθόλου καλόν οι εμέ. Καλύτερα να φύγω και να σωθώ εις την γην των αλλοφύλων και έτσι ο Σαούλ θα σταματήση να με αναζητή μέσα εις τα όρια της χώρας των Ισραηλιτών και θα γλυτώσω από τα χέρια του”.
Α Βασ. 27,2 καὶ ἀνέστη Δαυὶδ καὶ οἱ ἑξακόσιοι ἄνδρες οἱ μετ᾿ αὐτοῦ καὶ ἐπορεύθη πρὸς Ἀγχοῦς υἱὸν Ἀμμὰχ βασιλέα Γέθ.
Α Βασ. 27,2 Εξεκίνησεν ο Δαβίδ και οι εξακόσιοι άνδρες μαζή του και επορεύθησαν προς τον Αγχούς, τον υιόν του Αμμάχ, βασιλέα της Γέθ.
Α Βασ. 27,3 καὶ ἐκάθισε Δαυὶδ μετὰ Ἀγχοῦς, αὐτὸς καὶ οἱ ἄνδρες αὐτοῦ, ἕκαστος καὶ ὁ οἶκος αὐτοῦ, καὶ Δαυὶδ καὶ ἀμφότεραι αἱ γυναῖκες αὐτοῦ, Ἀχινὰαχ Ἰεζραηλῖτις καὶ Ἀβιγαία ἡ γυνὴ Νάβαλ τοῦ Καρμηλίου.
Α Βασ. 27,3 Ο Δαυίδ μαζή με τους εξακοσίους άνδρας του εγκατεστάθη εκεί, εις την περιοχήν του Αγχούς, ο καθένας με την οικογένειάν του. Και ο Δαυίδ είχε μαζή του και τας δύο συζύγους του, την Αχινάαμ την Ιεσραηλίτιδα, και την Αβιγαίαν την σύζυγον του Ναβαλ του Καρμηλίου.
Α Βασ. 27,4 καὶ ἀνηγγέλη τῷ Σαοὺλ ὅτι πέφευγε Δαυὶδ εἰς Γέθ, καὶ οὐ προσέθετο ἔτι ζητεῖν αὐτόν.
Α Βασ. 27,4 Ανηγγέλθη δε στον Σαούλ ότι έχει φύγει πλέον ο Δαυίδ από την χώραν του Ισραήλ εις την χώραν της Γεθ και έτσι ο Σαούλ έπαυσε πλέον να τον αναζητή και να τον καταδιώκη.
Α Βασ. 27,5 καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς Ἀγχοῦς· εἰ δή εὕρηκεν ὁ δοῦλός σου χάριν ἐν ὀφθαλμοῖς σου, δότωσαν δή μοι τόπον ἐν μιᾷ τῶν πόλεων τῶν κατ᾿ ἀγρὸν καὶ καθήσομαι ἐκεῖ· καὶ ἱνατί κάθηται ὁ δοῦλός σου ἐν πόλει βασιλευομένη μετὰ σοῦ;
Α Βασ. 27,5 Είπε δε ο Δαυίδ προς τον Αγχούς· “εάν εγώ ο δούλος σου ευρήκα χάριν ενώπιόν σου, ας μου δώσης ως τοπον εγκαταστάσεώς μου μίαν από τας αγροτικάς πόλεις, δια να καθήσω εκεί. Διατί να κάθημαι εγώ ο δούλός σου εις την πόλιν αυτήν, όπου συ ως βασιλεύς έχεις την έδραν σου;”
Α Βασ. 27,6 καὶ ἔδωκεν αὐτῷ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τὴν Σεκελάκ· διὰ τοῦτο ἐγενήθη Σεκελὰκ τῷ βασιλεῖ τῆς Ἰουδαίας ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης.
Α Βασ. 27,6 Πράγματι ο Αγχούς παρεχώρησεν εις αυτόν κατά την ημέραν εκείνην την πόλιν Σεκελάκ. Δια τούτο δε η πόλις Σεκελάκ ανήκει μέχρι της ημέρας που γράφονται αυτά, στον βασιλέα της Ιουδαίας.
Α Βασ. 27,7 καὶ ἐγενήθη ὁ ἀριθμὸς τῶν ἡμερῶν, ὧν ἐκάθισε Δαυὶδ ἐν ἀγρῷ τῶν ἀλλοφύλων τέσσαρας μῆνας.
Α Βασ. 27,7 Εμεινεν ο Δαυίδ εις την αγροτικήν εκείνην περιοχήν των Φιλισταίων επί τέσσαρες μήνας.
Α Βασ. 27,8 καὶ ἀνέβαινε Δαυὶδ καὶ οἱ ἄνδρες αὐτοῦ καὶ ἐπετίθεντο ἐπὶ πάντα τὸν Γεσιρὶ καὶ ἐπὶ τὸν Ἀμαληκίτην· καὶ ἰδοὺ ἡ γῆ κατῳκεῖτο ἀπὸ ἀνηκόντων ἡ ἀπὸ Γελαμψοὺρ τετειχισμένων καὶ ἕως γῆς Αἰγύπτου.
Α Βασ. 27,8 Από εκεί εξήρχετο ο Δαυίδ και οι άνδρες του και έκαναν επιδρομάς εναντίον της φυλής Γεσιρί και των Αμαληκιτών. Η δε περιοχή, την οποίαν κατοικούσαν οι ανήκοντες εις τας φυλάς αυτάς, εξετείνετο από τα οχυρά της Γελαμψούρ μέχρι της χώρας Αιγύπτου.
Α Βασ. 27,9 καὶ ἔτυπτε τὴν γῆν καὶ οὐκ ἐζωογόνει ἄνδρα ἢ γυναῖκα καὶ ἐλάμβανον ποίμνια καὶ βουκόλια καὶ ὄνους καὶ καμήλους καὶ ἱματισμόν, καὶ ἀνέστρεψαν καὶ ἤρχοντο πρὸς Ἀγχοῦς.
Α Βασ. 27,9 Ο Δαυίδ έκανεν επιδρομάς εις την χώραν αυτήν, εκτυπούσε τους κατοίκους, εθανάτωνεν άνδρας και γυναίκας και έπαιρνε τα πρόβατα, τα βόδια, τους όνους, τας καμήλους, τα ενδύματα και επέστρεφαν πάλιν προς τον Αγχούς.
Α Βασ. 27,10 καὶ εἶπεν Ἀγχοῦς πρὸς Δαυίδ· ἐπὶ τίνα ἐπέθεσθε σήμερον; καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς Ἀγχοῦς· κατὰ νότον τῆς Ἰουδαίας καὶ κατὰ νότον Ἰεσμεγὰ καὶ κατὰ νότον τοῦ Κενεζί.
Α Βασ. 27,10 Ο Αγχούς ηρώτα τον Δαυίδ· “εναντίον τίνος σήμερον έχεις επιτεθή;” Και ο Δαυίδ έλεγε προς τον Αγχούς· “στο νότια μέρη της Ιουδαίας, προς νότον Ιεσμεγά και προς νότον των Κενεζαίων”.
Α Βασ. 27,11 καὶ ἄνδρα καὶ γυναῖκα οὐκ ἐζωογόνησα τοῦ εἰσαγαγεῖν εἰς Γὲθ λέγων· μὴ ἀναγγείλωσιν εἰς Γὲθ καθ᾿ ἡμῶν λέγοντες· τάδε Δαυὶδ ποιεῖ, καὶ τόδε τὸ δικαίωμα αὐτοῦ πάσας τὰς ἡμέρας, ἃς ἐκάθητο Δαυὶδ ἐν ἀγρῷ τῶν ἀλλοφύλων.
Α Βασ. 27,11 Δεν άφηνεν εν τη ζωή ούτε άνδρα ούτε γυναίκα, δια να μη έλθουν ζώντες εις Γέθ, μήπως τυχόν, όπως έλεγε· “και καταθέσουν καταμαρτυρίαν εναντίον ημών λέγοντες· Ιδού, αυτά και αυτά πράττει ο Δαυίδ. Ιδού ο τρόπος της ενεργείας του Δαυίδ καθ' όλον το διάστημα, που παρέμενεν εις την περιοχήν των Φιλισταίων”.
Α Βασ. 27,12 καὶ ἐπιστεύθη Δαυὶδ ἐν τῷ Ἀγχοῦς σφόδρα λέγων· ᾔσχυνται αἰσχυνόμενος ἐν τῷ λαῷ αὐτοῦ ἐν Ἰσραὴλ καὶ ἔσται μοι δοῦλος εἰς τὸν αἰῶνα.
Α Βασ. 27,12 Ετσι δε ο Δαυίδ απέκτησε πολύ μεγάλην εμπιστοσύνην εκ μέρους του Αγχούς, διότι αυτός εσκέπτετο και έλεγε· “ο Δαυίδ πολεμών εναντίον των Ισραηλιτών έχει μισηθή από τους Ισραηλίτας. Δια τούτο δε και θα είναι εις εμέ παντοτεινός υπηρέτης και δούλος”.
Α Βασ. 28,1 Καὶ ἐγενήθη ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις καὶ συναθροίζονται ἀλλόφυλοι ἐν ταῖς παρεμβολαῖς αὐτῶν ἐξελθεῖν πολεμεῖν μετὰ Ἰσραήλ, καὶ εἶπεν Ἀγχοῦς πρὸς Δαυίδ· γινώσκων γνώσῃ ὅτι μετ᾿ ἐμοῦ ἐξελεύσῃ εἰς πόλεμον σὺ καὶ οἱ ἄνδρες σου.
Α Βασ. 28,1 Κατά τας ημέρας εκείνας συνηθροίσθησαν τα επί μέρους στρατεύματα των Φιλισταίων εις μίαν στρατιάν, δια να πολεμήσουν εναντίον των Ισραηλιτών. Ο Αγχούς είπε τότε προς τον Δαυίδ· “γνωρίζεις βέβαια καλά, ότι θα εξέλθης εις πόλεμον συ και οι άνδρες σου μαζή με εμέ”.
Α Βασ. 28,2 καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς Ἀγχοῦς· οὕτω νῦν γνώσῃ ἃ ποιήσει ὁ δοῦλός σου· καὶ εἶπεν Ἀγχοῦς πρὸς Δαυίδ· οὕτως ἀρχισωματοφύλακα θήσομαί σε πάσας τὰς ἡμέρας.
Α Βασ. 28,2 Ο Δαυίδ απήντησε προς τον Αγχούς· “έτσι τώρα θα μάθης καλύτερα εκείνα τα κατορθώματα, τα οποία θα πραγματοποιήση ο δούλος σου”. Ο Αγχούς απήντησε προς τον Δαυίδ· “και εγώ σε εγκαθιστώ αρχηγόν της προσωπικής μου σωματοφυλακής”.
Α Βασ. 28,3 Καὶ Σαμουὴλ ἀπέθανε, καὶ ἐκόψαντο αὐτὸν πᾶς Ἰσραὴλ καὶ θάπτουσιν αὐτὸν ἐν Ἀρμαθαὶμ ἐν πόλει αὐτοῦ. καὶ Σαοὺλ περιεῖλε τοὺς ἐγγαστριμύθους καὶ τοὺς γνώστας ἀπὸ τῆς γῆς.
Α Βασ. 28,3 Ο Σαμουήλ απέθανεν, όπως προηγουμένως ελέχθη, όλοι δε οι Ισραηλίται εθρήνησαν αυτόν μετά κοπετών και δακρύων και τον έθαψαν εις την πόλιν Αρμαθαίμ. Πριν η αποθάνη ο Σαμουήλ, ο Σαούλ είχε καταδιώξει τους εγγαστριμύθους και εκείνους, οι οποίοι εκαλούσαν, δήθεν, νεκρούς από τον άδην.
Α Βασ. 28,4 καὶ συναθροίζονται οἱ ἀλλόφυλοι καὶ ἔρχονται καὶ παρεμβάλλουσιν εἰς Σωμάν, καὶ συναθροίζει Σαοὺλ πάντα ἄνδρα Ἰσραήλ, καὶ παρεμβάλλουσιν εἰς Γελβουέ.
Α Βασ. 28,4 ΟΙ Φιλισταίοι λοιπόν συνηθροίσθησαν, ήλθον και εστρατοπέδευσαν εις την πόλιν Σωμάν. Ο δε Σαούλ συνεκέντρωσεν όλους τους Ισραηλίτας πολεμιστάς, οι οποίοι και εστρατοπέδευσαν απέναντι στο όρος Γελβουέ.
Α Βασ. 28,5 καὶ εἶδε Σαοὺλ τὴν παρεμβολὴν τῶν ἀλλοφύλων καὶ ἐφοβήθη, καὶ ἐξέστη ἡ καρδία αὐτοῦ σφόδρα.
Α Βασ. 28,5 Ο Σαούλ είδε το στρατόπεδον των Φιλισταίων και κατελήφθη από φόβον. Εδειλίασεν η καρδία του πάρα πολύ.
Α Βασ. 28,6 καὶ ἐπηρώτησε Σαοὺλ διὰ Κυρίου, καὶ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῷ Κύριος ἐν τοῖς ἐνυπνίοις καὶ ἐν τοῖς δήλοις καὶ ἐν τοῖς προφήταις.
Α Βασ. 28,6 Ηθέλησε να μάθη δια την έκβασιν του πολέμου και ηρώτησε τον Κυριον. Ο Κυριος όμως δεν απήντησεν εις αυτόν, ούτε με τα ενύπνια, ούτε με την “δήλωσιν” και την “αλήθειαν”, ούτε με κανέναν από τους προφήτας.
Α Βασ. 28,7 καὶ εἶπε Σαοὺλ τοῖς παισὶν αὐτοῦ· ζητήσατέ μοι γυναῖκα ἐγγαστρίμυθον, καὶ πορεύσομαι πρὸς αὐτὴν καὶ ζητήσω ἐν αὐτῇ· καὶ εἶπαν οἱ παῖδες αὐτοῦ πρὸς αὐτόν· ἰδοὺ γυνὴ ἐγγαστρίμυθος ἐν Ἀενδώρ.
Α Βασ. 28,7 Είπε τότε ο Σαούλ στους δούλους του· “αναζητήσατε και φροντίσατε να μου βρήτε γυναίκα μάντισσαν, δια να μεταβώ προς αυτήν και να την συμβουλευθώ”. Είπαν οι δούλοι του προς αυτόν· “ιδού, υπάρχει μία μάντισσα εις Αενδώρ”.
Α Βασ. 28,8 καὶ συνεκαλύψατο Σαοὺλ καὶ περιεβάλετο ἱμάτια ἕτερα καὶ πορεύεται αὐτὸς καὶ δύο ἄνδρες μετ᾿ αὐτοῦ καὶ ἔρχονται πρὸς τὴν γυναῖκα νυκτὸς καὶ εἶπεν αὐτῇ· μάντευσαι δή μοι ἐν τῷ ἐγγαστριμύθῳ καὶ ἀνάγαγέ μοι ὃν ἐὰν εἴπω σοι.
Α Βασ. 28,8 Μετημφιέσθη ο Σαούλ, έβγαλε τα βασιλικά ενδύματα και εφόρεσεν άλλα και με δύο άνδρας μαζή του ήλθον προς την γυναίκα την μάντισσαν κατά το διάστημα της νυκτός και ο Σαουλ της είπε· “φανέρωσε σε παρακαλώ, εις ημάς το μέλλον φέρουσα από τον άδην πνεύμα, το οποίον εγώ θα σου είπω και το οποίον θα ομιλήση δια της κοιλίας σου”.
Α Βασ. 28,9 καὶ εἶπεν αὐτῷ ἡ γυνή· ἰδοὺ δὴ σὺ οἶδας ὅσα ἐποίησε Σαούλ, ὡς ἐξωλόθρευσε τοὺς ἐγγαστριμύθους καὶ τοὺς γνώστας ἀπὸ τῆς γῆς· καὶ ἱνατί σὺ παγιδεύεις τὴν ψυχήν μου θανατῶσαι αὐτήν;
Α Βασ. 28,9 Απήντησε προς αυτόν η μάντισσα· “συ γνωρίζεις πολύ καλά όσα έκαμε εναντίον των μάντεων ο Σαούλ, πως δηλαδή εξωλόθρευσε τους μάντεις και εκείνους οι οποίοι γνωρίζουν να καλούν πνεύματα από την γην. Διατί λοιπόν συ εκθέτεις εις παγίδα κινδύνου την ζωήν μου, ώστε να με θανατώση ο Σαούλ;”
Α Βασ. 28,10 καὶ ὤμοσεν αὐτῇ Σαοὺλ λέγων· ζῇ Κύριος, εἰ ἀπαντήσεταί σοι ἀδικία ἐν τῷ λόγῳ τούτῳ.
Α Βασ. 28,10 Ο Σαουλ ωρκίσθη εις την γυναίκα και είπε· “ορκίζομαι στον ζώντα Κυριον ότι κανένα απολύτως κακόν δεν θα επέλθη εις σε από αυτήν την πράξιν σου.
Α Βασ. 28,11 καὶ εἶπεν ἡ γυνή· τίνα ἀναγάγω σοι; καὶ εἶπε· τὸν Σαμουὴλ ἀνάγαγέ μοι.
Α Βασ. 28,11 Η γυνή ηρώτησε· “ποιόν θέλεις από τους νεκρούς να καλέσω;” Και ο Σαουλ είπε· “κάλεσέ μου τον Σαμουήλ”.
Α Βασ. 28,12 καὶ εἶδεν ἡ γυνὴ τὸν Σαμουὴλ καὶ ἀνεβόησε φωνῇ μεγάλῃ· καὶ εἶπεν ἡ γυνὴ πρὸς Σαούλ· ἱνατί παρελογίσω με; καὶ σὺ εἶ Σαούλ.
Α Βασ. 28,12 Η γυνή είδε τον Σαμουήλ να ανεβαίνη και έκραξε με φωνήν μεγάλην και είπεν η γυναίκα προς τον Σαούλ· “διατί με εξηπάτησες; Συ είσαι ο Σαούλ” !
Α Βασ. 28,13 καὶ εἶπεν αὐτῇ ὁ βασιλεύς· μὴ φοβοῦ, εἰπὸν τίνα ἑώρακας. καὶ εἶπεν αὐτῷ ἡ γυνή· θεοὺς ἑώρακα ἀναβαίνοντας ἐκ τῆς γῆς.
Α Βασ. 28,13 Ο βασιλεύς της απήντησε· “μη φοβήσαι. Πές μου ποιόν είδες”. Είπεν εις αυτόν η γυναίκα· “εγώ είδα θεούς να αναβαίνουν από την γην”.
Α Βασ. 28,14 καὶ εἶπεν αὐτῇ· τί ἔγνως; καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἄνδρα ὄρθιον ἀναβαίνοντα ἐκ τῆς γῆς, καὶ οὗτος διπλοΐδα ἀναβεβλημένος. καὶ ἔγνω Σαούλ, ὅτι οὗτος Σαμουήλ, καὶ ἔκυψεν ἐπὶ πρόσωπον αὐτοῦ ἐπὶ τὴν γῆν καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ.
Α Βασ. 28,14 Ο βασιλεύς την ηρώτησε· “τι ακριβώς είδες;” Εκείνη απήντησεν· “είδα ένα όρθιον άνδρα να ανεβαίνη από τον άδην και αυτός ήτο ενδεδυμένος διπλοΐδα”. Αμέσως ο Σαουλ αντελήφθη ότι αυτός ήτο ο Σαμουήλ. Εσκυψε μέχρις εδάφους το πρόσωπόν του και επροσκύνησε τον Σαμουήλ.
Α Βασ. 28,15 καὶ εἶπε Σαμουήλ· ἱνατί παρηνώχλησάς μοι ἀναβῆναί με; καὶ εἶπε Σαούλ· θλίβομαι σφόδρα, καὶ οἱ ἀλλόφυλοι πολεμοῦσιν ἐν ἐμοί, καὶ ὁ Θεὸς ἀφέστηκεν ἀπ᾿ ἐμοῦ καὶ οὐκ ἐπακήκοέ μοι ἔτι καὶ ἐν χειρὶ τῶν προφητῶν καὶ ἐν τοῖς ἐνυπνίοις· καὶ νῦν κέκληκά σε γνωρίσαι μοι τί ποιήσω.
Α Βασ. 28,15 Ο Σαμουήλ είπε προς τον Σαούλ· “διατί με ηνώχλησες και με εκάλεσες να αναβώ εδώ;” Απήντησεν ο Σαούλ· “ευρίσκομαι υπό το κράτος μεγάλης θλίψεως. Οι αλλόφυλοι πολεμούν εναντίον μου, ο Θεός έχει απομακρυνθή από εμέ, δεν με ακούει πλέον, αν και τον παρακαλώ προς τούτο. Δεν μου απαντά ούτε δια των προφητών ούτε με τα ενύπνια. Και τώρα σε έχω καλέσει, δια να μου καταστήσης γνωστόν και να με συμβουλεύσης τι πρέπει να κάμω”.
Α Βασ. 28,16 καὶ εἶπε Σαμουήλ· ἱνατί ἐπερωτᾷς με; καὶ Κύριος ἀφέστηκεν ἀπὸ σοῦ καὶ γέγονε μετὰ τοῦ πλησίον σου·
Α Βασ. 28,16 Ο Σαμουήλ του απήντησε· “διατί με ερωτάς; Εγώ δεν ημπορώ πλέον εις τίποτε να σε βοηθήσω, διότι ο Κυριος έχει απομακρυνθή από σε και συμπαρίσταται προστάτης και βοηθός του πλησίον σου, δηλαδή του Δαυίδ.
Α Βασ. 28,17 καὶ πεποίηκε Κύριός σοι καθὼς ἐλάλησε Κύριος ἐν χειρί μου, καὶ διαῤῥήξει Κύριος τὴν βασιλείαν σου ἐκ χειρός σου καὶ δώσει αὐτὴν τῷ πλησίον σου τῷ Δαυίδ.
Α Βασ. 28,17 Ο Κυριος έκαμεν εναντίον σου ο,τι είχε προφητεύσει δι' εμού. Θα διαρρήξη ο Κυριος και θα αφαιρέση από σε την βασιλείαν σου και θα την δώση στον πλησίον σου, στον Δαυίδ.
Α Βασ. 28,18 διότι οὐκ ἤκουσας φωνῆς Κυρίου καὶ οὐκ ἐποίησας θυμὸν ὀργῆς αὐτοῦ ἐν Ἀμαλήκ, διὰ τοῦτο τὸ ῥῆμα ἐποίησε Κύριός σοι ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ.
Α Βασ. 28,18 Τούτο δέ, διότι δεν υπήκουσες εις την φωνήν του Κυρίου, ώστε να πολεμήσης τους Αμαληκίτας και να εκτελέσης εναντίον αυτών όσα η δικαία οργή του επέβαλλε. Δι' αυτόν τον λόγον θα επιφέρη ο Κυριος κατά την ημέραν αυτήν τιμωρίαν εναντίον σου.
Α Βασ. 28,19 καὶ παραδώσει Κύριος τὸν Ἰσραὴλ μετὰ σοῦ εἰς χεῖρας ἀλλοφύλων, καὶ αὔριον σὺ καὶ οἱ υἱοί σου μετὰ σοῦ πεσοῦνται, καὶ τὴν παρεμβολὴν Ἰσραὴλ δώσει Κύριος εἰς χεῖρας ἀλλοφύλων.
Α Βασ. 28,19 Ο Κυριος θα παραδώση μαζή με σε και όλους τους Ισραηλίτας εις τα χέρια των αλλοφύλων. Αύριον συ και τα παιδιά σου θα φονευθούν από τους Φιλισταίους και ολόκληρος η παρεμβολή των Ισραηλιτών θα δοθή από τον Κυριον εις τα χέρια των Φιλισταίων”.
Α Βασ. 28,20 καὶ ἔσπευσε Σαοὺλ καὶ ἔπεσεν ἑστηκὼς ἐπὶ τὴν γῆν καὶ ἐφοβήθη σφόδρα ἀπὸ τῶν λόγων Σαμουήλ· καὶ ἐν αὐτῷ οὐκ ἦν ἰσχὺς ἔτι, οὐ γὰρ ἔφαγεν ἄρτον ὅλην τὴν ἡμέραν καὶ ὅλην τὴν νύκτα ἐκείνην.
Α Βασ. 28,20 Ανεστατώθη πολύ ο Σαούλ από τον λόγον εκείνον, έπεσε καθ' όλον το μήκος του σώματός του εις την γην και κατέκειτο εις αυτήν, διότι εφοβήθη πάρα πολύ από τα λόγια του Σαμουήλ. Δεν έμεινε πλέον καμμία δύναμις μέσα του. Δεν έφαγε τίποτε όλην εκείνην την ημέραν και όλην την νύκτα”.
Α Βασ. 28,21 καὶ εἰσῆλθεν ἡ γυνὴ πρὸς Σαοὺλ καὶ εἶδεν ὅτι ἔσπευσε σφόδρα, καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· ἰδοὺ δὴ ἤκουσεν ἡ δούλη σου τῆς φωνῆς σου καὶ ἐθέμην τὴν ψυχήν μου ἐν τῇ χειρί μου καὶ ἤκουσα τοὺς λόγους, οὓς ἐλάλησάς μοι·
Α Βασ. 28,21 Η μάντισσα γυνή επλησίασε προς τον Σαούλ, τον είδε τόσον πολύ θλιμμένον και είπε προς αυτόν· “ιδού λοιπόν ήκουσεν η δούλη σου την παράκλησίν σου και εξέθεσα την ζωήν μου εις κίνδυνον, διότι υπήκουσα εις τα λόγια, τα οποία μου είπες.
Α Βασ. 28,22 καὶ νῦν ἄκουσον δὴ φωνῆς τῆς δούλης σου, καὶ παραθήσω ἐνώπιόν σου ψωμὸν ἄρτου, καὶ φάγε, καὶ ἔσται σοι ἰσχύς, ὅτι πορεύῃ ἐν ὁδῷ.
Α Βασ. 28,22 Ακουσε λοιπόν τώρα και την παράκλησιν της δούλης σου· Θα παραθέσω ενώπιόν σου ένα κομμάτι ψωμί να φάγης και έτσι θα επανέλθη εις σε η δύναμις, διότι θα βαδίσης δρόμον πολύν”.
Α Βασ. 28,23 καὶ οὐκ ἐβουλήθη φαγεῖν· καὶ παρεβιάζοντο αὐτὸν οἱ παῖδες αὐτοῦ καὶ ἡ γυνή, καὶ ἤκουσε τῆς φωνῆς αὐτῶν καὶ ἀνέστη ἀπὸ τῆς γῆς καί ἐκάθισεν ἐπὶ τὸν δίφρον.
Α Βασ. 28,23 Ο Σαούλ δεν ηθέλησε να φάγη. Επέμεναν όμως στούτο οι συνοδοί του δούλοι και η γυνή η μάντισσα. Ηκουσεν επί τέλους την παράκλησίν των, εσηκώθη από το έδαφος και εκάθησεν εις ένα δίφρον.
Α Βασ. 28,24 καὶ τῇ γυναικὶ ἦν δάμαλις νομὰς ἐν τῇ οἰκίᾳ, καὶ ἔσπευσε καὶ ἔθυσεν αὐτὴν καὶ ἔλαβεν ἄλευρα καὶ ἐφύρασε καὶ ἔπεψεν ἄζυμα
Α Βασ. 28,24 Η γυναίκα αυτή είχε μίαν καλοθρεμμένην δάμαλιν στο σπίτι της, έσπευσε και την έσφαξεν επήρεν αλεύρι, το εζύμωσε και έψησε λαγάνες.
Α Βασ. 28,25 καὶ προσήγαγεν ἐνώπιον Σαοὺλ καὶ ἐνώπιον τῶν παιδῶν αὐτοῦ, καὶ ἔφαγον. καὶ ἀνέστησαν καὶ ἀπῆλθον τὴν νύκτα ἐκείνην.
Α Βασ. 28,25 Προσέφερεν αυτά στον Σαούλ και στους συνοδεύοντας αυτόν νεαρούς υπηρέτας του, οι οποίοι και έφαγον. Επειτα δε εσηκώθησαν και ανεχώρησαν την ιδίαν εκείνην νύκτα δια το στρατόπεδόν των.
Α Βασ. 29,1 Καὶ συναθροίζουσιν ἀλλόφυλοι πάσας τὰς παρεμβολὰς αὐτῶν εἰς Ἀφέκ, καὶ Ἰσραὴλ παρενέβαλεν ἐν Ἀενδὼρ τὴν ἐν Ἰεζραέλ.
Α Βασ. 29,1 Οι Φιλισταίοι συνεκέντρωσαν όλα τα στρατεύματά των εις Αφέκ, οι δε Ισραηλίται εστρατοπέδευσαν εις Αενδώρ, εις την κοιλάδα της Ιεζραέλ.
Α Βασ. 29,2 καὶ οἱ σατράπαι τῶν ἀλλοφύλων παρεπορεύοντο εἰς ἑκατοντάδας καὶ χιλιάδας, καὶ Δαυὶδ καὶ οἱ ἄνδρες αὐτοῦ παρεπορεύοντο ἐπ᾿ ἐσχάτων μετὰ Ἀγχοῦς.
Α Βασ. 29,2 Οι σατράπαι των Φιλισταίων επροπορεύοντο επί κεφαλής στρατιωτικών τμημάτων εκατόν και χιλίων ανδρών, ο δε Δαυίδ και οι άνδρες του ακολουθούσαν τελευταίοι μαζή με τον Αγχούς.
Α Βασ. 29,3 καὶ εἶπον οἱ σατράπαι τῶν ἀλλοφύλων· τίνες οἱ διαπορευόμενοι οὗτοι; καὶ εἶπεν Ἀγχοῦς πρὸς τοὺς στρατηγοὺς τῶν ἀλλοφύλων· οὐχ οὗτος Δαυὶδ ὁ δοῦλος Σαοὺλ βασιλέως Ἰσραήλ; γέγονε μεθ᾿ ἡμῶν ἡμέρας τοῦτο δεύτερον ἔτος, καὶ οὐχ εὕρηκα ἐν αὐτῷ οὐθὲν ἀφ᾿ ἧς ἡμέρας ἐνέπεσε πρός με καὶ ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης.
Α Βασ. 29,3 Οι σατράπαι των Φιλισταίων, όταν είδαν τον Δαυίδ, είπαν προς τον Αγχούς· “ποίοι είναι αυτοί, οι οποίοι προχωρούν μαζή μας;” Ο Αγχούς απήντησεν στους στρατηγούς τούτους των Φιλισταίων· “δεν τον γνωρίζετε; Αυτός είναι ο Δαυίδ, ο δούλος του βασιλέως των Ισραηλιτύν, του Σαούλ. Ευρίσκεται μαζή μας δεύτερον τούτο έτος. Τιποτε κατά το διάστημα αυτό άξιον μομφής δεν ευρήκα εις αυτόν από την ημέραν, που έπεσεν εις τα χέρια μου μέχρι της σημερινής ημέρας”.
Α Βασ. 29,4 καὶ ἐλυπήθησαν ἐπ᾿ αὐτῷ οἱ στρατηγοὶ τῶν ἀλλοφύλων καὶ λέγουσιν αὐτῷ· ἀπόστρεψον τὸν ἄνδρα καὶ ἀποστραφήτω εἰς τὸν τόπον αὐτοῦ, οὗ κατέστησας αὐτὸν ἐκεῖ, καὶ μὴ ἐρχέσθω μεθ᾿ ἡμῶν εἰς τὸν πόλεμον καὶ μὴ γινέσθω ἐπίβουλος τῆς παρεμβολῆς· καὶ ἐν τίνι διαλλαγήσεται οὗτος τῷ κυρίῳ αὐτοῦ; οὐχὶ ἐν ταῖς κεφαλαῖς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων;
Α Βασ. 29,4 Οι στρατηγοί των αλλοφύλων επικράνθησαν εναντίον του Αγχούς και του είπαν· “πες στον άνδρα αυτόν να επιστρέψη στον τόπον του, εκεί όπου συ τον έχεις εγκαταστήσει και να μη έλθη μαζή μας στον πόλεμον, διότι υπάρχει φόβος να γίνη προδότης των στρατευμάτων μας. Και ποιός ημπορεί να γνωρίζη τον τρόπον, με τον οποίον ο Δαυίδ θα ήθελε να συνδιαλλαγή με τον κύριόν του; Πιθανόν να προτείνη εις αυτόν τας κεφαλάς των ανδρών του στρατεύματός μας.
Α Βασ. 29,5 οὐχ οὗτος Δαυίδ, ᾧ ἐξῆρχον ἐν χοροῖς λέγοντες· ἐπάταξε Σαοὺλ ἐν χιλιάσιν αὐτοῦ καὶ Δαυὶδ ἐν μυριάσιν αὐτοῦ;
Α Βασ. 29,5 Αυτός δεν είναι ο Δαυίδ, προς χάριν του οποίου έσυραν τον χορόν αι γυναίκες και έψαλλαν· Εφόνευσεν ο Σαούλ χιλιάδας και ο Δαυίδ εφόνευσε μυριάδας;
Α Βασ. 29,6 καὶ ἐκάλεσεν Ἀγχοῦς τὸν Δαυὶδ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ζῇ Κύριος, ὅτι εὐθὴς σὺ καὶ ἀγαθὸς ἐν ὀφθαλμοῖς μου, καὶ ἡ ἔξοδός σου και ἡ εἴσοδός σου μετ᾿ ἐμοῦ ἐν τῇ παρεμβολῇ, καὶ ὅτι οὐχ εὕρηκα κατὰ σοῦ κακίαν ἀφ᾿ ἧς ἡμέρας ἥκεις πρός με ἕως τῆς σήμερον ἡμέρας· καὶ ἐν ὀφθαλμοῖς τῶν σατραπῶν οὐκ ἀγαθὸς σύ·
Α Βασ. 29,6 Ο Αγχούς εκάλεσε τον Δαυίδ και του είπεν· “ορκίζομαι στον ζώντα Θεόν, ότι συ υπήρξες έντιμος και ειλικρινής ενώπιόν μου και γενικώς η συμπεριφορά σου στο στράτευμα ήτο τέτοια, ώστε τίποτε το αξιοκατάκριτον δεν έχω να σου κατηγορήσω από την ημέραν, που έχεις έλθει μαζή μου μέχρι σήμερα. Εις τα μάτια όμως των σατραπών δεν είσαι ευάρεστος.
Α Βασ. 29,7 καὶ νῦν ἀνάστρεφε καὶ πορεύου εἰς εἰρήνην, καὶ οὐ μὴ ποιήσῃς κακίαν ἐν ὀφθαλμοῖς τῶν σατραπῶν τῶν ἀλλοφύλων.
Α Βασ. 29,7 Τωρα λοιπόν γύρισε πίσω, πήγαινε εις οδόν ειρήνης, δια να μη τυχόν και ιδής την κακίαν των σατραπών να εκσπά εναντίον σου”.
Α Βασ. 29,8 καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς Ἀγχοῦς· τί πεποίηκά σοι καὶ τί εὗρες ἐν τῷ δούλῳ σου ἀφ᾿ ἧς ἡμέρας ἤμην ἐνώπιόν σου καὶ ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης, ὅτι οὐ μὴ ἔλθω πολεμήσας τοὺς ἐχθροὺς τοῦ κυρίου μου τοῦ βασιλέως;
Α Βασ. 29,8 Είπεν ο Δαυίδ προς τον Αγχούς· “τι κακόν έκαμα εις σε και τι αδίκημα ευρήκες εις εμέ τον δούλον σου, από την ημέραν κατά την οποίαν παρουσιάσθην ενώπιόν σου μέχρι της ημέρας αυτής, ώστε να μη λάβω μέρος στον πόλεμον του κυρίου μου, του βασιλέως, εναντίον των εχθρών του;”
Α Βασ. 29,9 καὶ ἀπεκρίθη Ἀγχοῦς πρὸς Δαυίδ· οἶδα ὅτι ἀγαθὸς σὺ ἐν ὀφθαλμοῖς μου, ἀλλ᾿ οἱ σατράπαι τῶν ἀλλοφύλων λέγουσιν· οὐχ ἥξει μεθ᾿ ἡμῶν εἰς πόλεμον.
Α Βασ. 29,9 Ο Αγχούς απήντησε προς τον Δαυίδ· “γνωρίζω πολύ καλά ότι συ εφάνης έντιμος και καλός ενώπιόν μου, αλλά οι σατράπαι των αλλοφύλων λέγουν και επιμένουν· Αυτός δεν θα έλθη μαζή μας στον πόλεμον.
Α Βασ. 29,10 καὶ νῦν ὄρθρισον τὸ πρωΐ σὺ καὶ οἱ παῖδες τοῦ κυρίου σου οἱ ἥκοντες μετὰ σοῦ, καὶ πορεύεσθε εἰς τὸν τόπον, οὗ κατέστησα ὑμᾶς ἐκεῖ, καὶ λόγον λοιμὸν μὴ θῇς ἐν καρδίᾳ σου, ὅτι ἀγαθὸς σὺ ἐνώπιόν μου· καὶ ὀρθρίσατε ἐν τῇ ὁδῷ, καὶ φωτισάτω ὑμῖν, καὶ πορεύθητε.
Α Βασ. 29,10 Και τώρα, λοιπόν, σηκωθήτε λίαν πρωι, συ και οι άνδρες που σε ακολουθούν, οι δούλοι αυτοί του πρώην κυρίου σου του Σαούλ, και επανέλθετε στον τόπον, όπου εγώ σας έχω εγκαταστήσει. Καμμίαν δε κακήν σκεψιν μη βάλης στο μυαλό σου, ότι τάχα, εγώ έχω κάτι εναντίον σου, διότι συ απεδείχθης αγαθός και καλός ενώπιόν μου. Σηκωθήτε, λοιπόν, συ και οι άνδρες σου πρωϊ και μόλις φωτίση αναχωρήσατε”.
Α Βασ. 29,11 καὶ ὤρθρισε Δαυὶδ αὐτὸς καὶ οἱ ἄνδρες αὐτοῦ ἀπελθεῖν καὶ φυλάσσειν τὴν γῆν τῶν ἀλλοφύλων, καὶ οἱ ἀλλόφυλοι ἀνέβησαν πολεμεῖν ἐπὶ Ἰσραήλ.
Α Βασ. 29,11 Ο Δαυίδ και οι μετ' αυτού άνδρες ηγέρθησαν λίαν πρωϊ, δια να αναχωρήσουν και να επιστρέψουν και φυλάξουν την χώραν των αλλοφύλων. Οι αλλόφυλοι ανέβησαν και ήρχισαν τον πόλεμόν των εναντίον των Ισραηλιτών.
Α Βασ. 30,1 Καὶ ἐγενήθη εἰσελθόντος Δαυὶδ καὶ τῶν ἄνδρῶν αὐτοῦ τὴν Σεκελὰκ τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ, καὶ Ἀμαλὴκ ἐπέθετο ἐπὶ τὸν νότον καὶ ἐπὶ τὴν Σεκελὰκ καὶ ἐπάταξε τὴν Σεκελὰκ καὶ ἐνεπύρισαν αὐτὴν ἐν πυρί·
Α Βασ. 30,1 Ο Δαυίδ κατά την τρίτην ημέραν από της αναχωρήσεώς του επέστρεψε μαζή με τους άνδρας του εις την Σεκελάκ. Οι Αμαληκίται εν τω μεταξύ είχαν επιτεθή νοτίως της Παλαιστίνης εναντίον της Σεκελάκ, την κατέλαβαν και την παρέδωσαν στο πυρ.
Α Βασ. 30,2 καὶ τὰς γυναῖκας καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτῇ ἀπὸ μικροῦ ἕως μεγάλου οὐκ ἐθανάτωσαν ἄνδρα καὶ γυναῖκα, ἀλλ᾿ ᾐχμαλώτευσαν καὶ ἀπῆλθον εἰς τὴν ὁδὸν αὐτῶν.
Α Βασ. 30,2 Κανένα όμως από τους κατοίκους δεν εφόνευσαν, αλλά όλους όσοι ευρίσκοντο εις αυτήν, από μικρού έως μεγάλου, άνδρας και γυναίκας, τους επήραν αιχμαλώτους και επανήλθον εις την πατρίδα των.
Α Βασ. 30,3 καὶ ἦλθε Δαυὶδ καὶ οἱ ἄνδρες αὐτοῦ εἰς τὴν πόλιν, καὶ ἰδοὺ ἐμπεπύρισται ἐν πυρί, αἱ δὲ γυναῖκες αὐτῶν καὶ οἱ υἱοὶ αὐτῶν καὶ αἱ θυγατέρες αὐτῶν ᾐχμαλωτευμένοι.
Α Βασ. 30,3 Εφθασεν ο Δαυίδ με τους άνδρας του εις την πόλιν Σεκελάκ και ιδού, ήτο ολόκληρος παραδεδομένη εις τας φλόγας, αι δε γυναίκες αυτών και τα παιδιά των και αι θυγατέρες των είχαν αιχμαλωτισθή.
Α Βασ. 30,4 καὶ ᾖρε Δαυὶδ καὶ οἱ ἄνδρες αὐτοῦ τὴν φωνὴν αὐτῶν καί ἔκλαυσαν, ἕως ὅτου οὐκ ἦν ἐν αὐτοῖς ἰσχὺς ἔτι τοῦ κλαίειν.
Α Βασ. 30,4 Ο Δαυίδ και όλοι οι άνδρες, που ήσαν μαζή του, έβγαλαν μεγάλην κραυγήν και έκλαυσαν τόσον πολύ, ώστε δεν τους είχεν απομείνει πλέον ισχύς να κλαύσουν περισσότερον.
Α Βασ. 30,5 καὶ ἀμφότεραι αἱ γυναῖκες Δαυὶδ ᾐχμαλωτεύθησαν, Ἀχινόομ ἡ Ἰεζραηλῖτις καὶ Ἀβιγαία ἡ γυνὴ Νάβαλ τοῦ Καρμηλίου.
Α Βασ. 30,5 Και αι δύο γυναίκες του Δαυίδ είχον επίσης αιχμαλωτισθή, η Αχινόομ η Ισραηλίτις και η Αβιγαία η σύζυγος του Ναβαλ του Καρμηλίου.
Α Βασ. 30,6 καὶ ἐθλίβη Δαυὶδ σφόδρα, ὅτι εἶπεν ὁ λαὸς λιθοβολῆσαι αὐτόν, ὅτι κατώδυνος ψυχὴ παντὸς τοῦ λαοῦ, ἑκάστου ἐπὶ τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ καὶ ἐπὶ τὰς θυγατέρας αὐτοῦ· καὶ ἐκραταιώθη Δαυὶδ ἐν Κυρίῳ Θεῷ αὐτοῦ.
Α Βασ. 30,6 Ο Δαυίδ ελυπήθη πάρα πολύ δι' αυτά και διότι ο λαός του είχεν αποφασίσει να τον λιθοβολήση. Η ψυχή όλων επονούσε βαθύτατα, διότι τα παιδιά και αι θυγατέρες ενός εκάστου από αυτούς, είχαν αιχμαλωτισθή. Ο Δαυίδ μέσα εις την μεγάλην του αυτήν οδύνην ενισχύθη από τον Κυριον και Θεόν του.
Α Βασ. 30,7 καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς Ἀβιάθαρ τὸν ἱερέα υἱὸν Ἀβιμέλεχ· προσάγαγε τὸ ἐφούδ.
Α Βασ. 30,7 Είπε τότε ο Δαυίδ προς τον αρχιερέα Αβιάθαρ, τον υιόν του Αχιμέλεχ· “φέρε εδώ και φόρεσε το εφούδ”.
Α Βασ. 30,8 καὶ ἐπηρώτησε Δαυὶδ διά τοῦ Κυρίου λέγων· εἰ καταδιώξω ὀπίσω τοῦ γεδδοὺρ τούτου, εἰ καταλήψομαι αὐτούς; καὶ εἶπεν αὐτῷ· καταδίωκε, ὅτι καταλαμβάνων καταλήψῃ αὐτοὺς καὶ ἐξαιρούμενος ἐξελῇ.
Α Βασ. 30,8 Αφού ο αρχιερεύς εφόρεσε το εφούδ, ο Δαυίδ ηρώτησε τον Κυριον μέσω του εφούδ και είπε· “να επιτεθώ εναντίον αυτών των ληστών; Θα τους καταβάλω;” Ο Κυριος απήντησε προς αυτόν· “καταδίωξέ τους διότι ασφαλώς θα τους καταβάλης και θα απελευθερώσης τους αιχμαλώτους”.
Α Βασ. 30,9 καὶ ἐπορεύθη Δαυίδ, αὐτὸς καὶ οἱ ἑξακόσιοι ἄνδρες μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἔρχονται ἕως τοῦ χειμάῤῥου Βοσόρ, καὶ οἱ περισσοὶ ἔστησαν.
Α Βασ. 30,9 Ο Δαυίδ εβάδισεν αυτός και οι εξακόσιοι άνδρες του και έφθασαν μέχρι του χειμάρρου Βοσόρ. Εκεί οι βραδυπορήσαντες έμειναν πίσω.
Α Βασ. 30,10 καὶ κατεδίωξεν ἐν τετρακοσίοις ἀνδράσιν, ὑπέστησαν δὲ διακόσιοι ἄνδρες, οἵτινες ἐκάθισαν πέραν τοῦ χειμάῤῥου τοῦ Βοσόρ.
Α Βασ. 30,10 Ο Δαυίδ με τους υπολοίπους τετρακοσίους άνδρας συνέχισε την πορείαν εις καταδίωξιν των Αμαληκιτών, ενώ οι άλλοι διακόσιοι άνδρες εκάθισαν πέραν από τον χείμαρρον Βοσόρ.
Α Βασ. 30,11 καὶ εὑρίσκουσιν ἄνδρα Αἰγύπτιον ἐν ἀγρῷ καὶ λαμβάνουσιν αὐτὸν καὶ ἄγουσιν αὐτὸν πρὸς Δαυίδ·
Α Βασ. 30,11 Καθώς προχωρούσαν οι τετρακόσιοι με τον Δαυίδ, ευρήκαν εις κάποιον αγρόν ένα άνδρα Αιγύπτιον, τον συνέλαβαν και τον ωδήγησαν ενώπιον του Δαυίδ.
Α Βασ. 30,12 καὶ διδόασιν αὐτῷ ἄρτον, καὶ ἔφαγε, καὶ ἐπότισαν αὐτὸν ὕδωρ· καὶ διδόασιν αὐτῷ κλάσμα παλάθης, καὶ ἔφαγε, καὶ κατέστη τὸ πνεῦμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ, ὅτι οὐ βεβρώκει ἄρτον καὶ οὐ πεπώκει ὕδωρ τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας.
Α Βασ. 30,12 Εδωσαν εις αυτόν τροφήν και έφαγε, έδωσαν νερό και έπιε. Του έδωσαν επίσης μερικά σύκα, τα οποία έφαγε, και τοιουτοτρόπως αυτός συνήλθεν από την λιποθυμίαν του, διότι είχε τρεις ημέρας και τρεις νύκτας να φάγη άρτον και να πίη νερό.
Α Βασ. 30,13 καὶ εἶπεν αὐτῷ Δαυίδ· τίνος σὺ εἶ καὶ πόθεν εἶ; καὶ εἶπε τὸ παιδάριον τὸ Αἰγύπτιον· ἐγώ εἰμι δοῦλος ἀνδρὸς Ἀμαληκίτου, καὶ κατέλιπέ με ὁ Κύριός μου, ὅτι ἠνωχλήθην ἐγὼ σήμερον τριταῖος.
Α Βασ. 30,13 Τον ηρώτησεν ο Δαυίδ· “τίνος είσαι συ; Από που κατάγεσαι;” Και ο νεαρός εκείνος Αιγύπτιος είπεν· “εγώ είμαι δούλος ενός Αμαληκίτου και ο κύριός μου με εγκατέλιπε, διότι τρίτην αυτήν ημέραν εγώ ήμην ασθενής.
Α Βασ. 30,14 καὶ ἡμεῖς ἐπεθέμεθα ἐπὶ τὸν νότον τοῦ Χολθὶ καὶ ἐπὶ τὰ τῆς Ἰουδαίας μέρη καὶ ἐπὶ νότον Χελοὺβ καὶ τὴν Σεκελὰκ ἐνεπυρίσαμεν ἐν πυρί.
Α Βασ. 30,14 Ημείς είμεθα εκείνοι, οι οποίοι είχομεν επιτεθή προς τας νοτίας περιοχάς της Παλαιστίνης, εναντίον των φυλών Χολθί, εις τα μέρη της Ιουδαίας προς νότον, εις την περιοχήν εκείνην, η οποία ανήκει στον Χαλεβ και ημείς επίσης παρεδώσαμεν στο πυρ την Σεκελάκ”.
Α Βασ. 30,15 καὶ εἶπεν αὐτῷ Δαυίδ· εἰ κατάξεις με ἐπὶ τὸ γεδδοὺρ τοῦτο; καὶ εἶπεν· ὄμοσον δή μοι κατὰ τοῦ Θεοῦ μὴ θανατώσειν με καὶ μὴ παραδοῦναί με εἰς χεῖρας τοῦ κυρίου μου, καὶ κατάξω σε ἐπὶ τὸ γεδδοὺρ τοῦτο.
Α Βασ. 30,15 Του είπεν ο Δαυίδ· “ημπορείς να με οδηγήσης εις αυτήν την συμμορίαν;” Ο δε Αιγύπτιος απήντησεν· “ορκίσου μου ενώπιον του Θεού ότι δεν θα με φονεύσης η δεν θα με παραδώσης εις τα χέρια του κυρίου μου, και εγώ αναλαμβάνω να σε οδηγήσω εναντίον αυτής της συμμορίας”.
Α Βασ. 30,16 καὶ κατήγαγεν αὐτὸν ἐκεῖ, καὶ ἰδοὺ οὗτοι διακεχυμένοι ἐπὶ πρόσωπον πάσης τῆς γῆς ἐσθίοντες καὶ πίνοντες καὶ ἑορτάζοντες ἐν πᾶσι τοῖς σκύλοις τοῖς μεγάλοις, οἷς ἔλαβον ἐκ γῆς ἀλλοφύλων καὶ ἐκ γῆς Ἰούδα.
Α Βασ. 30,16 Πράγματι ο νεαρός εκείνος Αιγύπτιος δούλος, ωδήγησε τον Δαυίδ στο μέρος, όπου ευρίσκετο η συμμορία των Αμαληκιτών. Και ιδού, οι Αμαληκίται είχαν διασκορπισθή εις την περιοχήν εκείνην τρώγοντες και πίνοντες και πανηγυρίζοντες δια τα πολλά και μεγάλα λάφυρα, τα οποία είχαν πάρει από την γην των αλλοφύλων και από την γην του Ιούδα.
Α Βασ. 30,17 καὶ ἦλθεν ἐπ᾿ αὐτοὺς Δαυὶδ καὶ ἐπάταξεν αὐτοὺς ἀπὸ ἑωσφόρου ἕως δείλης καὶ τῇ ἐπαύριον, καὶ οὐκ ἐσώθη ἐξ αὐτῶν ἀνὴρ ὅτι ἀλλ᾿ ἢ τετρακόσια παιδάρια, ἃ ἦν ἐπιβεβηκότα ἐπὶ τὰς καμήλους καὶ ἔφυγον.
Α Βασ. 30,17 Ο Δαυίδ επετέθη αιφνιδίως εναντίον των και τους εκτύπα από το πρωϊ έως το βράδυ και έως την άλλην ημέραν. Κανείς από αυτούς δεν εσώθη ει μη μόνον τετρακόσιοι νέοι, οι οποίοι είχον καβαλικεύσει καμήλας και έφυγαν ολοταχώς.
Α Βασ. 30,18 καὶ ἀφείλατο Δαυὶδ πάντα, ἃ ἔλαβον οἱ Ἀμαληκῖται, καὶ ἀμφοτέρας τὰς γυναῖκας αὐτοῦ ἐξείλατο.
Α Βασ. 30,18 Ο Δαυίδ ξαναπήρε πάλιν και διέσωσεν όλα όσα είχαν λαφυραγωγήσει οι Αμαληκίται, διέσωσε δε και τας δύο γυναίκας του.
Α Βασ. 30,19 καὶ οὐ διεφώνησεν αὐτοῖς ἀπὸ μικροῦ ἕως μεγάλου καὶ ἀπὸ τῶν σκύλων καὶ ἕως υἱῶν καὶ θυγατέρων καὶ ἕως πάντων, ὧν ἔλαβον αὐτῶν· τὰ πάντα ἐπέστρεψε Δαυίδ.
Α Βασ. 30,19 Τιποτε από όσα είχαν οι Ισραηλίται δεν εχάθηκε ούτε μικρόν ούτε μεγάλον από τα λάφυρα ούτε φυσικά οι αιχμαλωτισθέντες υιοί και αι θυγατέρες των. Γενικώς όλα όσα είχαν λαφυραγωγήσει οι Αμαληκίται, ο Δαυίδ τα επήρε πίσω και επέστρεφεν εις την Σεκελάκ.
Α Βασ. 30,20 καὶ ἔλαβε πάντα τὰ ποίμνια καὶ τὰ βουκόλια καὶ ἀπήγαγεν ἔμπροσθεν τῶν σκύλων, καὶ τοῖς σκύλοις ἐκείνοις ἐλέγετο· ταῦτα τὰ σκῦλα Δαυίδ.
Α Βασ. 30,20 Επήρεν ο Δαυίδ τα πρόβατα και τα βόδια· ωδηγούσαν δε αυτά εμπρός από τα άλλα λάφυρα και διαλαλούσαν· “αυτά είναι τα λάφυρα του Δαυίδ”.
Α Βασ. 30,21 καὶ παραγίνεται Δαυὶδ πρὸς τοὺς διακοσίους ἄνδρας τοὺς ὑπολειφθέντας τοῦ πορεύεσθαι ὀπίσω Δαυὶδ καί ἐκάθισεν αὐτοὺς ἐν τῷ χειμάῤῥῳ τοῦ Βοσόρ, καὶ ἐξῆλθον εἰς ἀπάντησιν Δαυὶδ καὶ εἰς ἀπάντησιν τοῦ λαοῦ τοῦ μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ προσήγαγε Δαυὶδ ἕως τοῦ λαοῦ, καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν τὰ εἰς εἰρήνην.
Α Βασ. 30,21 Ο Δαυίδ μαζή με τους τετρακοσίους άνδρας του, ήλθεν στους διακοσίους άλλους άνδρας, οι οποίοι βραδυπορούντες είχον υπολειφθή πίσω από τον Δαυίδ και είχαν παραμείνει στον χείμαρρον Βοσόρ. Αυτοί εξήλθον εις προυπάντησιν του Δαυίδ και εις προυπάντησιν των άλλων στρατιωτών που ήσαν μαζή με αυτόν. Οταν επλησίασεν ο Δαυίδ έως αυτούς, εκείνοι τον εχαιρέτησαν ειρηνικώς και τον ηρώτησαν δια τα συμβάντα.
Α Βασ. 30,22 καὶ ἀπεκρίθη πᾶς ἀνὴρ λοιμὸς καὶ πονηρὸς τῶν ἀνδρῶν τῶν πολεμιστῶν τῶν πορευθέντων μετὰ Δαυὶδ καὶ εἶπον, ὅτι οὐ κατεδίωξαν μεθ᾿ ἡμῶν, οὐ δώσομεν αὐτοῖς ἐκ τῶν σκύλων, ὧν ἐξειλόμεθα, ὅτι ἀλλ᾿ ἢ ἕκαστος τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ τὰ τέκνα αὐτοῦ ἀπαγέσθωσαν καὶ ἀποστρεφέτωσαν.
Α Βασ. 30,22 Από τον στρατόν του Δαυίδ μερικοί φαύλοι και πονηροί άνδρες, από εκείνους τους πολεμιστάς που είχαν πορευθή μαζή με τον Δαυίδ, είπαν· “αυτοί οι βραδυπορήσαντες δεν μας ηκολούθησαν εις την εκστρατείαν· λοιπόν δεν θα δώσωμεν εις αυτούς τίποτε από τα λάφυρα, τα οποία επήραμεν. Ειμή μόνον ο καθένας των θα πάρη την γυναίκα του και τα παιδιά του και ας γυρίσουν πίσω”.
Α Βασ. 30,23 καὶ εἶπε Δαυίδ· οὐ ποιήσετε οὕτως μετὰ τὸ παραδοῦναι τὸν Κύριον ἡμῖν καὶ φυλάξαι ἡμᾶς καὶ παρέδωκε Κύριος τὸν γεδδοὺρ τὸν ἐπερχόμενον ἐφ᾿ ἡμᾶς εἰς χεῖρας ἡμῶν.
Α Βασ. 30,23 Ο Δαυίδ απήντησε· “δεν θα κάμετε έτσι, διότι ο Κυριος παρέδωσε τους εχθρούς μας εις τα χέρια μας. Ο Κυριος μας διεφύλαξεν από την επιδρομήν των ληστών τους οποίους και παρέδωκεν εις τα χέρια μας.
Α Βασ. 30,24 καὶ τίς ἐπακούσεται ὑμῶν τῶν λόγων τούτων; ὅτι οὐχ ἧττον ἡμῶν εἰσι· διότι κατὰ τὴν μερίδα τοῦ καταβαίνοντος εἰς τὸν πόλεμον, οὕτως ἔσται ἡ μερὶς τοῦ καθημένου ἐπὶ τὰ σκεύη· κατὰ τὸ αὐτὸ μεριοῦνται.
Α Βασ. 30,24 Ποιός δέ ποτέ θα ακούση αυτά τα λόγια σας και θα τα εγκρίνη; Αυτοί που, βραδυπορούντες έμειναν πίσω, δεν είναι καθόλου κατώτεροι από ημάς. Δι' αυτό όποια μερίδα θα πάρη εκείνος, που έλαβε μέρος στον πόλεμον, την ίδια μερίδα από τα λάφυρα θα πάρη και εκείνος ο οποίος εκάθισε και εφύλασσε τας αποσκευάς των πολεμούντων. Η αυτή μερίς θα δοθή εις όλους”.
Α Βασ. 30,25 καὶ ἐγενήθη ἀπὸ τῆς ἡμέρας ἐκείνης καὶ ἐπάνω, καὶ ἐγένετο εἰς πρόσταγμα καὶ εἰς δικαίωμα τῷ Ἰσραὴλ ἕως τῆς σήμερον.
Α Βασ. 30,25 Από την ημέραν εκείνην και έπειτα έγινε αυτό εντολή και νόμος στον ισραηλιτικόν λαόν μέχρι της ημέρας αυτής.
Α Βασ. 30,26 Καὶ ἦλθε Δαυὶδ εἰς Σεκελὰκ καὶ ἀπέστειλε τοῖς πρεσβυτέροις τῶν σκύλων Ἰούδα καὶ τοῖς πλησίον αὐτοῦ λέγων· ἰδοὺ ἀπὸ τῶν σκύλων τῶν ἐχθρῶν Κυρίου·
Α Βασ. 30,26 Ο Δαυίδ ήλθεν εις την Σεκελάκ και έστειλεν από τα λάφυρα στους πρεσβυτέρους της φυλής Ιούδα και στους συνδεομένους με αυτόν δια φιλίας λέγων· “ιδού, ένα δώρον από τα λάφυρα των εχθρών του Θεού”.
Α Βασ. 30,27 τοῖς ἐν Βαιθσοὺρ καὶ τοῖς ἐν Ῥαμὰ νότου καὶ τοῖς ἐν Ἰεθθὸρ
Α Βασ. 30,27 Τα δώρα αυτά εδόθησαν εις αυτούς, που κατοικούσαν την Βαιθσούρ, εις αυτούς που κατοικούσαν την Ραμά, προς νότον της Παλαιστίνης, και εις εκείνους που κατοικούσαν εις την Ιεθθόρ.
Α Βασ. 30,28 καὶ τοῖς ἐν Ἀροὴρ καὶ τοῖς ἐν Ἀμμαδὶ καὶ τοῖς ἐν Σαφὶ καὶ τοῖς ἐν Ἐσθιὲ
Α Βασ. 30,28 Ακόμη δε και εις εκείνους οι οποίοι ήσαν εις την Αροήρ, εις την Αμμαδί, εις την Σαφί και εις την Εσθιέ.
Α Βασ. 30,29 καὶ τοῖς ἐν Γὲθ καὶ τοῖς ἐν Κινὰν καὶ τοῖς ἐν Σαφὲκ καὶ τοῖς ἐν Θιμὰθ καὶ τοῖς ἐν Καρμήλῳ καὶ τοῖς ἐν ταῖς πόλεσι τοῦ Ἱεραμηλὶ καὶ τοῖς ἐν ταῖς πόλεσι τοῦ Κενεζὶ
Α Βασ. 30,29 Και εις εκείνους οι οποίοι κατοικούσαν την Γέθ, την Κινάν, την Σαφέκ, εις αυτούς που κατοικούσαν εις Θιμάθ, στο Καρμηλον, εις την πόλιν Ιεραμηλί και στους κατοίκους των πόλεων Κενεζί.
Α Βασ. 30,30 καὶ τοῖς ἐν Ἱεριμοὺθ καὶ τοῖς ἐν Βηρσαβεὲ καὶ τοῖς ἐν Νομβὲ
Α Βασ. 30,30 Επίσης έδωκεν εις όσους κατοικούσαν εις Ιεριμούθ, εις Βηρσαβεέ και εις Νομβέ.
Α Βασ. 30,31 καὶ τοῖς ἐν Χεβρὼν καὶ εἰς πάντας τοὺς τόπους, οὓς διῆλθε Δαυὶδ ἐκεῖ, αὐτὸς καὶ οἱ ἄνδρες αὐτοῦ.
Α Βασ. 30,31 Εδωσεν στους κατοίκους της Χεβρών και γενικώς έστειλε δώρα εις όλους τους τόπους από τους οποίους επέρασαν αυτός και οι άνδρες του.
Α Βασ. 31,1 Καὶ οἱ ἀλλόφυλοι ἐπολέμουν ἐπὶ Ἰσραήλ, καὶ ἔφυγον οἱ ἄνδρες Ἰσραὴλ ἐκ προσώπου τῶν ἀλλοφύλων, καὶ πίπτουσι τραυματίαι ἐν τῷ ὄρει τῷ Γελβουέ.
Α Βασ. 31,1 Οι αλλόφυλοι επολέμησαν εναντίον των Ισραηλιτών, οι Ισραηλίται ενικήθησαν και ετράπησαν εις φυγήν. Επεσαν δε πολλοί Ισραηλίται νεκροί, στο όρος Γελβουέ.
Α Βασ. 31,2 καὶ συνάπτουσιν οἱ ἀλλόφυλοι τῷ Σαοὺλ καὶ τοῖς υἱοῖς αὐτοῦ, καὶ τύπτουσιν ἀλλόφυλοι τὸν Ἰωνάθαν καὶ τὸν Ἀμιναδὰβ καὶ τὸν Μελχισᾶ υἱοὺς Σαούλ.
Α Βασ. 31,2 Οι Φιλισταίοι κατεδίωξαν τον Σαούλ και τους υιούς του και εφόνευσαν οι αλλόψυλοι τον Ιωνάθαν, τον Αμιναδάβ και τον Μελχισά, υιούς του Σαούλ.
Α Βασ. 31,3 καὶ βαρύνεται ὁ πόλεμος ἐπὶ Σαούλ, καὶ εὑρίσκουσιν αὐτὸν οἱ ἀκοντισταί, ἄνδρες τοξόται, καὶ ἐτραυματίσθη εἰς τά ὑποχόνδρια.
Α Βασ. 31,3 Ο πόλεμος διεξήγετο με ιδιαιτέραν σκληρότητα εις την περιοχήν, όπου ευρίσκετο ο Σαούλ. Ευρήκαν αυτόν οι Φιλισταίοι ακοντισταί, οι οποίοι και τον ετραυμάτισαν επάνω από τον ομφαλόν.
Α Βασ. 31,4 καὶ εἶπε Σαοὺλ πρὸς τὸν αἴροντα τὰ σκεύη αὐτοῦ· σπάσαι τὴν ῥομφαίαν σου καὶ ἀποκέντησόν με ἐν αὐτῇ, μὴ ἔλθωσιν οἱ ἀπερίτμητοι οὗτοι καὶ ἀποκεντήσωσί με καὶ ἐμπαίξωσί μοι. καὶ οὐκ ἐβούλετο ὁ αἴρων τὰ σκεύη αὐτοῦ, ὅτι ἐφοβήθη σφόδρα· καὶ ἔλαβε Σαοὺλ τὴν ῥομφαίαν καὶ ἐπέπεσεν ἐπ᾿ αὐτήν.
Α Βασ. 31,4 Ο Σαούλ είπε προς τον υπηρέτην, που εβάσταζε τα όπλα· “βγάλε την ρομφαίαν σου και φόνευσέ με με αυτήν, δια να μη έλθουν οι απερίτμητοι Φιλισταίοι και με διατρυπήσουν με τας λόγχας των και με εξευτελίσουν. Αλλά ο υπηρέτης, που εβάσταζε τα όπλα του Σαούλ, δεν ηθέλησε να τον φονεύση, διότι εφοβήθη πάρα πολύ. Επήρεν ο Σαούλ την ρομφαίαν του και έπεσεν επάνω εις αυτήν.
Α Βασ. 31,5 καὶ εἶδεν ὁ αἴρων τὰ σκεύη αὐτοῦ ὅτι τέθνηκε Σαούλ, καὶ ἐπέπεσε καὶ αὐτὸς ἐπὶ τὴν ῥομφαίαν αὐτοῦ καὶ ἀπέθανε μετ᾿ αὐτοῦ.
Α Βασ. 31,5 Ο υπηρέτης που εβάσταζε τα όπλα του Σαούλ, όταν είδεν ότι εκείνος απέθανεν, έπεσε και αυτός επάνω εις την ρομφαίαν του και απέθανε μαζή με τον Σαούλ.
Α Βασ. 31,6 καὶ ἀπέθανε Σαοὺλ καὶ οἱ τρεῖς υἱοὶ αὐτοῦ καὶ ὁ αἴρων τὰ σκεύη αὐτοῦ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ κατὰ τὸ αὐτό.
Α Βασ. 31,6 Ετσι, κατά την ημέραν εκείνην, απέθανον μαζή ο Σαουλ, τα τρία του παιδιά και αυτός που εβάσταζε τα όπλα του.
Α Βασ. 31,7 καὶ εἶδον οἱ ἄνδρες Ἰσραὴλ οἱ ἐν τῷ πέραν τῆς κοιλάδος καὶ οἱ ἐν τῷ πέραν τοῦ Ἰορδάνου ὅτι ἔφυγον οἱ ἄνδρες Ἰσραὴλ καὶ ὅτι τέθνηκε Σαοὺλ καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ, καὶ καταλείπουσι τὰς πόλεις αὐτῶν καὶ φεύγουσι· καὶ ἔρχονται οἱ ἀλλόφυλοι καὶ κατοικοῦσιν ἐν αὐταῖς.
Α Βασ. 31,7 Οι Ισραηλίται, οι οποίοι ευρίσκοντο πέραν από την κοιλάδα και όσοι ήσαν πέραν από τον Ιορδάνην, όταν είδαν ότι οι άλλοι Ισραηλίται ετράπησαν εις φυγήν, ότι ο Σαούλ και οι υιοί του εφονεύθησαν, αφήκαν και αυτοί τας πόλεις των και έφυγαν. Ηλθον οι Φιλισταίοι και εγκατεστάθησαν εις τας πόλεις αυτάς.
Α Βασ. 31,8 καὶ ἐγενήθη τῇ ἐπαύριον ἔρχονται οἱ ἀλλόφυλοι ἐκδιδύσκειν τοὺς νεκροὺς καὶ εὑρίσκουσι τὸν Σαοὺλ καὶ τοὺς τρεῖς υἱοὺς αὐτοῦ πεπτωκότας ἐπὶ τὰ ὄρη Γελβουέ.
Α Βασ. 31,8 Την επομένην ημέραν οι αλλόφυλοι ήλθαν να λεηλατήσουν τους νεκρούς. Ευρήκαν τον Σαούλ και τα τρία του παιδιά να κατάκεινται νεκροί στο όρος Γελδουέ.
Α Βασ. 31,9 καί ἀποστρέφουσιν αὐτὸν καὶ ἐξέδυσαν τὰ σκεύη αὐτοῦ καὶ ἀποστέλλουσιν αὐτὰ εἰς γῆν ἀλλοφύλων κύκλῳ εὐαγγελίζοντες τοῖς εἰδώλοις αὐτῶν καὶ τῷ λαῷ.
Α Βασ. 31,9 Αναποδογύρισαν τον Σαούλ, τον εξέδυσαν, επήραν τα όπλα του ως τρόπαια της νίκης των και τα περιέφεραν εις τας χώρας των Φιλισταίων, εντός των ναών όπου υπήρχον τα είδωλα, εις όλον τον λαόν, διαλαλούντες την νίκην των.
Α Βασ. 31,10 καὶ ἀνέθηκαν τὰ σκεύη αὐτοῦ εἰς τὸ Ἀσταρτεῖον καὶ τὸ σῶμα αὐτοῦ κατέπηξαν ἐν τῷ τείχει Βαιθσάν.
Α Βασ. 31,10 Τα όπλα του Σαουλ τα αφιέρωσαν στον ναόν της Αστάρτης, το δε σώμα του το εκάρφωσαν στο τείχος της Βαιθσάν.
Α Βασ. 31,11 καὶ ἀκούουσιν οἱ κατοικοῦντες Ἰαβὶς τῆς Γαλααδίτιδος ἃ ἐποίησαν οἱ ἀλλόφυλοι τῷ Σαούλ·
Α Βασ. 31,11 Οι κάτοικοι της Ιαβίς η οποία ανήκει εις την περιοχήν Γαλαάδ, επληροφορήθησαν τι εκαμαν οι Φιλισταίοι στον Σαούλ.
Α Βασ. 31,12 καὶ ἀνέστησαν πᾶς ἀνὴρ δυνάμεως καὶ ἐπορεύθησαν ὅλην τὴν νύκτα καὶ ἔλαβον τὸ σῶμα Σαοὺλ καὶ τὸ σῶμα Ἰωνάθαν τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ ἀπὸ τοῦ τείχους Βαιθσὰν καὶ φέρουσιν αὐτοὺς εἰς Ἰαβὶς καὶ κατακαίουσιν αὐτοὺς ἐκεῖ.
Α Βασ. 31,12 Μερικοί δε γενναίοι άνδρες ηγέρθησαν, εβάδισαν όλην την νύκτα και επήραν το σώμα του Σαούλ και το σώμα του παιδιού του, του Ιωνάθαν, από το τείχος Βαιθσάν, τα έφεραν εις την Ιαβίς και τα έκαυσαν εκεί.
Α Βασ. 31,13 καὶ λαμβάνουσι τὰ ὀστᾶ αὐτῶν καὶ θάπτουσιν ὑπὸ τὴν ἄρουραν τὴν ἐν Ἰαβὶς καὶ νηστεύουσιν ἑπτὰ ἡμέρας.
Α Βασ. 31,13 Επήραν τα απολειφθέντα από το πυρ οστά και τα έθαψαν κάτω από καλλιεργημένην γην εις την Ιαβίς. Εις ένδειξιν δε πένθους ενήστευσαν επί επτά ημέρας.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.